Του Ανδρέα Κοσιάρη
Σε μία από τις καλύτερες ιστορίες του Αστερίξ, με τον τίλο «Η Διχόνοια» (1970, γαλλικά: «La Zizanie»), οι Ρωμαίοι στέλνουν στο γαλατικό χωριό έναν πράκτορά τους, τον Φούλιους Ζιζάνιους, που στο πέρασμά του σπέρνει τη διχόνοια – η οποία εικονοποιείται με πράσινο χρώμα στα συννεφάκια κειμένου. Σκοπός των Ρωμαίων είναι να διασπάσουν μια και καλή την ενότητα των Γαλατών, να τους κάνουν να φαγωθούν μεταξύ τους, να πάψουν να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο και να μειωθούν έτσι οι δυνατότητες αντίστασής τους.
Πέρα από ένα πολύ επίκαιρο εκείνη την εποχή σχόλιο του Ρενέ Γκοσινί για τη διείσδυση πρακτόρων μυστικών υπηρεσιών και υπηρεσιών ασφαλείας σε κινήματα και οργανώσεις της Αριστεράς και των πολιτικών δικαιωμάτων στην Ευρώπη και την Αμερική, το κόμικ αποτελεί και έναν ύμνο στην ενότητα και την ομόνοια. Στην εμπιστοσύνη που οφείλουν να δείχνουν ο ένας στον άλλο οι άνθρωποι που μάχονται για τα ίδια ιδανικά και τις ίδιες αξίες, στην αποφυγή της καταραμένης διχόνοιας.
Κι αν όλα αυτά σας θυμίζουν κάτι από το πρόσφατο διάγγελμα του Κυριάκου Μητσοτάκη (και τις ενωτικές παραινέσεις του Αλέξη Τσίπρα), τότε κακώς σας το θυμίζουν. Διότι στην αναλογία μας, ο Μητσοτάκης δεν αντιπροσωπεύει τους Γαλάτες, αλλά τους Ρωμαίους.
Μπορεί στη δουλειά του Γκοσινί να υπάρχουν εθνικά χαρακτηριστικά και στερεότυπα, αλλά δεν είναι αυτά που καθορίζουν τον χαρακτήρα του έργου. Το πρόβλημα με τους Ρωμαίους δεν είναι το ότι είναι Ρωμαίοι — όσο κι αν «είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι» — αλλά το Imperium του Ιούλιου Καίσαρα. Αυτό που ενώνει τους Γαλάτες του μικρού χωριού — αλλά και τους κάνει να συμμαχούν κατά καιρούς με Βέλγους, Βρετανούς, Ίβηρες, Ιρλανδούς, Νορμανδούς, Σκώτους, Αιγύπτιους, έναν Θράκα σκλάβο κ.α. — είναι η επιθυμία για ελευθερία από το Ρωμαϊκό μιλιταριστικό κράτος, η αντίθεση στην καταπίεση και την κατοχή, στην επιβολή των όπλων.
Ναι, λοιπόν, να μη διχαστούμε. Αλλά με ποιους να μη διχαστούμε; Ή, αλλιώς, με ποιους να «ενωθούμε»; Με αυτούς που μας χωρίζει άβυσσος αξιών και ιδανικών; Να ενωθούμε με τη χρυσαυγίτικη αστυνομία που επιθυμεί «να μας γ@μήσει» και «να μας σκοτώσει»; Να ενωθούμε με τους χουντολάγνους υπουργούς και βουλευτές, που διατάσσουν ή απολαμβάνουν να πέφτει ανελέητο ξύλο και χημικά, να απάγονται άνθρωποι μέσα και έξω από τα σπίτια τους, να τους στερούνται δικαιώματα στα μπουντρούμια της ΓΑΔΑ;
Ή μήπως να ενωθούμε με τους πολιτικούς και τους πολίτες που επιχαίρουν τον πνιγμό και τους πυροβολισμούς προσφύγων και μεταναστών, που πιστεύουν ότι το DNA τους είναι ανώτερο, ότι τα παιδιά τους έχουν μεγαλύτερο δικαίωμα στη μόρφωση από τα παιδιά των ξένων; Να μη διχαζόμαστε με όσους επιθυμούν τη φυσική και πνευματική εξόντωση κρατουμένων, με όσους καλύπτουν παιδεραστές και βιαστές λόγω κομματικών και προσωπικών φιλιών, με όσους απολαμβάνουν κλωτσιές σε κεφάλια ακινητοποιημένων και αιμόφυρτων ομοφυλόφιλων;
Να ενωθούμε στην υπερδεκαετή επιχείρηση φτωχοποίησης, στην αφαίρεση ατομικών και πολιτικών ελευθεριών, στην κατάργηση του 8ώρου, στην εξυπηρέτηση συμφερόντων ντόπιων και ξένων επιχειρηματικών ομίλων; Να μη διχαστούμε με τους εντολοδόχους ξένων πρεσβειών, με τους έντυπους και τηλεοπτικούς παπαγάλους, με τους πρυτάνεις που διατάσσουν τον ξυλοδαρμό φοιτητών τους, με τους δικηγόρους που στοχοποιούν ολόκληρες κοινωνικές ομάδες ως «μη κανονικές»;
Ε, όχι, λοιπόν. Χρωστάμε ενότητα, ομόνοια και έλλειψη διχασμού, αλλά δεν τη χρωστάμε σε αυτούς, γιατί με αυτούς τίποτα δεν μας ενώνει. Τη χρωστάμε στους αδύναμους, τη χρωστάμε στους κατατρεγμένους, σε όσους τους αφαιρούνται δικαιώματα, σε όσους σαπίζουν σε φυλακές, σε όσους περνάνε χιλιόμετρα γης και θάλασσας για να ξεφύγουν από βόμβες αέρος και εδάφους, από βιασμούς κι εκτελέσεις, από μιλίτσιες και θρησκευτική καταπίεση, από την ίδια τη φτώχεια.
Χρωστάμε ενότητα ο ένας στον άλλο, αρκεί να υπάρχει ο δεσμός της ανθρωπιάς να μας ενώνει. Με τους απάνθρωπους οφείλουμε να διχαστούμε.