Στράτος

Γιατί μας αφορά η «επιτροπή ελέγχου συνείδησης»

Γιώργος Καρατζάς
Red Notebook 17/12/2016

Συχνά όταν μιλώ με συντρόφους/-ισσες για το ζήτημα της στράτευσης ή της άρνησής της, με αντιμετωπίζουν στην καλύτερη περίπτωση συγκαταβατικά και στη χειρότερη με ειρωνεία ή και αγανάκτηση: «Μα ακόμα με αυτά ασχολείσαι; Εδώ ο κόσμος καίγεται!».

Τα ζητήματα σχετικά με την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία ή την αντίρρηση συνείδησης θεωρούνται μικρά, ήσσονος σημασίας, ότι αφορούν λίγους. Ξεχνιέται ότι η υποχρεωτική στράτευση αφορά, θεωρητικά τουλάχιστον, έως και τον μισό πληθυσμό της χώρας, σε κάποια φάση της ζωής του. Παραγνωρίζεται πως, όταν μιλάμε για υπερβάσεις σε ωράρια εργασίας, απλήρωτες υπερωρίες κ.λπ., δεν μπορούμε να ξεχνάμε μήνες ολόκληρους που διαρκεί η θητεία.

Δεν μπορεί να ασχολούμαστε με την χ μείωση αποδοχών ή το ψ χαράτσι μερικών δεκάδων ή εκατοντάδων ευρώ, και να ξεχνάμε ότι σε χιλιάδες κόσμου, εν μέσω λιτότητας, επιβάλλονται αλλεπάλληλα εξοντωτικά πρόστιμα 6.000 ευρώ για ανυποταξία, τα οποία προσαυξάνονται κιόλας όσο δεν πληρώνονται, κάτι που αφορά ιδιαίτερα τους ολικούς αρνητές στράτευσης – χώρια οι εξαγορές ποινών φυλάκισης που βαραίνουν κάποιους. Δεν μπορούμε να μιλάμε για τις κατασχέσεις σπιτιών δανειοληπτών και να ξεχνάμε ότι και ολικοί αρνητές στράτευσης κινδυνεύουν με κατασχέσεις περιουσιακών τους στοιχείων λόγω των χρεών στην εφορία από τα πρόστιμα.

Δεν μπορεί να ξεχνάμε πως, εκτός από τους κρατούμενους στις φυλακές ή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών, υπάρχουν ανά πάσα στιγμή και δεκάδες χιλιάδες νέοι που ουσιαστικά στερούνται την ελευθερία τους κλεισμένοι μέσα σε κανονικά στρατόπεδα. Δεν μπορούμε να μιλάμε μόνο για συλλήψεις ή καταδίκες διαδηλωτών και να ξεχνάμε τις συλλήψεις και τις πολύ πιο βαριές καταδίκες (έως και 2 χρόνια φυλάκισης) για ανυποταξία. Δεν μπορούμε να καταγγέλλουμε την α’ ή β’ δικαστική αυθαιρεσία σε διάφορες δίκες πολιτικού ενδιαφέροντος και να ξεχνάμε ότι, εν έτει 2016, στη χώρα μας καθημερινά πολίτες δικάζονται από στρατοδικεία. Τέλος, δεν μπορεί να παραγνωρίζουμε την πολιτική σημασία του αντιμιλιταρισμού – κι εδώ θυμάμαι την αείμνηστη συντρόφισσα Αγγελική Ξύδη, που επαναλαμβάνοντας λόγια άλλου, μου είχε πει κάποτε «η αριστερά ή θα είναι αντιμιλιταριστική ή δεν θα είναι αριστερά».

Σε αυτό το κείμενο δεν θα σταθώ σε ευρύτερα ζητήματα των αντιρρησιών συνείδησης, παρά μόνο σε ένα συγκεκριμένο, που θεωρώ ότι αφορά ευρύτερο κόσμο από αυτόν που συνήθως ασχολείται με αυτά τα ζητήματα: τη λεγόμενη «επιτροπή ελέγχου συνείδησης», όπως χαρακτηρίζεται από τους ίδιους τους αντιρρησίες, και όχι μόνο. Δηλαδή την επιτροπή που αποτελείται από δύο αξιωματικούς του στρατού, δύο καθηγητές πανεπιστημίου και έναν πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και η οποία εξετάζει και γνωμοδοτεί στον (Αναπληρωτή) Υπουργό Εθνικής Άμυνας για το αν κάποιος είναι αντιρρησίας συνείδησης ή όχι, ώστε να του δώσει τη δυνατότητα να κάνει αυτήν την τιμωρητική εναλλακτική υπηρεσία (6 μήνες παραπάνω σε σχέση με τη στρατιωτική θητεία για τους υπόχρεους πλήρους θητείας).

