Γιατί μια πολιτική των Θερμοπυλών;

leonidas thermopyles H ιδεολογική εκμετάλλευση των αρχαιολογικών χώρων μέσα από τη θεωρία της αρχαιοπολιτικής - του Μιχάλη Κατσιγιάννη
15 λεπτα

του Μιχάλη Κατσιγιάννη

Αντί εισαγωγής

Έπεσα πάνω σ’ ένα κείμενο της καθηγήτριας Γογγάκη με τίτλο: «Η θλιβερή εγκατάλειψη της περιοχής της Μάχης των Θερμοπυλών». Στο κείμενο αυτό, ο/η αναγνώστης/τρια παρατηρεί, θα μπορούσαμε να πούμε, μια πολιτική των Θερμοπυλών που αν παρθεί στα σοβαρά – αν δεν έχει ήδη παρθεί – μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για τους ανθρώπους που δεν συντάσσονται με τις καταστροφικές απόψεις κυρίως της δεξιάς. Στο παρόν κείμενο, θα προσπαθήσω να εξετάσω τις σκέψεις της καθηγήτριας Γογγάκη με βάση τη θεωρία της αρχαιοπολιτικής. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω – και που θεωρώ χρήσιμο να ειπωθεί εξαρχής – είναι ότι πολύ απλώς: κάθε αρχαιολογικός, με την αυστηρή και μη έννοια, χώρος που βρίσκεται εντός της ελληνικής επικράτειας, είναι απλώς ένας ακόμη χώρος εντός της ελληνικής επικράτειας, όχι κάτι ιερό, όχι κάτι που αξίζει να εγείρει εθνικά αισθήματα.

Περί αρχαιοπολιτικής

Σχετικά με την αρχαιοπολιτική, η τελευταία είναι μια επιτελεστική πολιτική – ένας εξουσιαστικός λόγος σημειολογιών και μη – που «εργαλειοποιεί το λόγο περί του παρελθόντος έτσι ώστε να ελέγξει τη συζήτηση για το παρόν και […] να προγραμματίσει το μέλλον» (Πλάντζος, 2023: 14). Πρόκειται δηλαδή για τη «χρήση ενός αρχαιολογικού τρόπου σκέψης και δράσης» που εκκινεί έχοντας ως «πρόσχημα μια εκ των προτέρων» δήθεν ανιδιοτελή, άνευ όρων συμπάθεια, μια «κατεστημένη αγάπη» στην πραγματικότητα «εάν όχι λατρεία, για το κλασσικό παρελθόν […] ώστε να οργανώσει κανείς […] άτομα, ομάδες και συσσωματώσεις σύμφωνα με ένα προαποφασισμένο, και κατά πάσα πιθανότητα αλλότριο ή ψευδεπίγραφο, στρατήγημα». Περιγράφοντας τη
γέννηση θα λέγαμε της αρχαιοπολιτικής, ο Πλάντζος γράφει:

«Σαν νεολογισμός, η αρχαιοπολιτική πατά στη βιοπολιτική όπως την περιέγραψε και μας την κληροδότησε ο Φουκό: την πολιτική του (και επί του) βίου ή με άλλα λόγια, τις τεχνικές οργάνωσης και διαχείρισης του βίου των ανθρώπινων πληθυσμών από τις νεωτερικές μορφές εξουσίας […] στην αρχαιοπολιτική […] η διακυβέρνηση του ζην αναδιοργανώνεται ως αρχαιολατρικό δρώμενο, ακόμη και στην περίπτωση που θα οδηγήσει αναγκαστικά στον αποκλεισμό, τον οστρακισμό, ή και τον θάνατο ακόμη των σωμάτων εκείνων που κρίνονται ως ανεπιθύμητα».

Επομένως, ενώ οι «ελεγκτικοί μηχανισμοί» της αρχαιοπολιτικής, της «πειθάρχηση[ς]» δηλαδή «του βίου υπό το πρόσχημα μιας καθόλα φαντασιακής αρχαιότητας», «υποτίθεται» ότι ασχολούνται «για τη διατήρηση της ζωής, συχνά οδηγούν στην απώλειά της – ή τουλάχιστον στην απόρριψη ορισμένων εκδοχών της ζωής ως μη βιώσιμων».

