Από το Facebook του Γιώργου Λουκα
Από μικρός ενθουσιαζόμουν να διαβάζω, ιστορίες και να ακούω παραμύθια. Από όλες τις ιστορίες, την ιστορία του χωριού μου, του Διστόμου, την ξεχώριζα και είχε ένα ειδικό βάρος στην καρδιά μου.
Δεν με ενθουσίαζαν οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, ούτε οι νίκες και οι μεγάλες μάχες των προγόνων μας. Για μένα ήρωες ήταν αυτοί οι καθημερινοί γίγαντες που έχασαν αναπάντεχα τη ζωή τους, για τους πολέμους των μεγάλων ηγετών, για τους πολέμους των ανθρώπων που «γράφουν» ιστορία και τους μνημονεύουν και θαυμάζουν οι περισσότεροι. Για μένα ήρωες , ήταν αυτοί που επέζησαν και έχτισαν τη ζωή τους από την αρχή. Αυτοί που μεγάλωσαν παιδιά, με μίσος μόνο για τον πόλεμο.
Η σκέψη μου πάντα βρισκόταν και βρίσκεται σε αυτό που συνέβη εδώ, σε τούτα τα χώματα και ψάχνει να βρει δικαίωση ακόμη και σήμερα. Όλο αυτό το χρωστάω και σε αυτήν τη φωτογραφία, που την αντίκρυσα πρώτη φόρα ήμουν δεν ήμουν 11 χρονών σε μια επίσκεψη στο μουσείο Διστόμου. Εκεί έγινε ο διαχωρισμός μέσα μου, μεταξύ παραμυθιού και ιστορίας. Στην ιστορία δεν υπάρχει δικαιοσύνη..αλλά όπως στο παραμύθι μπορεί να υπάρχει ηθικό δίδαγμα, αρκεί η ανάγνωση της να γίνεται με σοβαρότητα, σύνεση και προσοχή.
Ένα πράγμα όμως εκείνο το πρωί δεν μπορούσα να εξηγήσω, αυτό το γαμημένο γέλιο…η φωτιά να καίει τα σπίτια, παιδιά σκοτωμένα, έγκυες ξεκοιλιασμένες και ένα χαμόγελο ξένο και απάνθρωπο. Ήταν το γέλιο του κατακτητή, του αλαζόνα, του αμετανόητου, του σαδιστή, του άκαρδου πολεμόχαρου . Σε αυτή τη φωτογραφία που βρέθηκε τυχαία σε κάποιον Γερμανό στρατιώτη, κειμήλιο θανάτου, για μια θηριώδια που πότε δεν αναγνωρίστηκε επίσημα από το γερμανικό κράτος.
Ένας από τους βασικούς αυτουργούς μάλιστα, ο Χανς Ζάμπελ, αν και συνελήφθη στη Γαλλία και εκδόθηκε στην Ελλάδα, δεν δικάστηκε ποτέ και του επετράπηκε η φυγή του στη Γερμανία.
Στην συνέχεια άρχισα να θυμώνω, να ψάχνω….και διαπίστωσα ότι η Γερμανία δεν έχει υπογράψει συνθήκη Ειρήνης με την χώρα μου, διότι αν το κάνει τότε θα πρέπει να καταβάλει τις αποζημιώσεις.
Έψαξα και βρήκα ότι ειδικά για το Δίστομο η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έχει εκδώσει αμετάκλητη απόφαση από τον Απρίλιο του 2000, μετά την απόρριψη αίτησης αναίρεσης που άσκησε το γερμανικό δημόσιο. Πράγμα που σημαίνει ότι αυτή η απόφαση υποχρεώνει τη Γερμανία να αποζημιώσει τα θύματα και τους συγγενείς τους. Βέβαια, η εκτέλεση της, χρειάζεται μόνο μια υπόγραφη….την υπογραφή κάποιου Υπουργού Δικαιοσύνης.
Δεκαέξι Υπουργοί πέρασαν από τότε… καμία ενέργεια… Την ίδια ώρα (2006 γερμανικό κοινοβούλιο) ειπωνόταν το εξής από επίσημο κυβερνητικό στέλεχος: «και να ληφθεί τελεσίδικη απόφαση καταβολής αποζημιώσεων για τα θύματα του Διστόμου, αυτή δεν θα εκτελεστεί καθώς δεν πρόκειται να βρεθεί Έλληνας Υπουργός Δικαιοσύνης να την εφαρμόσει».
Αυτό το γαμημένο αυτάρεσκο γέλιο, που ποτέ μου δεν χώρεσε μέσα μου, αυτό το γαμημένο γέλιο ανωτερότητας και επίδειξης δύναμης και ισχύος σε κατώτερα ανθρώπινα όντα, είναι το ίδιο με τις κουστουμαρισμένες επιδείξεις συμπόνιας, τις υποσχέσεις και τη συμπαράσταση που εκδηλώνεται με τα ωραία παχυλά λόγια και τις επιφανειακές καταδίκες.
Σήμερα, καλούμαστε σαν Διστομίτες και ζωντανοί οργανισμοί της Ιστορίας του Τόπου μας, να σταθούμε εκεί που είμαστε υποχρεωμένοι να σταθούμε. Θέλουμε δεν θέλουμε. Μπορούμε δεν μπορούμε.
Το χρωστάμε στους προγόνους μας, στους εαυτούς μας, στα παιδιά μας. Σε μια εποχή που η φωνή των πολιτών αποδυναμώνεται συνειδητά, το μικρό Δίστομο οφείλει να υψώσει ανάστημα σε παντός τύπου υποκριτές, με την ενεργό συμμετοχή μας στην κατάρτιση ενός πλάνου δράσης, ενός πλάνου αξιοπρέπειας που θα καθορίζει τις κινήσεις μας από εδώ και στο εξής όσον αφορά τις διεκδικήσεις μας, καθώς και την ανοχή μας σε εκπροσώπους φορέων, εγχώριων και μη που δεν έπραξαν και μόνο μίλησαν.
Ας τους κόψουμε για μια φορά το γαμημένο γέλιο και τη φιγούρα ευαισθησίας. Ας τους δείξουμε ότι δεν είμαστε αποικία ιθαγενών.
Υ.Γ. Με αφορμή τις εκδηλώσεις μνήμης, να ενημερώσω έστω κι από εδώ ότι ήδη έχει γίνει αίτηση στο Δήμο για μια Συνέλευση όλων των κατοίκων του Διστόμου για συζήτηση των παραπάνω θεμάτων. Η συμμετοχή Όλων επιβεβλημένη.
«Ήρθαν
ντυμένοι φίλοι
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας
και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφτασαν ντυμένοι «φίλοι»
Αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
Τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ’ ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
Μόνο όπλα και σίδερο και φωτιά.
Μόνο όπλα και σίδερο και φωτιά.»
– Οδ. Ελύτης