Ελληνοφρένεια

Για ηρεμήστε λίγο με την Ελληνοφρένεια – του Άρη Χατζηστεφάνου

Οι συντελεστές της ραδιοφωνικής εκπομπής Ελληνοφρένεια δέχονται μια ανθρωποφάγο και χυδαία επίθεση, από τη στιγμή που ανακοίνωσαν τη συνεργασία τους με το ραδιοφωνικό σταθμό Παραπολιτικά – ύστερα δηλαδή από την απομάκρυνσή τους από το Real FM.

Προφανώς ο Θύμιος και ο Αποστόλης δε «μασάνε», ούτε χρειάζονται διαδικτυακούς δικηγόρους. Τα έχουν βάλει με μεγαλύτερα θηρία και έχουν επιβιώσει. Ούτε αποτελεί αυτό το κείμενο μια συναδελφική ή φιλική στήριξη, από αυτές που ορισμένες φορές είσαι αναγκασμένος να κάνεις για λόγους συναδελφικής αλληλεγγύης.

Αντιθέτως, η περίπτωσή τους αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία να εξετάσουμε τη γενικότερη εικόνα των ελληνικών ΜΜΕ, αλλά και τη στάση μας απέναντι τους.

Ας ξεκινήσουμε από την πλευρά των ιδιοκτητών των ΜΜΕ.

Η Ελληνοφρένεια είναι εκείνη η δημοσιογραφική και σατιρική παρουσία που αποκαλύπτει, όσο κανένας άλλος, το διττό ρόλο των ΜΜΕ ως καπιταλιστικών επιχειρήσεων, αλλά και ως μηχανισμών επιβολής των κυρίαρχων απόψεων.

Εξηγούμαι. Κανένας σώφρων επιχειρηματίας δεν θα τολμούσε να διώξει τους συντελεστές μιας εκπομπής που φέρνει τέτοιες ακροαματικότητες (και συνεπώς τέτοια διαφημιστικά έσοδα). Όπως κανένας σκακιστής δεν θα θυσίαζε το πολυτιμότερο πιόνι του, δηλαδή τη βασίλισσα. Εκτός αν το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να σώσει το βασιλιά.

Σε όλο τον κόσμο η απόλυση επιτυχημένων δημοσιογράφων ή κωμικών από μεγάλα ΜΜΕ γίνεται πάντα για πολιτικούς λόγους. Μπορεί να ενόχλησαν κάποιον επιχειρηματία, έναν πολιτικό ή την πρεσβεία μιας ξένης χώρας, που πήρε τηλέφωνο στο σταθμό. Μπορεί να απείλησαν τα συμφέροντα του ιδιοκτήτη του σταθμού άμεσα ή έμμεσα (αν αυτός ζητούσε από την κυβέρνηση την επιβολή αντιεργατικής νομοθεσίας, χαμηλότερη φορολόγηση κτλ). Μπορεί, πολύ πιο απλά, ο δημοσιογραφικός οργανισμός να είχε τέτοια χρέη προς το δημόσιο, ώστε να γνώριζε ότι η απομάκρυνση ενοχλητικών φωνών θα του έδινε καλύτερες ευκαιρίες διαπραγμάτευσης με το κράτος.

Σε αυτές τις συνθήκες η απόλυση αποτελεί το σημείο καμπής, όπου τα ΜΜΕ μετατρέπονται από καπιταλιστικές επιχειρήσεις, που επιδιώκουν το άμεσο κέρδος, σε όργανα επιβολής των απόψεων των ισχυρών. Δεν σκέφτονται δηλαδή επιχειρηματικά, αλλά πολιτικά. Θυσιάζουν την ακροαματικότητα για την επίτευξη άλλων στόχων. Και αυτή είναι η καλύτερη στιγμή για να τα μελετήσεις και να τα κατανοήσεις στην ολότητά τους.

Οι απομακρύνσεις της Ελληνοφρένειας (στην πραγματικόττα συγκαλυμμένες απολύσεις) ήταν πάντα πολιτικές και αυτό ειναι κάτι που πρέπει να συγκρατούμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας.

Ας δούμε τώρα και την εικόνα από την πλευρά των θεατών, ακροατών και αναγνωστών.

Ποιοι επιτίθενται στην Ελληνοφρένεια τώρα που οι συντελεστές της απολύθηκαν και επαναπροσλήφθηκαν από ένα άλλο μέσο ενημέρωσης;

Την πρώτη κατηγορία την γνωρίζουμε και δεν αξίζει να σπαταλήσουμε ούτε πολλά χτυπήματα στο πληκτρολόγιο, ούτε πολύ σάλιο για αυτούς. Είναι ο κορμός και οι παραφυάδες του επικοινωνιακού μηχανισμού του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν θα συγχωρήσουν ποτέ ότι η πιο επιτυχημένη εκπομπή του ελληνικού ραδιοφώνου τους ασκούσε κριτική, όχι από τα δεξιά (αυτή την επεδίωκαν και μπορούσαν να τη διαχειριστούν), αλλά από τα αριστερά.