Παράγοντας αρχαιο-πολιτική

Η καθηγήτρια Γογγάκη, αναφερόμενη στη μάχη των Θερμοπυλών, αποφασίζει να προχωρήσει στην παραγωγή μιας αρχαιο-πολιτικής και όχι στην ανάλυση και τη περιγραφή ενός ιστορικού γεγονότος. Κάνει λόγο για «το χρέος στην ιστορική μνήμη» που όλοι/ες οφείλουμε ανεξαιρέτως «προς το ηρωικό παρελθόν της Ελλάδας». Το χρέος αυτό επιτελείται – μεταξύ άλλων – μέσα από εθνικές εορτές, αλλά «φέρει ως προϋπόθεση την ανθρώπινη ενέργεια, τον σεβασμό, την διαφύλαξη, το προσκύνημα, την επαναφορά των γεγονότων ως ενθύμηση, την συνειδητή απόδοση τιμής», όπως γράφει η ίδια. Η εξιδανίκευση και η υπερβάλλουσα αρχαιολατρία της γραφής της καθηγήτριας Γογγάκη – η οποία έχει ήδη διαφανεί – δημιουργεί έντονα προβληματικές αναπαραστάσεις αναφορικά με το πώς και τι θα πρέπει να αισθάνεται και να σκέφτεται ο σημερινός άνθρωπος που βρίσκεται και κατοικεί στον χώρο της Ελλάδας για γεγονότα τα οποία είναι πολύ μακριά από τις δικές του πραγματικότητες και που συχνά – εξαιτίας των λόγων διαφόρων σαν την καθηγήτρια Γογγάκη – προβάλλονται μέσα από τα φίλτρα ενός αρχαιοπολιτικού φακού.

Είναι παραπάνω από προφανές ότι για την καθηγήτρια Γογγάκη, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι το απόλυτο απαύγασμα της ανθρώπινης διανόησης, η απόλυτη στιγμή του πολιτισμού, η τομή στον παγκόσμιο χωροχρόνο. Κάτι που τεκμαίρεται – μεταξύ άλλων –
όταν αναφερόμενη «στο ήθος της μάχης των Θερμοπυλών» γράφει:

«Μια από τις ιστορικότερες μάχες, αυτή των Θερμοπυλών, δεν διαθέτει εθνική εορτή. Ωστόσο, από τότε που διεξήχθη μέχρι σήμερα, δεν έχει σταματήσει αυτή να αναφέρεται από τα λαϊκά χείλη, ως υποδειγματικό πρότυπο. Η αναφορά στη μάχη αυτή παραπέμπει σε έννοιες όπως η περηφάνεια, η αξιοπρέπεια και η υπόσχεση, με τις οποίες αυτή συνειρμικά συνδέεται και πάντα συμβολίζει, ενώ εγείρει αισθήματα εθνικά. Η μνεία γίνεται, συνεπώς, ως επίκληση στην ηθική και την καθαρότητα της μάχης αυτής. Η Μάχη των Θερμοπυλών διεξήχθη το 480 π.Χ. εναντίον των Περσών, κατά την δεύτερη εισβολή τους εναντίον της Ελλάδας. Δεν ήταν όμως μια οποιαδήποτε μάχη, αλλά μία από εκείνες τις συγκλονιστικές μάχες που δόθηκαν εναντίον των βαρβάρων και διέσωσαν τον επερχόμενο κλασικό πολιτισμό. Οι μάχες του Μαραθώνα, των Θερμοπυλών, της Σαλαμίνας, των Πλαταιών και της Μυκάλης, έκριναν όχι μόνο το μέλλον της Ελλάδας, αλλά και της Δύσης ολόκληρης. Αν η Ελλάδα
είχε κατακτηθεί από τους Πέρσες, τότε ο «ανεπτυγμένος» κόσμος θα είχε λάβει μια απροσδιόριστη κατεύθυνση. Καταρχάς, δεν θα είχε αναδειχθεί ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, καθώς η χρυσή του περίοδος με τον Περικλή και την Ακρόπολη δεν θα είχε υπάρξει. Επίσης, θα ήταν εντελώς διαφορετική η πορεία του κόσμου, καθώς η ήττα των Περσών ανέκοψε οριστικά και την περσική εξάπλωση στην Ευρώπη
».

