Του Άρη Χατζηστεφάνου για το Sputnik
Εάν κάποιος ρωτούσε πριν από πέντε χρόνια εάν o δημοκρατικά εκλεγμένος ηγέτης μιας χώρας πρέπει να έχει το δικαίωμα να εκφράζεται ελεύθερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υποθέτουμε ότι οι θετικές απαντήσεις θα προσέγγιζαν το 100%.
Και ύστερα, ήρθε στην εξουσία ο Ντόναλντ Τραμπ και οι βεβαιότητες που συνόδευαν τις αστικές δημοκρατίες μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατέρρευσαν.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για την επανεκλογή του και ενώ τα κρούσματα της COVID-19 πολλαπλασιάζονταν, μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα αλλά ακόμη και κρατικοί ραδιοσταθμοί στις ΗΠΑ, άρχισαν να κόβουν στον αέρα τις συνεντεύξεις Τύπου του Προέδρου. Το επιχείρημά τους ήταν ότι τα fake news που μετέδιδε (όπως ότι η υπεριώδης ακτινοβολία και τα απορρυπαντικά συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της πανδημίας) έθεταν σε κίνδυνο εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές εντός και εκτός των ΗΠΑ.
Όταν μερικούς μήνες αργότερα ο Τραμπ έδωσε, εμμέσως πλην σαφώς, το πράσινο φως για την εισβολή οπαδών του στο Καπιτώλιο, το Facebook και το Twitter αποφάσισαν ότι είχε έρθει η στιγμή να του δείξουν την πόρτα της εξόδου. Η φυσιολογική αντίδραση εκατομμυρίων ανθρώπων ήταν αυτή της ανακούφισης. Η πραγματικότητα όμως ήταν πολύ πιο σύνθετη.
Δυσανεξία στην ανεκτικότητα
Στο παρελθόν διεθνή δικαστήρια έχουν αποδείξει ότι ο εμπρηστικός λόγος αυταρχικών καθεστώτων μπορεί να προκαλέσει ή να ενισχύσει ακόμη και γενοκτονίες. Για αυτό το λόγο στις συμπληρωματικές δίκες της Νυρεμβέργης αποφασίστηκε η καταδίκη και εκτέλεση του βασικού εκδότη του Χίτλερ, Julius Streicher, ο οποίος μέσω των εντύπων του στήριξε το ολοκαύτωμα των Εβραίων, των τσιγγάνων και των ομοφυλόφιλων. Αντίστοιχα το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την Ρουάντα καταδίκασε ακόμη και δημοσιογράφους, οι οποίοι μέσω των ραδιοφωνικών τους εκπομπών συνέβαλαν στη Γενοκτονία των Τούτσι.
Ο λόγος λοιπόν ενός εκλεγμένου αξιωματούχου, όπως και των ανθρώπων που αναπαράγουν μαζικά τις ιδέες του, μπορεί κυριολεκτικά να σκοτώσει δεκάδες ή εκατομμύρια ανθρώπους. Έχουμε όμως το δικαίωμα να τον φιμώσουμε προληπτικά;
Αναζητώντας μια απάντηση θα μπορούσαμε να ανατρέξουμε στο λεγόμενο «παράδοξο της ανεκτικότητας», το οποίο παρουσίασε το 1945 ο φιλόσοφος Καρλ Πόπερ, στηριζόμενος, σε κείμενα του Πλάτωνα. «Η άνευ όρων ανεκτικότητα» εξηγούσε ο Πόπερ «οδηγεί αναπόδραστα στην εξαφάνιση της ανεκτικότητας. Γιατί αν δείχνουμε άνευ όρων ανοχή ακόμη και σε αυτούς που αρνούνται την ανεκτικότητα, εάν δεν είμαστε διατεθειμένοι να υπερασπιστούμε μια ανεκτική κοινωνία απέναντι στην επίθεση της μην ανεκτικότητας, τότε οι ανεκτικοί άνθρωποι θα συνθλιβούν μαζί με την ανεκτικότητα».