Οι ίδιοι άνθρωποι που συνεργάστηκαν με τους αστούς (αλλά ακόμη και με αιμοσταγή καθεστώτα εκτός Ελλάδας) για να παραμείνουν στην εξουσία, ασκούν κριτική σε αυτούς που εργάζονται για τους αστούς. Ίσως γιατί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι δεύτεροι δεν υποχώρησαν ούτε σπιθαμή στα πιστεύω και τα ιδανικά τους και συνεπώς κάνουν τους πρώτους να δείχνουν ακόμη πιο χαμερπείς.

Υπάρχει όμως και μια δεύτερη κατηγορία κριτικής, την οποία αξίζει και οφείλουμε να εξετάσουμε. Αυτούς που πιστεύουν ότι ένας επαγγελματίας δημοσιογράφος κρίνεται όχι μόνο από τα γραπτά του και τα λόγια του στα μικρόφωνα, αλλά και από το μέσο στο οποίο εργάζεται και πιο συγκεκριμένα από τις θέσεις του αφεντικού του.

Και εδώ δεν μπορώ να μιλάω για άλλους παρά μόνο για τον εαυτό μου (ζητώντας προκαταβολικά συγγνώμη από όσους έχουν ξανακούσει πολλές φορές αυτό το επιχείρημα).

Δεν ήθελα να δουλεύω για το BBC όταν οι Βρετανοί βομβάρδιζαν το Ιράκ, ούτε για τον ΣΚΑΪ όταν ο Αλαφούζος έστελνε τα μονοπύθμενά του να προκαλούν τρομακτικές περιβαλλοντικές καταστροφές στην άλλη άκρη του κόσμου. Δεν ήθελα να συναναστρέφομαι με υπαλλήλους τραπεζών που δήλωναν δημοσιογράφοι, ούτε με φασιστοειδή και γελωτοποιούς που περνούν από τα στούντιο στα βουλευτικά έδρανα.

Ορισμένα από τα προηγούμενα αφεντικά μου ευθύνονται για εκατόμβες νεκρών, για τη διάλυση ολόκληρων χωρών και για αυτοκτονίες ανθρώπων που δεν άντεχαν το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που αυτοί ήθελαν να επιβάλλουν. Δεν παίρνω πίσω, όμως, ούτε μια λέξη ή ένα σημείο στίξης από όσα είπα και υπέγραψα σε αυτά τα μέσα ενημέρωσης, για όσο διάστημα είχα τη δυνατότητα να το κάνω χωρίς παρεμβάσεις. Και η Ελληνοφρένεια έχει ακριβώς αυτή τη δυνατότητα. Τα νέα αφεντικά της δεν είναι ούτε καλύτερα ούτε χειρότερα από αυτά για τα οποία έχουμε εργαστεί ως επαγγελματίες δημοσιογράφοι εντός ή εκτός Ελλάδας.

Όλοι θα θέλαμε να δουλεύουμε σε αυτοχρηματοδοτούμενα δημοσιογραφικά εγχειρήματα. Ελάχιστα όμως προσφέρουν συνθήκες επιβίωσης στους επαγγελματίες του χώρου. Ακόμη και όταν η συνεισφορά του κοινού επέτρεψε τη δημιουργία τέτοιων εγχειρημάτων, τα έσοδα ποτέ δεν επαρκούσαν για να πληρώνεις τους λογαριασμούς.

Μέχρι να υπάρξουν αυτές οι συνθήκες μπορούμε αν θέλουμε να αναλωνόμαστε σε ατέρμονες συζητήσεις για το ποιος έχει το χειρότερο αφεντικό στο χώρο των ΜΜΕ. Ή μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχουν μόνο εργαζόμενοι και αφεντικά (άντε και κάτι κολαούζοι των τελευταίων).

Ο εργαζόμενος δημοσιογράφος αν (και μόνο αν) έχει κερδίσει την ελευθερία του λόγου του, κρίνεται από την υπογραφή του και όχι από αυτή του ιδιοκτήτη του μέσου στο οποίο εργάζεται. Και οι μάχες δεν κερδίζονται μόνο έξω από τα κυρίαρχα ΜΜΕ και φυσικά δεν κερδίζονται μόνο μέσα σε αυτά.

Η Ελληνοφρένεια έχει κριθεί για την αξιοπρέπεια και την τόλμη της και πέρασε με άριστα.

inffowar logo

Βοήθησε το INFO-WAR να συνεχίσει την ανεξάρτητη δημοσιογραφία

Για περισσότερες επιλογές πατήστε εδώ