Η καθηγήτρια Γογγάκη επιστρατεύει έναν λόγο όχι απλώς απαξιωτικό και περιφρονητικό προς τον/την – όποιο/α – ‘άλλο/η’, αλλά επίσης πολεμικό και ευφάνταστα κακοποιητικό. Το βλέπουμε ξεκάθαρα αυτό όταν διαβάζουμε στο κείμενό της αναφορές όπως: «το στοιχείο της μη υποταγής στους τότε βαρβάρους υπήρξε καθοριστικό για το μέλλον της Ελλάδας, της Ευρώπης και του σημερινού κόσμου», «η περιοχή που διεξήχθη η μάχη, είναι […] σπουδαιότατη για την Ελλάδα αλλά και για την ανθρωπότητα. Τα βουνά, τα μονοπάτια, τα τείχη που κτίστηκαν τότε για την αντιμετώπιση του εχθρού, η μέθοδος και η εκπληκτική στρατηγική των Ελλήνων στη μάχη την οποία περιέγραψε ο Διόδωρος, αποτελούν ένα πολύτιμο υλικό της ελληνικής ίσως και της παγκόσμιας ιστορίας», «συγκλονιστικές μάχες που δόθηκαν εναντίον των βαρβάρων και διέσωσαν τον επερχόμενο κλασικό πολιτισμό».

Ακόμη, η καθηγήτρια Γογγάκη, ψέγει (με ποια ιδιότητα;) την πολιτεία για την «σημερινή εγκατάλειψη» του χώρου που διεξήχθη η μάχη των Θερμοπυλών, με έναν λόγο και πάλι ‘Κατακουζηνιακό: ***

«Θα περίμενε, επομένως, κανείς να συναντήσει εκεί μια άλλη εικόνα: έναν μουσειακό χώρο αξιοποιημένο, επισκέπτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό που τον ανακαλύπτουν συγκινημένοι, μαθητές των σχολείων που μαθαίνουν επί τόπου την ιστορία τους και νιώθουν περήφανοι για το σθένος των προγόνων τους. Έναν τόπο ιερό, η ιερότητα του οποίου διαφυλάσσεται από την ελληνική πολιτεία «ως κόρη οφθαλμού». Αντί, όμως, για μια «κόρη οφθαλμού», η ελληνική πολιτεία έχει μάλλον αλληθωρίσει, και ολόκληρη η περιοχή σήμερα όπου διεξήχθη η ιστορική μάχη, είναι εντελώς εγκαταλελειμμένη. Τα τείχη των Δελφιών, των Πλαταιών, κ.ά. είναι πνιγμένα μέσα στα χορτάρια. Τα τόσο σημαντικά μονοπάτια, η Ανοπαία Ατραπός, αποτελούν φωλιές για φίδια, και για κάθε είδους έντομα και ζώα. Η εκπληκτική μεθοδολογία της στρατηγικής της μάχης είναι χωμένη και χορταριασμένη μέσα στους άγριους θάμνους. Μια παλιά πινακίδα ορίζει το στρατηγικό σημείο, αλλά είναι κι αυτή πνιγμένη στην άγρια φύση. Ακλάδευτα δέντρα, εξαγριωμένοι βάτοι. Μόνο κάποια αγριολούλουδα μοιάζει να ανθίζουν σκόπιμα επάνω στο χώμα που θάφτηκαν τόσα ελληνικά παλικάρια. Τίποτε άλλο δεν θυμίζει το μεγάλο ιστορικό νεκροταφείο των ηρώων εκεί. Ούτε καν ένας κοινός τάφος. Ο αλλού ξερός και αλλού δασώδης, ο άγριος τούτος τόπος, είναι αδιαπέραστος. Σε τίποτα δεν θυμίζει το ιστορικό εκείνο μέρος, όπου διεξήχθη μια τέτοιου μεγέθους και σημασίας μάχη – σώμα με σώμα – και ποτίστηκε με τόσο αίμα αθανάτων. Το αγωνιστικό πεδίο το έχει πνίξει η αδιαφορία του κράτους, δεν υπάρχει ολόγυρα ούτε ένας χάρτης, ούτε μια οδηγία, μια εικόνα, μια υπενθύμιση».

Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να αντιληφθώ την εγκατάλειψη που υφίσταται ο χώρος της μάχης των Θερμοπυλών, έτσι όπως διατείνεται η καθηγήτρια Γογγάκη, ομολογώ ότι δεν τα καταφέρνω. Πιθανόν, αυτή μου η αδυναμία να οφείλεται στο γεγονός ότι δεν πάσχω από κάθε είδους ανάγκη για επιβολή στους/στις άλλους/ες, αλλά και στους/στις ‘άλλους/ες’, ιδιαίτερα κάνοντας χρήση στοιχείων και γεγονότων του παρελθόντος. Παρόλα αυτά, θα έλεγα ότι ο χώρος, αυτό «το μεγάλο ιστορικό νεκροταφείο των ηρώων», επιτελεί ακριβώς τη λειτουργία που (του) πρέπει, αφού σ’ αυτόν βρίσκουν καταφύγιο τα «φίδια», τα «κάθε είδους έντομα και ζώα» αλλά και η ίδια η φύση που αναπτύσσεται ελεύθερη.

Τέλος, η καθηγήτρια Γογγάκη, απασφαλίζει εναντίον του/της ‘άλλου/ης’ ευθέως:

«Πιο δίπλα, βρίσκεται το ζωντανό κολαστήριο: Είναι οι παλιές εγκαταστάσεις των λουτρών, όπου έχουν μεταφερθεί και εγκατασταθεί μόνιμα αλλοδαποί μετανάστες των χωρών της Περσίας, Πακιστάν, κ.ά. Είπαν ότι το μέρος για την εγκατάσταση αυτή ήταν «προσωρινή» επιλογή του τότε Περιφερειάρχη της περιοχής, που στη συνέχεια έγινε Δήμαρχος των Αθηναίων. Η μετατροπή, όμως, της περιοχής εκεί σε «χοτ-σποτ» καμία προδιαγραφή δεν διέθετε – ούτε μετά από τόσα χρόνια διαθέτει – για κάτι τέτοιο: κτήριο παλιό, κομματιασμένο, με αποσχισθέντες σοβάδες και παράθυρα καλυμμένα πρόχειρα με… σακιά. Και στην «αυλή» κατασκηνώσεις ομάδων, πεταμένα στρώματα και σκουπίδια, σκουπίδια παντού. Δεν είναι συνθήκες αυτές για ανθρώπους. Ούτε καν για ζώα. Η ζωή και η επιβίωση έχουν μεγάλη αξία, αλλά δεν σημαίνει ότι οφείλει γι’ αυτές να χάνει κανείς εντελώς την ανθρώπινη ιδιότητα και την αξιοπρέπειά του. Αλλά έμαθα, επίσης, κάτι, που με δυσκολία μπορώ να το πω: ότι τα βράδια, στο μέρος αυτό, της πλήρους εξαθλίωσης, καταφθάνουν εκεί κάποιοι, ντόπιοι και ξένοι. Και μέσα στα αμάξια τους… εκμεταλλεύονται σεξουαλικά για λίγα χρήματα τα αγοράκια του καταυλισμού… Με άλλα λόγια, ο Εφιάλτης, ο Εφιάλτης της Μάχης των Θερμοπυλών, βρήκε τρόπο για μετενσάρκωση και έγινε ο σημερινός εφιάλτης. Έγινε ο τρομερός, ο κατάπτυστος προδότης της ιστορίας μας και των σημερινών Ελλήνων. Τι όνειδος! Ας αφυπνιστεί η πολιτεία, επιτέλους, για όλα τούτα!»