Αφορμή στέκεται η πρόσφατη ενέργεια 3 αντιρρησιών συνείδησης να αρνηθούν να εξετασθούν από αυτήν. Μια στάση διαμαρτυρίας που αναπτύχθηκε παράλληλα με σχετικό Κάλεσμα σε μποϊκοτάζ της Επιτροπής Ελέγχου Συνείδησης του Συνδέσμου Αντιρρησιών Συνείδησης.

«Και γιατί να μας αφορά αυτή η επιτροπή; Πού υπάρχει για να εξετάζει μια χούφτα αντιρρησίες;», θα ρωτήσει κανείς.

Νομίζω ότι μας αφορά, γιατί αποτελεί πειραματικό θεσμό κατάλυσης θεμελιωδών δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, που επιχειρεί να μας γυρίσει σε άλλες εποχές. Οι συνεχώς επιδεινούμενες πρακτικές του θεσμού αυτού θα μπορούσαν, σε ένα πιο δυστοπικό μέλλον, να εφαρμοστούν και σε άλλα πεδία. Μας αφορά λοιπόν γιατί:

  • Έχουμε επιτρέψει, και θεωρούμε περίπου φυσιολογικό, εν έτει 2016 να υπάρχει μια κρατική επιτροπή η οποία ανακρίνει και κρίνει πολίτες για την συνείδησή τους. Όταν, δεκαετίες πριν, ακόμα κι αυτό το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε δηλώσει ότι καμία επιτροπή δεν μπορεί να εισχωρήσει στη συνείδηση κάποιου.[i] Κι ενώ ο Συνήγορος του Πολίτη έκρινε πως «Η προσωπική συνέντευξη ως μέσο διαπίστωσης λόγων συνείδησης είναι αυτή καθ’ αυτήν αμφιλεγόμενη, στο μέτρο που υπάγει το ενδιάθετο φρόνημα σε έλεγχο ειλικρίνειας».[ii]
  • Έχουμε επιτρέψει να υπάρχει εν έτει 2016 μια κρατική επιτροπή η οποία ανακρίνει ανθρώπους, μεταξύ άλλων, για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και δραστηριότητες.
  • Ακόμα χειρότερα, φαίνεται να ξεχνάμε ότι σ’ αυτήν την επιτροπή υπάρχουν και στρατιωτικοί οι οποίοι ανακρίνουν πολίτες για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και δραστηριότητες. Κατά τα άλλα, κάθε Νοέμβρη θυμόμαστε τη χούντα…
  • Δεν χρειάζεται να αναλυθεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι στρατιωτικοί αποτελούν ενίοτε πλειοψηφία σε συνεδριάσεις της επιτροπής ελέγχου συνείδησης, κάτι για το οποίο ήδη καταδικάστηκε η Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (υπόθεση Παπαβασιλάκης κατά Ελλάδας, αίτηση 66899/14).
  • Το κυριότερο: έχουμε επιτρέψει και δεν αντιδρούμε όταν τα στοιχεία για διαφόρων ειδών συλλογικότητες και τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα που συλλέγουν καταγράφονται σε αρχεία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
  • Η επιτροπή αυτή, όχι απλώς φακελώνει τους αντιρρησίες συνείδησης για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και τις δραστηριότητές τους, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει αποθρασυνθεί τελείως, και ζητά πλέον ονόματα και των συντρόφων τους. Με πρόσχημα, έτσι, τον έλεγχο του ισχυρισμού των αντιρρησιών, ότι είναι πολιτικά και κοινωνικά δραστήριοι, τους ζητά να κατονομάσουν συντρόφους/-ισσές τους.[iii]
