του Βασίλη Λιόση
Γιατί τέτοια εμμονή, από την πλευρά της κυβέρνησης, με την εγκατάσταση αστυνομικών δυνάμεων στα πανεπιστήμια; Πρόκειται για κάποια ιδεολογική αγκύλωση; Για ένα καπρίτσιο των ακροδεξιών νεοδημοκρατικών πυρήνων; Για μία αναπόληση της χουντικής περιόδου, κάτι για το οποίο μας δίνει το δικαίωμα να αναρωτιόμαστε η τοποθέτηση Συρίγου;
Αν απαντήσουμε καταφατικά στα παραπάνω ερωτήματα, τότε θα έχουμε αποδεχτεί μία εύπεπτη απάντηση που ωστόσο θα απέχει από την αλήθεια. Οι λόγοι για αυτή την επιμονή είναι πολύ βαθύτεροι και θα προσπαθήσουμε να τους παραθέσουμε.
[1] Τα πανεπιστήμια συνιστούν μία νησίδα ελεύθερης συζήτησης, πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης, τέτοιας που δεν μπορούμε να συναντήσουμε εύκολα στους εργασιακούς χώρους, στον στρατό ή όπου αλλού. Αυτό κατά τους κυβερνώντες δεν πρέπει να συνεχιστεί και δεν πρέπει γιατί βρισκόμαστε σε μία νέα φάση του συστήματος, κατά την οποία η προσπάθεια να στενέψει η αστική δημοκρατία είναι συνεχόμενη και με συγκεκριμένο στόχο και αιτίες. Τα πανεπιστήμια δεν μπορούν να μείνουν έξω από την επιβολή του κράτους έκτακτης ανάγκης.
[2] Το γεγονός ότι οι φοιτητικές πολιτικές παρατάξεις με ριζοσπαστικό προσανατολισμό έχουν μία διακριτή δύναμη, μεγαλύτερη από αυτήν που έχουν οι αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις στην κοινωνία, είναι κάτι μη ανεκτό από τους κρατούντες. Η δράση αυτών των δυνάμεων γεννά νέες ριζοσπαστικές συνειδήσεις και δημιουργεί αναχώματα στην εφαρμογή συντηρητικών πολιτικών που θέλουν να προχωρήσουν ταχέως την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας παιδείας. Σε αυτή τη διαδικασία προετοιμάζονται παράλληλα εργαζόμενοι με ανήσυχες συνειδήσεις, που θα τις «κουβαλήσουν» μελλοντικά κι εκεί που θα εργαστούν. Το σύστημα, όμως, απαιτεί καθολική υποταγή. Σκυμμένα κεφάλια παντού και πάντα.
[3] Στο πανεπιστήμιο θα πρέπει κατά τους εθνοσωτήρες μας (αν και δεν πρόκειται να το ομολογήσουν ποτέ ανοικτά) να υπάρχουν μόνο παρατάξεις που διοργανώνουν πάρτι στη Μύκονο, εκδηλώσεις με στριπτίζ, που διακινούν σημειώσεις και που δημιουργούν πελατειακές σχέσεις με ένα μέρος των καθηγητών και που θα φωνάζουν τα άκρως «πολιτικοποιημένα» συνθήματα του τύπου «και α και ου…». Αυτές οι δυνάμεις είναι αρεστές γιατί δεν δημιουργούν προβλήματα στην εύρυθμη λειτουργία του συστήματος και προετοιμάζουν υποταγμένους ανθρώπους όταν αυτοί βγουν στην παραγωγή.
[4] Η προσπάθεια επιβολής του γύψου στα πανεπιστήμια προετοιμάζεται με σωρεία ψεμάτων: με το ότι εντός των σχολών διακινούνται ναρκωτικά σε μεγαλύτερες ποσότητες από ό,τι στους εξωτερικούς χώρους, με το ότι αστυνομία στα πανεπιστήμια υπάρχει σε όλες τις άλλες χώρες, με την καραμέλα των αιώνιων φοιτητών που δήθεν επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό κ.λπ. Ενδύεται δε (η ανάγκη επιβολής αστυνομοκρατίας) με επικλήσεις από το χουντικό παρελθόν, αφού ο υφυπουργός παιδείας μας θύμισε ότι αστυνομία εντός πανεπιστημίων υπήρχε και επί χούντας! Καμία ντροπή! Να θυμίσουμε πως το σπουδαστικό της ασφάλειας αποτελούσε μία σύμπραξη ανάμεσα στην Ασφάλεια και την ΚΥΠ (Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών) με σκοπό να εντοπίζει τους αντικαθεστωτικούς φοιτητές και καθηγητές με τη γνωστή βέβαια συνέχεια και συνέπεια.
Η επιχείρηση δημιουργίας αστυνομοκρατούμενων πανεπιστημίων είναι ενταγμένη σε ένα ευρύτερο σχέδιο να φιμωθούν οι φωνές διαμαρτυρίας για ό,τι ζούμε και για ό,τι πρόκειται να έρθει. Να ανακοπούν οι λαϊκές αντιδράσεις γιατί η εξίσωση της παρούσας φάσης είναι εκρηκτική: οικονομική κρίση + πανδημία = νέα φτωχοποίηση. Από αυτό συνεπάγονται αυξημένες πιθανότητες για κοινωνικές εκρήξεις που απορρυθμίζουν την «ευταξία». Εδώ, όμως, εντοπίζεται και το ζητούμενο: η δική τους ευταξία να αντικατασταθεί με την ευταξία των ανθρώπων του κόσμου της εργασίας.