Πηγή: Bruno Beaklini – Middle East Monitor
Μετάφραση-Επιμέλεια: Δήμητρα Μπέη
Την παρούσα χρονική περίοδο στις ΗΠΑ λαμβάνουν χώρα δύο ταυτόχρονες διαδικασίες. Η πρώτη είναι η επίσημη νίκη του ολιγαρχικού Τζο Μπάιντεν, πρώην γερουσιαστή του Ντελαγουέρ και πρώην αντιπροέδρου του Ομπάμα. Η δεύτερη είναι οι προσφυγές του Τραμπ να σταματήσει η καταμέτρηση και να επανεξεταστεί η εκλογική διαδικασία. Μεγάλες επιχειρήσεις υποστηρίζουν τους δύο υποψηφίους, αλλά αυτό που διακυβεύεται εδώ είναι ότι και οι δύο υποστηρίζουν το Ισραήλ. Τα αισθήματα φαίνεται να είναι αμοιβαία, γεγονός αρκετά περίεργο. Ο Τραμπ ερεθίζει τα συλλογικά αντανακλαστικά των λευκών Αμερικανών για τους οποίους ο ρατσισμός, συμπεριλαμβανομένου του αντισημιτισμού, είναι ο κανόνας.
Αυτό είναι το παράδοξο. Όσον αφορά την προβολή της εξουσίας των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και, ιδίως, στις σχέσεις με τον μοναδικό σύμμαχο της εκεί, το Ισραήλ, οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι διαφέρουν ελάχιστα. Η εγχώρια διάσταση των φιλο-Ισραηλινών πολιτικών, ειδικά στην περίπτωση των λεγόμενων ακροδεξιών και Χριστιανών Ευαγγελιστών, εκθέτει αυτή την υποκρισία.
Ο Τραμπ χρειάζεται τους λευκούς υπερασπιστές της ακροδεξιάς, που μισούν ανεξαιρέτως όλες τις μειονότητες. Αυτός είναι ο λόγος που είναι βλέπουμε συχνά αντισιωνιστικές εβραϊκές ομάδες να κινητοποιούνται στις ΗΠΑ εναντίον των υποστηρικτών του Τραμπ. Διανοούμενοι της εβραϊκής κληρονομιάς που είναι αφοσιωμένοι στην παλαιστινιακή υπόθεση περιλαμβάνουν την Έιμι Γκούντμαν και τον Νόαμ Τσόμσκι. Αντιτάχθηκαν επίσης στις προσπάθειες νομικών και μιντιακών πραξικοπημάτων καθώς και της «εθνικής ενότητας» με τη χρήση της Εθνικής Φρουράς εναντίον διαδηλωτών μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ. Ο Τραμπ χρειαζόταν τη στήριξη του Ισραήλ και των ακροδεξιών Σιωνιστών που τον υποστηρίζουν οικονομικά, παρά τον αντισημιτισμό των υποστηρικτών του. Ταυτόχρονα χρειαζόταν και τις σεχταριστικές και παραστρατιωτικές πολιτοφυλακές που ευδοκιμούν υπό το καθεστώς της φτώχειας των λευκών και των νόμων περί όπλων που τους επιτρέπουν να μεταφέρουν στη δημόσια σφαίρα όπλα στρατιωτικού επιπέδου.
Λαμβάνοντας υπόψη τη στρατηγική που στοιχειώνει τον Τζέρεμι Κόρμπιν με κατηγορίες για «αντισημιτισμό» από τη στιγμή που έγινε ηγέτης του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος, είναι σαφές ότι το φιλο-ισραηλινό λόμπι που συντονίστηκε από το Υπουργείο Στρατηγικών Υποθέσεων και Δημόσιας Διπλωματίας επιδιώκει την επιθετική παρακολούθηση εκείνων που θεωρούνται «εχθροί του αποικιακού σχεδίου» και όχι των πραγματικών αντισημιτών. Ουσιαστικά δεν το απασχολεί ο ανοιχτός αντισημιτισμός των υποστηρικτών του Τραμπ.
Αυτό δεν συμβαίνει λόγω έλλειψης πληροφοριών για τους ρατσιστές. Ένας γνωστός σύμμαχος του Ισραήλ στις ΗΠΑ είναι το Anti-Defamation League (ADL). Το ADL αντιπροσωπεύει την ακροδεξιά, είναι μισογυνιστικό, μισεί την «πολιτική ορθότητα», είναι ξενοφοβικό ή υπερασπίζεται τον «Ιουδαιοχριστιανικό πολιτισμό». Επιπλέον, υποδεικνύει αναγνωρισμένους ηγέτες και τους οργανισμούς που τους στηρίζουν. Το Ισραήλ δεν θέλει να εξαρτάται από τους Ευαγγελιστές και τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης για τη διάδοση της αποικιακής πολιτικής του και την υπεράσπιση του κανονικοποιημένου Απαρτχάιντ στην κατεχόμενη Παλαιστίνη. Έτσι χρησιμοποιεί την δεξιά, φιλο-Τραμπική αφήγηση για να προσηλυτίσει στον πολιτιστικό πόλεμο που διεξάγει.