  • Ακόμα χειρότερα, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει φτάσει σε σημείο –υπό την υπαινισσόμενη απειλή βέβαια ότι θα τους απορρίψει, και ότι στη συνέχεια, εφόσον επιμείνουν στην άρνησή τους να στρατευθούν, θα κηρυχτούν ανυπότακτοι και θα αντιμετωπίσουν στρατοδικεία, καταδίκες σε ποινές φυλάκισης και εξοντωτικά πρόστιμα–να ζητά από εξεταζόμενους να επικοινωνήσουν με συντρόφους/-ισσές τους και να τους βάλουν να καταθέσουν ακόμα και με υπεύθυνες δηλώσεις (άρα επωνύμως και με πλήρη στοιχεία) για τις κοινές πολιτικές/κοινωνικές τους δραστηριότητες. Δηλαδή το φακέλωμα δεν περιορίζεται στους ίδιους τους αντιρρησίες συνείδησης, αλλά έχει επεκταθεί πλέον και στον περίγυρό τους. Και βέβαια, αν κάποιος τα αρνηθεί όλα αυτά, απορρίπτεται.
  • Γιατί έχουμε αποδεχτεί ότι ένα κατοχυρωμένο θεμελιώδες δικαίωμα για όλους, όπως είναι πλέον διεθνώς αυτό στην αντίρρηση συνείδησης [iv], θα εξαρτάται από μια εξέταση, μια συνέντευξη.
  • Ακόμα χειρότερα, γιατί δεν αρκεί στην επιτροπή να διαπιστώσει ότι οι λόγοι που επικαλείται κάποιος είναι οι γενικά αποδεκτοί ως λόγοι συνείδησης, και όχι π.χ. «δεν πάω στρατό επειδή βαριέμαι ή φοβάμαι», κάτι που θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί θεμιτό, αλλά το οποίο θα μπορούσε να διαπιστωθεί με μια απλή ανάγνωση της δήλωσης άρνησης στράτευσης που καταθέτουν με την αίτησή τους οι αντιρρησίες. Αλλά αντίθετα η επιτροπή ζητά από τους αντιρρησίες να αποδείξουν (πώς άραγε;) ότι αυτά που λένε ότι πιστεύουν πράγματι τα πιστεύουν. Ρίχνουν δηλαδή το βάρος της απόδειξης στους εξεταζόμενους αντιρρησίες.Αυτό είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνο καθώς αποτελεί ακριβώς αντίστροφη λογική από αυτή του τεκμηρίου της αθωότητας. Στην περίπτωση ενός κατηγορούμενου που δηλώνει αθώος θα πρέπει το δικαστήριο να αποδείξει ότι αυτός λέει ψέματα και είναι ένοχος για να του στερήσει δικαιώματά του, όπως αυτό της ελευθερίας. Αντίθετα εδώ δεν είναι η επιτροπή, αλλά ο αντιρρησίας που θα πρέπει κάπως να αποδείξει ότι δεν λέει ψέματα, ώστε να μην στερηθεί το δικαίωμά του στην αντίρρηση συνείδησης, αλλά κατ’ επέκταση και άλλα δικαιώματα που θα στερηθεί αν απορριφθεί και στη συνέχεια επιμείνει στην άρνησή του και κηρυχθεί ανυπότακτος.