Το πρόβλημα της καθηγήτριας Γογγάκη σχετικά με την σεξουαλική κακοποίηση των μεταναστών/τριών και των προσφύγων/ισσών – «αλλοδαποί μετανάστες των χωρών της Περσίας, Πακιστάν» κατά την καθηγήτρια Γογγάκη – δεν είναι τόσο η ίδια η κακοποιητική πράξη – που κατά πάσα πιθανότητα επιτελείται από τους/τις περήφανους/ες γηγενείς που ριγούν σκεπτόμενοι/ες τη μάχη των Θερμοπυλών – όσο και η προστασία που παρέχεται από την πολιτεία στους/τις κακοποιητές/τριες αλλά ο χώρος στον οποίο συμβαίνει. Με πρόσχημα την προβολή ενός ανθρωπιστικού λόγου του τύπου: «δεν είναι συνθήκες αυτές για ανθρώπους. Ούτε καν για ζώα. Η ζωή και η επιβίωση έχουν μεγάλη αξία, αλλά δεν σημαίνει ότι οφείλει γι’ αυτές να χάνει κανείς εντελώς την ανθρώπινη ιδιότητα και την αξιοπρέπειά του», η καθηγήτρια Γογγάκη εκτελεί σημειολογικά τον/την ‘άλλο/η’ για να διαφυλάξει κάποια δήθεν ιερότητα, ξεχνώντας (ή αγνοώντας για την ακρίβεια) ότι στην περίπτωση αυτή, η ευαλωτότητα δεν ανήκει στον ιερό χώρο που απο-ιεροποιείται αλλά στους ανθρώπους που συστηματικά κακοποιούνται από το κράτος που τους αφήνει να ζουν και να
υπάρχει κάτω από τέτοιες συνθήκες.

Αντί επιλόγου

Ήδη από τις πρώτες μόνο φράσεις του κειμένου της καθηγήτριας Γογγάκη , θα μπορούσαμε να μην συνεχίσουμε την ανάλυση του κειμένου της. Το πού, το πώς, το ποιοι και το γιατί σε οτιδήποτε σχετίζεται με ζητήματα του παρελθόντος ενός πολιτισμού κι ενός λαού δεν είναι κάτι που μπορεί να επιβληθεί και να επιτηρηθεί – πόσο μάλλον από μία δημόσια υπάλληλο που αποστολή της σίγουρα δεν είναι η διάπλαση «εθνικών» χαρακτηριστικών και προτύπων, αλλά η προώθηση και η καλλιέργεια μιας πολύμορφης παιδείας. Ξεχνάει προφανώς η καθηγήτρια Γογγάκη ότι η διαχείριση του κάθε χώρου επαφίεται σε συλλογικές αποφάσεις και επί τόπου χρήσεις, και σίγουρα όχι σε ανακηρυκτικού τύπου προβολές της ιδιοκτησίας «μας» και σε ρυθμιστικού χαρακτήρα αγανα-κτήσεις.

Η καθηγήτρια Γογγάκη με την αρχαιοπολιτική γραφή της προβαίνει σε μια «ρητορική νεκροπολιτική» (Μπέμπε, 2020• βλ. επίσης Κατσιγιάννης, 2025) που ενταφιάζει όλους/ες όσους/ες δεν αναγνωρίζουν στο αρχαιοελληνικό παρελθόν γενικά και τη μάχη των Θερμοπυλών ειδικά, αυτή την εκστατική ονειροπόληση που εμπλέκει τον μύθο με την πραγματική ζωή, αποκρύπτοντάς το επιμελώς. Καταληκτικά, ας πάρουμε την απόφαση να απορρίψουμε κάθε είδος εθνικιστικής παρέκκλισης, κάθε είδος συντηρητικής ονειροπόλησης και να αξιοποιήσουμε όλους τους «ιερούς χώρους» όπως επιθυμούμε. Να πάρουμε την απόφαση να πούμε ότι δεν υπάρχει απολύτως καμία ιερότητα, τουλάχιστον όχι καθολική.

Μοιράσου το

Γίνε μέλος του INFO-WAR

Γίνε συνδρομητής με όποιο ποσό θέλεις και βοήθησέ το INFO-WAR να συνεχίσει.

Γίνε μέλος του INFO-WAR

Γίνε συνδρομητής με όποιο ποσό θέλεις και βοήθησέ το INFO-WAR να συνεχίσει .