Προφανώς ο Τραμπ δεν ήταν Χίτλερ για να αντλούμε διδάγματα από τις δίκες τη Νυρεμβέργης, ούτε αποτέλεσε την μεγαλύτερη απειλή εναντίον της ανεκτικότητας που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα, ώστε να θέσουμε σε πλήρη εφαρμογή τις θεωρίες του Καρλ Πόπερ. Τα δυο αυτά παραδείγματα, όμως μας βοηθούν να καταλάβουμε ότι στην ερώτηση «εάν ένας πολιτικός έχει απεριόριστο δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης» η απάντηση δεν μπορεί να είναι ένα απλό ναι ή ένα όχι.
Πολύ πιο ξεκάθαρη όμως θα έπρεπε να είναι η απάντηση στο ερώτημα ποιος αποφασίζει να λογοκρίνει έναν εκλεγμένο πολιτικό (στην περίπτωσή μας αφαιρώντας του την πρόσβαση στα μεγαλύτερα μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Εάν αναθέσουμε αυτή την κεφαλαιώδη ευθύνη σε ιδιωτικές εταιρείες, που συχνά λειτουργούν σε συνεργασία η για λογαριασμό με την αμερικανική κυβέρνηση, θα εισέλθουμε σε ένα επικίνδυνο μονοπάτι.
Ποιος θα ελέγχει τους ελεγκτές
Δεν θα πρέπει ούτε στιγμή να ξεχνάμε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν υπήρξε κάποιου είδους αουτσάιντερ του αμερικανικού πολιτικού και πολιτισμικού οικοδομήματος. Ήταν σάρκα από τη σάρκα της φιλελεύθερης Αμερικής, η οποία για δεκαετίες έστηνε το προφίλ του μέσα από επαφές με κορυφαίους πολιτικούς (όπως οι Κλίντον) και εκπομπές στα μεγαλύτερα τηλεοπτικά δίκτυα (όπως το NBC). Η εκτόξευσή του στην πολιτική αρένα συνέπεσε με την μεταφορά ισχύος από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης στις μεγάλες πλατφόρμες του διαδικτύου. Το νέο σκηνικό, όμως, αν και έδωσε φωνή σε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, δεν προκάλεσε κάποια ρήξη στις ισορροπίες ανάμεσα στο πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο.
Οι μεγάλες πλατφόρμες του διαδικτύου, που σήμερα εμφανίζονται ως προστάτες της κοινωνικής ειρήνης και της δημοκρατίας, δεν είχαν κανένα πρόβλημα όταν ο Τραμπ τις χρησιμοποιούσε για να ανακοινώνει και να δικαιολογεί στρατιωτικά πλήγματα και δολοφονίες αξιωματούχων σε ξένες χώρες (όπως του Κασέμ Σολεϊμάνι στο Ιράν) ή για να σκοτώνει δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους μέσω απάνθρωπων οικονομικών κυρώσεων. Επίσης καμία από αυτές τις πλατφόρμες δεν σκέφτηκε να κόψει το λογαριασμό του Τραμπ όταν αυτός καλούσε εμμέσως πλην σαφώς την αστυνομία να εκτελεί μαύρους διαδηλωτές με την περίφημη φράση «When The Looting Starts, The Shooting Starts (όταν ξεκινά το πλιάτσικο ξεκινούν και οι πυροβολισμοί)».
Γιατί λοιπόν όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ αναλάμβανε δημοσίως την ευθύνη για δολοφονίες εντός αλλά κυρίως εκτός των συνόρων οι πλατφόρμες τον παρατηρούσαν σιωπηρές ενώ τώρα αποφάσισαν να του στερήσουν τον λόγο; Η προφανής απάντηση είναι ότι ως αμερικανικές εταιρείες εξυπηρετούσαν με προτεραιότητα τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ των ΗΠΑ απέναντι σε εσωτερικούς και εξωτερικούς αντιπάλους. Για αυτό η λογοκρισία εκλεγμένων πολιτικών δεν ξεκίνησε φυσικά με τους λογαριασμούς του Τραμπ αλλά με τις σελίδες αξιωματούχων, δημοσιογράφων και πολιτών σε χώρες και περιοχές όπως η Βενεζουέλα, το Ιράν και η Παλαιστίνη.