Αποδεικνύεται ότι τέτοιες οργανώσεις που προστέθηκαν στις ήδη υπάρχουσες όπως οι Ku Klux Klan και οι πολιτοφυλακές, αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή για την εγχώρια ασφάλεια σύμφωνα με το FBI, το Υπουργείο Εσωτερικών και Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας. Αυτές οι ίδιες ξενοφοβικές, αντισημιτικές και ισλαμοφοβικές ομάδες έχουν επίσης διεισδύσει στις αστυνομικές υπηρεσίες στις ΗΠΑ. Επιπλέον, ο Τραμπ αρνήθηκε ανοιχτά να καταδικάσει τη βία των υπέρμαχων της λευκής ανωτερότητας στη «Μάχη του Σάρλοτσβιλ» τον Αύγουστο του 2017 και επανέλαβε την άρνησή του κατά τη διάρκεια του ντιμπέιτ της προεκλογικής εκστρατείας.
Η υποστήριξη του ισραηλινού υπουργικού συμβουλίου για τις θέσεις του Τραμπ ίσως ακολουθεί τη μακιαβελική λογική «ο φίλος του φίλου μου μπορεί να μην είναι εχθρός μου». Μπορεί επίσης να είναι για κάτι ακόμη πιο απαράδεκτο. Η σιωπηρή αναγνώριση ότι η ακροδεξιά μπορεί να διαδραματίσει ρόλο στον τραγικό «πολιτιστικό πόλεμο» που χρησιμοποιεί το Ισραήλ για να επεκτείνει τα δίκτυα των υποστηρικτών του για τον αποικισμό της Παλαιστίνης, την επιβολή του απαρτχάιντ στους Παλαιστινίους και την κατάκτηση των αραβικών εδαφών.
Φαίνεται αδιανόητο οι σιωνιστικές υπηρεσίες πληροφοριών να μην μπορούν να εντοπίσουν τους αντισημίτες στην ακροδεξιά. Επιπλέον το λειτουργικό κόστος για το σαμποτάζ των διαδικτυακών επαφών τους είναι ελάχιστο. Γιατί λοιπόν το Ισραήλ δεν κάνει τίποτα για να σταματήσει τον ακροδεξιό εξτρεμισμό;
Η εβραϊκή κοινότητα στις ΗΠΑ έχει πια μια νέα και δραστήρια οργάνωση που ονομάζεται Jewish Voice for Peace (JVP). Υποστηρίζει το κίνημα μποϊκοτάζ, αποεπένδυσης και κυρώσεων (BDS) υπέρ της Παλαιστίνης. Το ADL την περιγράφει ως υποστηρικτή του αντισημιτισμού. Το επιχείρημα τους αξιολύπητο. «Η θέση της JVP ότι κάθε κριτική προς το Ισραήλ δεν είναι απαραίτητα αντισημιτική παρέχει κάλυψη για τους αντισημίτες που ονομάζουν το μίσος τους απέναντι στους Εβραίους ως αντισιωνισμό».
Η JVP έχει δίκιο: «Το Ισραήλ είναι ένα κράτος και δεν εκπροσωπεί τις κοινότητες διασποράς (…) Είναι αυτό που είναι». Ωστόσο, εάν η ισραηλινή κυβέρνηση ταχθεί κατά του αντισημιτισμού, θα πρέπει να σταματήσει να ψάχνει αντισημίτες εκεί που δεν υπάρχουν. Κάτι τέτοιο θα απέκλειε το «έργο» των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των διεθνών κανόνων που υπηρετούν περί προσφυγιάς και επαναπατρισμού. Εάν ο Νετανιάχου τάσσονταν πραγματικά κατά του αντισημιτισμού θα έπρεπε να αντιμετωπίσει πρώτα τον βασικό σύμμαχό του, τον Λευκό Οίκο. Αυτό φυσικά δεν συμβαίνει ούτε πρόκειται να συμβεί.
Η αποστολή των αριστερών είναι να εξαλείψουν κάθε μορφής ρατσισμού, συμπεριλαμβανομένου του αντισημιτισμού. Με αυτόν τον τρόπο, φυσικά, θα πρέπει να τερματιστεί και ο ιμπεριαλισμός και η φυλετική υπεροχή οπουδήποτε βρίσκονται.