  • Επίσης δεν φαίνεται να αντιδρά κανείς όταν, όπως επισημαίνουν τόσο ο Συνήγορος του Πολίτη όσο και η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ [v], παγίως μια κρατική επιτροπή κάνει διάκριση ανάμεσα στους πολίτες ανάλογα με τις θρησκευτικές οι άλλες πεποιθήσεις τους, τόσο επί της ουσίας όσο και επί της διαδικασίας. (Οι βαπτισμένοι Μάρτυρες του Ιεχωβά με χαρτί από την εκκλησία τους δεν καλούνται καν σε προσωπική συνέντευξη και αναγνωρίζονται αυτομάτως, δηλαδή σχεδόν όλοι, σε ποσοστό που αγγίζει το 100%. Αντίθετα όσοι προβάλλουν άλλους θρησκευτικούς ή ιδεολογικούς λόγους καλούνται σε προσωπική συνέντευξη. Όσοι προέρχονται από άλλα θρησκεύματα συνήθως απορρίπτονται, ενώ όσοι προβάλλουν ιδεολογικούς λόγους φαίνεται να απορρίπτονται σε ποσοστό περίπου 50% διαχρονικά). Κατά τα άλλα βέβαια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προωθεί νομοσχέδια κατά των διακρίσεων…
  • Οι απορριφθέντες, εφόσον παραμείνουν συνεπείς στην συνειδησιακή τους αντίρρηση να στρατευθούν, οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια (εκτός αν καταφέρουν να πετύχουν κάποια απαλλαγή για ιατρικούς λόγους) σε διώξεις για ανυποταξία, δίκες σε στρατοδικεία και κατά πάσα πιθανότητα σε καταδίκες. Υπό αυτήν την έννοια η διαδικασία εξέτασης από την «επιτροπή ελέγχου συνείδησης» αποτελεί ουσιαστικά μια προκαταρτική δικαστική διαδικασία. Όμως σε αυτήν οι εξεταζόμενοι δεν έχουν καμία νομική συμπαράσταση, καμία νομική βοήθεια από συνηγόρους που θα μπορούσαν να τους προστατέψουν από το να “αυτοενοχοποιηθούν”. Ακόμα χειρότερα η σιωπή δεν αποτελεί λύση, διότι ακριβώς οι ίδιοι πρέπει να μιλήσουν για να αποδείξουν ότι είναι αντιρρησίες, και αν δεν το κάνουν, σχεδόν σίγουρα απορρίπτονται.
  • Ακόμα χειρότερα η διαδικασία είναι πλήρως αδιαφανής. Οι εξεταζόμενοι προσέρχονται μόνοι, δεν υπάρχει συνήγορος ούτε βέβαια ακροατήριο. Έτσι δεν υπάρχει κανείς πέραν των ίδιων των μελών της επιτροπής που να μπορεί να βεβαιώσει ότι τα πράγματα συνέβησαν ή ειπώθηκαν διαφορετικά από την επίσημη εκδοχή. Στο παρελθόν αντιρρησίας φαίνεται να είχε δικαιωθεί από το ΣτΕ και να είχε ακυρωθεί καταρχήν η απορρίπτική απόφαση γιατί δεν είχαν κρατηθεί πρακτικά.[vi] Αλλά και στις περιπτώσεις που κρατούνται πρακτικά, αυτό γίνεται από μέλος της επιτροπής.Έπειτα από πολλές καταγγελίες απορριφθέντων ότι τα λεγόμενά τους, και όχι μόνο, παραποιούνταν στα πρακτικά, κάποια στιγμή φάνηκε ότι εισήχθη η πρακτική να ηχογραφείται η συνέντευξη. Όταν όμως αντιρρησίας ζήτησε να λάβει το ηχητικό αρχείο, έλαβε την απάντηση ότι αυτό δεν υφίσταται πλέον και ότι υπάρχει μόνο το κείμενο με την απομαγνητοφώνημένη συνέντευξη. Όπου προφανώς θα μπορούσε να είχε γραφτεί οτιδήποτε. Με άλλα λόγια ένα καφκικό σενάριο όπου ο εξεταζόμενος δεν μπορεί να έχει καμία απόδειξη και κανέναν ανεξάρτητο μάρτυρα για το τι πραγματικά ερωτήθηκε και κυρίως για το τι απάντησε! Ή ακόμα χειρότερα τι δεν του επετράπη να πει ή να ολοκληρώσει, όπως συνέβη και με κάποιους από τους 3 αντιρρησίες που θέλησαν να εξηγήσουν γιατί αρνούνται να εξεταστούν από αυτήν την επιτροπή.