Το γεγονός ότι σε αυτά τα θύματα συγκαταλέγεται πλέον και ο πρόεδρος των Ηνωμένων πολιτειών αποδεικνύει απλώς ότι ο ίδιος έχει εξαντλήσει την αξία χρήσης του για το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο των ΗΠΑ.
Το μονοπώλιο της πλατφόρμας
Οι λεγόμενες πλατφόρμες του διαδικτύου έχουν αποκτήσει τα τελευταία χρόνια πρωτοφανή έλεγχο στην παγκόσμια ροή πληροφοριών. Πρόεδροι ανακοινώνουν εκεί ακόμη και την έναρξη πολεμικών επιχειρήσεων και οι πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου (όπως ο Ελον Μασκ) κάνουν δημόσιες ανακοινώσεις που επηρεάζουν χρηματιστήρια και εθνικές οικονομίες σε βάθος δεκαετιών.
Η συνήθης απάντηση που δίνεται σχετικά με τον ολιγοπωλιακό έλεγχο που ασκούν στην πληροφορία αυτές οι εταιρείες είναι ότι πρέπει να τις «σπάσουμε» σε μικρότερες επιχειρήσεις ακολουθώντας τις λεγόμενες πολιτικές αντιτράστ που εφαρμόζονται εδώ και δεκαετίες σε κάθε είδος οικονομικής δραστηριότητας. Το πρόβλημα όμως με τις πλατφόρμες είναι ότι πολύ συχνά θέλουμε να έχουν χαρακτηριστικά ολιγοπωλίου ή ακόμη και μονοπωλίου. Για τους ίδιους λόγους που θέλουμε την ύπαρξη μονοπωλίων στο δίκτυο ύδρευσης (διαφορετικά κάθε ιδιωτική εταιρεία θα έπρεπε να περνά τις δικές της σωληνώσεις στο σπίτι και στις πολυκατοικίες μας) έτσι και στις πλατφόρμες θέλουμε να έχουμε ένα κοινό μηχανισμό από το οποίο θα επικοινωνούμε με όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα. Δεν έχει νόημα να έχουμε 100 διαφορετικές πλατφόρμες σαν το Facebook ή το Twitter. Παράλληλα όμως δεν μπορούμε να επιτρέψουμε αυτός ο μονοπωλιακός μηχανισμός να ελέγχεται από με εκλεγμένα στελέχη επιχειρήσεων και ιδιωτικές εταιρείες με μοναδικό γνώμονα το κέρδος.
Το βασικό ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν συμφωνούμε με το μπλοκάρισμα του Τραμπ από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ίσως θα έπρεπε να έχει απομακρυνθεί εδώ και χρόνια) αλλά σε ποιόν θα αναθέσουμε αυτή την αρμοδιότητα.
Η ιδέα της εθνικοποίησης (ή καλύτερα της κοινωνικοποίησης) των μεγάλων πλατφορμών του διαδικτύου, η οποία πριν από μερικά χρόνια ακουγόταν σαν εξαιρετικά ριζοσπαστική, κερδίζει συνεχώς έδαφος μεταξύ πανεπιστημιακών και αναλυτών σε όλο τον κόσμο. Πρόκειται για ένα τρομακτικά σύνθετο εγχείρημα, το οποίο απαιτεί τη δημιουργία μηχανισμών δημοκρατικού ελέγχου σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν όμως δεν ξεκινήσουμε άμεσα αυτή τη συζήτηση το επόμενο θύμα της λογοκρισίας δεν θα είναι ένας ακροδεξιός πρόεδρος των ΗΠΑ αλλά εμείς οι ίδιοι. Εάν η τρομακτική δύναμης της διαχείρισης αυτών των ροών πληροφοριών παραμείνει σε χέρια ιδιωτών το επόμενο Καπιτώλιο που θα πέσει στα χέρια φασιστών θα είναι αυτό του διαδικτύου.