Πριν από μερικές εβδομάδες σηματοδοτήθηκε η ημέρα όπου πριν από 52 χρόνια, ξεκίνησε η ισραηλινή κατοχή του 1967. Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, η στρατιωτική κατοχή ουσιαστικά σημαίνει έλεγχο μέσω εχθρικών ενόπλων δυνάμεων. Αυτό ακριβώς έκανε το Ισραήλ στη γη και στο λαό της Παλαιστίνης. Το Ισραήλ έχει δημιουργήσει μια παράνομη αποικιοκρατική επιχείρηση που αποσκοπεί στην άρνηση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού των Παλαιστινίων.
Στο διπλωματικό μέτωπο, την ίδια ημέρα σηματοδοτήθηκαν τα 52 χρόνια διεθνής καταδίκης, χωρίς όμως ούτε μιας συγκεκριμένης δράσης ώστε να καταστήσει το Ισραήλ υπεύθυνο για τις συστηματικές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ψηφισμάτων του ΟΗΕ.
Η διοίκηση του αμερικανικού προέδρου Donald Trump θέλει τώρα να προσθέσει ένα ιδιαίτερα πικρό κερασάκι πάνω σε όλα αυτά. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν τώρα την εξομάλυνση της κατοχής και των οικισμών του Ισραήλ προσπαθώντας να εξαγοράσουν τα παλαιστινιακά δικαιώματα με την παρουσίαση του λεγόμενου οικονομικού τους σχεδίου. Η διοίκηση Trump αποτελείται από έκπτωτους δικηγόρους και πράκτορες ακίνητης περιουσίας στη θέση των διπλωματικών εμπειρογνωμόνων, και η δική μας απάντηση είναι η εξής: “Η Παλαιστίνη δεν είναι προς πώληση”.
Σε μια προσπάθεια επίτευξης της ειρήνης μέσω μίας διαρκούς συμφωνίας, η Παλαιστίνη έχει ήδη κάνει μια επώδυνη παραχώρηση. Το 1988, ο Οργανισμός Απελευθέρωσης της Παλαιστίνης ανακήρυξε το κράτος της Παλαιστίνης στα σύνορα του 1967, εγκρίνοντας τα ψηφίσματα 242 και 338 του Συμβουλίου Ασφαλείας, μεταξύ όλων των άλλων σχετικών ψηφισμάτων, της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών και όλων των αρχών του Διεθνούς Δικαίου. Αυτή η ιστορική παραχώρηση σήμαινε την αναγνώριση της λύσης των δύο κρατών με το κράτος της Παλαιστίνης σε μόλις 22% των εδαφών της πατρίδας μας.
Η απάντηση του Ισραήλ σε αυτόν τον ιστορικό και επίπονο συμβιβασμό ήταν να επιταχύνει την παράνομη επιχείρηση εποικισμού. Στην πραγματικότητα, έχει τριπλασιαστεί ο αριθμός των εποίκων φτάνοντας στις 650.000 κατά τα τελευταία 20 χρόνια της ειρηνευτικής διαδικασίας.
Το Ισραήλ αντέδρασε και πάλι με περισσότερη βία στην Αραβική Ειρηνευτική Πρωτοβουλία του 2002, η οποία, με την υποστήριξη της Παλαιστινιακής Αρχής, προσέφερε στο Ισραήλ την πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων με 57 Αραβικές και Μουσουλμανικές χώρες σε αντάλλαγμα με την αποχώρηση από τα σύνορα του 1967 και μιας δίκαιης και συμφωνημένης λύσης για τους πρόσφυγες, βάσει της απόφασης 194 του ΟΗΕ, η οποία περιλαμβάνει το δικαίωμα επιστροφής.
Αυτό που επιδιώκει η Παλαιστίνη είναι η πλήρης εφαρμογή των διεθνώς αναγνωρισμένων και για πολύ καιρό αποστερημένων δικαιωμάτων μας. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Τον Φεβρουάριο του 2018, το Ισραήλ απέρριψε την Παλαιστινιακή Ειρηνευτική Πρωτοβουλία , την οποία παρουσίασε ο Πρόεδρος μου Μαχμούντ Αμπάς στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Το σχέδιο προέβλεπε τη σύγκληση διεθνούς ειρηνευτικής διάσκεψης, την έναρξη άμεσων διαπραγματεύσεων με το Ισραήλ και την εφαρμογή της Αραβικής Ειρηνευτικής Πρωτοβουλίας. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση Trump συνέχισε να διεξάγει έναν οικονομικό πόλεμο κατά της Παλαιστίνης, ενθαρρύνοντας τους ισραηλινούς εποικισμούς και νομιμοποιώντας τις ισραηλινές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου.