Αυτά τα σκανδαλώδη συμβαίνουν σήμερα στους αντιρρησίες συνείδησης, αλλά εν δυνάμει θα μπορούσαν μελλοντικά, να επεκταθούν και σε άλλες κοινωνικές ομάδες. Δεν μιλώ μόνο για την περίπτωση των αιτούντων άσυλο. Απ’ ό,τι φαίνεται, τα δύο είδη επιτροπών (ασύλου και εξέτασης αντιρρησιών συνείδησης) τελευταία συναγωνίζονται στην κατρακύλα τόσο όσον αφορά τη σύνθεσή τους, όσο και ως προς τις διαδικασίες και τις αποφάσεις τους.

Αν μια επιτροπή εξετάζει τη συνείδηση κάποιων ή τους ανακρίνει για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και δραστηριότητες, για να κρίνει αν θα τους επιτραπεί να δουλέψουν ως υπηρετούντες εναλλακτική στο δημόσιο τομέα, γιατί μεθαύριο να θεωρηθεί κακό να εξετάζεται η συνείδηση ή οι πολιτικές πεποιθήσεις και δραστηριότητες όλων όσων επιθυμούν να εργαστούν στον δημόσιο ή και τον ιδιωτικό τομέα; Αν το ΥΠΕΘΑ μπορεί να ανακρίνει και να κρατά αρχεία με τις πολιτικές πεποιθήσεις και δραστηριότητες κάποιων, γιατί να μην το κάνουν και άλλα υπουργεία; Αν ένα θεμελιώδες δικαίωμα εξαρτάται και αποδίδεται μέσα από συνέντευξη, γιατί αυτό να μη συμβεί και για άλλα θεμελιώδη δικαιώματα;

Αν διακρίσεις με βάση τις θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις παγιώνονται στην πρακτική ενός κρατικού φορέα, γιατί να μην επεκταθούν και στις πρακτικές άλλων φορέων ή γιατί να μην θεσμοθετηθούν κιόλας; Αν κάποιος πρέπει να αποδείξει ο ίδιος ότι δεν λέει ψέματα για να μη στερηθεί δικαιώματά του, γιατί να μην ισχύει αυτό και για τους κατηγορούμενους; Αν κάποιοι πολίτες περνούν ουσιαστικά από μια ανάκριση, η οποία εν δυνάμει μπορεί να κρίνει αν στο μέλλον θα τους ασκηθεί και ποινική δίωξη, χωρίς κανέναν συνήγορο, γιατί αυτό να μην ισχύσει και για άλλου είδους ανακρίσεις; Και τέλος αν κάποιοι πολίτες περνούν από συνέντευξη ή ανάκριση χωρίς να μπορούν να έχουν καμιά χειροπιαστή απόδειξη ή ανεξάρτητο μάρτυρα για το τι ειπώθηκε, γιατί αυτό να μη συμβεί και σε άλλους;.

Μπορεί να ακούγονται υπερβολικοί αυτοί οι φόβοι. Αλλά, αλήθεια, πόσο αισιόδοξοι/-ες είμαστε ότι τα πράγματα, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά διεθνώς, δεν οδηγούνται σε καταστάσεις εξαίρεσης με συρρίκνωση δικαιωμάτων που σήμερα θεωρούμε κατοχυρωμένα κι αυτονόητα;

Υπό αυτό το πρίσμα, οι 3 αντιρρησίες συνείδησης που αρνήθηκαν να νομιμοποιήσουν τέτοιες πρακτικές, παίρνοντας προσωπικό ρίσκο, δεν αγωνίζονται καν για τα δικαιώματα όλων των αντιρρησιών συνείδησης. Αγωνίζονται και για τις ελευθερίες όλων μας. Και γι’ αυτό αξίζει να τους στηρίξουμε.


Σημειώσεις:

[i] Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Ψήφισμα περί της αρνήσεως στρατεύσεως για λόγους συνειδήσεως, (1-546/82), [γνωστό ως ψήφισμα Macciocchi], 7 Φεβρουαρίου 1983, όπως δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων C 68, 14 Μαρτίου 1983, αριθμημένη παράγραφος 3 (σ. 15), και Ψήφισμα σχετικά με την άρνηση στρατεύσεως και την αναπληρωματική θητεία, (Α3-15/89), [γνωστό ως ψήφισμα Schmidbauer], όπως δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων C291, 13 Οκτωβρίου 1989, παρ. Α (σ. 123).

[ii] Συνήγορος του Πολίτη, Εξέταση αιτήσεων αναγνώρισης αντιρρησιών συνείδησης, http://www.synigoros.gr/?i=metaxeirisi.el.imnode2.264999

[iii] Βλ. σχετική καταγγελία στο κείμενο «Η εμπειρία μου από την εξέταση για την αναγνώριση μου ως αντιρρησία συνείδησης από την αρμόδια επιτροπή».

[iv] Βλ. μεταξύ άλλων άρθρο 10.2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.

[v] UN Human Rights Committee, Concluding observations on the second periodic report of Greece, 3 Δεκεμβρίου2015, CCPR/C/GRC/CO/2, παράγραφοι 37-38.

[vi] Βλ. Απόφαση ΣτΕ Α3885/2002.

inffowar logo

Βοήθησε το INFO-WAR να συνεχίσει την ανεξάρτητη δημοσιογραφία

Για περισσότερες επιλογές πατήστε εδώ