Η παράνομη αναγνώριση της Ιερουσαλήμ από τις ΗΠΑ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ αντικατοπτρίζει ότι το όραμά τους απέχει πολύ από την επίτευξη δίκαιης και διαρκούς ειρήνης μεταξύ των Ισραηλινών, των Παλαιστινίων και της υπόλοιπης περιοχής. Η διοίκηση Trump προσπαθεί να εξαναγκάσει την άνευ όρων παράδοσή μας και να επιβάλει όρους που αποσκοπούν στη νομιμοποίηση της ισραηλινής αποικιοκρατικής επιχείρησης.
Η Ουάσινγκτον έχει εμπλακεί σε μια διαδικασία που απειλεί να θέσει επικίνδυνα τετελεσμένα για τη διεθνή κοινότητα, όπως η νομιμοποίηση της απόκτησης γης με τη βία στις περιπτώσεις της Ιερουσαλήμ και των Συριακών Υψιπέδων του Γκολάν, καθώς και να στρώσει το έδαφος για την περαιτέρω προσάρτηση των κατεχόμενων από το Ισραήλ Παλαιστινιακών εδαφών – ένα έγκλημα πολέμου στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου.
Ωστόσο, η διοίκηση Trump δεν μπορεί να αποδεχθεί το δικαίωμα του λαού μας να ζει ελεύθερα και με αξιοπρέπεια. Η ομάδα της, αποτελούμενη από σκληροπυρηνικούς ιδεολόγους που στηρίζουν τους εποικισμούς με σκληρότερους ρυθμούς, οι οποίοι δεν διαθέτουν καν τις απαραίτητες γνώσεις διπλωματίας και δεν αναγνωρίζουν το διεθνές δίκαιο, μπορούν να δουν τον κόσμο μόνο μέσα από τα μάτια ενός CEO. Μιλούμε για εθνική απελευθέρωση, δικαιοσύνη και ισότητα, και αυτές οι αρχές δεν μπορούν ποτέ να χάσουν την αξία τους.
Θα πρέπει να εξετάσουμε το Οικονομικό Συνέδριο της Μανάμα και το Οικονομικό Σχέδιο των ΗΠΑ στο πλαίσιο αυτό. Δεν θα υπήρχε κανένα Συνέδριο στη Μανάμα του Μπαχρέιν χωρίς τον οικονομικό πόλεμο των ΗΠΑ εναντίον του παλαιστινιακού λαού, τη νομιμοποίηση των ισραηλινών οικισμών, τον στραγγαλισμό της Υπηρεσίας Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών (UNRWA), το κλείσιμο της αποστολής μας στην Ουάσιγκτον και το Αμερικανικό Προξενείο της Ιερουσαλήμ και η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο λέμε σε εκείνους που συμμετέχουν στη Μανάμα ότι θα πρέπει να καταστήσουν σαφές ότι αντιπροσωπεύουν απλώς τα συμφέροντά τους και όχι εκείνα του λαού της Παλαιστίνης.
Η οικονομική κρίση στην Παλαιστίνη δεν οφείλεται σε φυσική καταστροφή ή σε έλλειψη ανθρώπινων πόρων. Προέρχεται από την ισραηλινή κατοχή, την κλοπή της γης και των φυσικών πόρων, την πολιορκία του λαού μας και τη χρήση του εναέριου χώρου και της θαλάσσιας επικράτειάς μας.
Δεν πρόκειται για όμορφα γραφιστικά και για εντυπωσιακές χρωματιστές γραμμές. Όσο δεν υπάρχει παλαιστινιακή κυριαρχία στην οικονομία της, δεν θα υπάρξει ευημερία. Η βασική ιδέα παραμένει «Γη για την Ειρήνη», όχι το ψευδεπίγραφο σύνθημα «Ειρήνη για Ευημερία» που παρουσιάζεται στη Μανάμα.
Ο Μαρουάν Τουμπάσι είναι Πρέσβης του Κράτους της Παλαιστίνης στην Ελλάδα