«Παύση πληρωμών». Δύο λέξεις που εδώ και αρκετούς μήνες προκαλούν πανικό…αλλά και οργή στις οικονομικές και πολιτικές ελίτ του Βερολίνου, όταν ακούγονται από χείλη Ελλήνων ή ξένων οικονομικών αναλυτών. Κι όμως, η αυστηρή και άμεμπτη Γερμανία υπήρξε ο πρώτος διδάξας, «φεσώνοντας» χωρίς σκέψη τους ξένους δανειστές της. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο περιοδικό Der Spiegel, που προκάλεσε αίσθηση σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο ιστορικός Albrecht Ritschl χαρακτηρίζει τη Γερμανία σαν το μεγαλύτερο «μπαταχτσή» του 20ού αιώνα. Υποστηρίζει, μάλιστα, ότι ο οικονομικός αντίκτυπος από τις τρεις παύσεις πληρωμών που πραγματοποίησε η Γερμανία σε αυτή την περίοδο μπορούν να συγκριθούν μόνο με το χρηματοπιστωτικό σεισμό που προκάλεσε η κατάρρευση της Lehman Brothers.
Ενώ όμως η συνέντευξη του Ritschl αναμεταδόθηκε από δεκάδες μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ελάχιστοι ανέτρεξαν στις επιστημονικές εργασίες του διάσημου ιστορικού, όπου υπάρχουν κι άλλες πολύτιμες πληροφορίες για τις μεθόδους που χρησιμοποίησε το Βερολίνο προκειμένου να αποφύγει τις κρίσεις χρέους που αντιμετώπιζε. Μέθοδοι που περιλαμβάνουν τους επίσης «απαγορευμένους» όρους: «εθνικοποίηση των τραπεζών» και «έξοδος από το νομισματικό σύστημα». Ιστορίες παλιές αλλά και τρομακτικά επίκαιρες, που μας φέρνουν στις αρχές της δεκαετίας του ’30.
Στα σκοτεινά καμπαρέ του Βερολίνου –όπως ακριβώς τα περιέγραψε ο Μπομπ Φος στην ομώνυμη ταινία του– η Δημοκρατία της Βαϊμάρης έδινε τη θέση της στο ναζισμό. Μια δεκαετία που στηρίχτηκε στο συνεχή εξωτερικό δανεισμό έφτανε στο τέλος της, αποδεικνύοντας ότι η φαινομενική ευημερία οφειλόταν σε μια τεράστια οικονομική πυραμίδα που θα κατέρρεε από στιγμή σε στιγμή. Και οι πρώτοι που το αντιλήφθηκαν ήταν ορισμένοι τραπεζίτες και χρηματιστές στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού.
Το «μορατόριουμ Χούβερ»
Ιούνιος 1931. Ο Αμερικανός πρόεδρος Χέρμπερτ Χούβερ στέκεται όρθιος μπροστά σε μια κινηματογραφική μηχανή, διαβάζοντας ένα διάγγελμα προς τον αμερικανικό λαό και ολόκληρο τον κόσμο. Ανακοινώνει το λεγόμενο «μορατόριουμ Χούβερ», την απόφαση δηλαδή της Ουάσιγκτον να διακόψει για ένα χρόνο την πληρωμή των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων προς τη Γαλλία και τις ΗΠΑ. Ουσιαστικά, η Γερμανία είχε μόλις κηρύξει μία από τις μεγαλύτερες στάσεις πληρωμών στην παγκόσμια οικονομική ιστορία, με τη διαφορά ότι η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε να ανεχτεί αλλά και να νομιμοποιήσει την απόφαση αυτή.
Όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, στόχος της Ουάσιγκτον δεν ήταν φυσικά να βοηθήσει το γερμανικό λαό, που βίωνε με τραγικό τρόπο την παγκόσμια ύφεση, αλλά να διασώσει, έστω και προσωρινά, το τραπεζικό σύστημα και στις δυο όχθες του Ατλαντικού. Μια ενδεχόμενη ανεξέλεγκτη χρεοκοπία από την πλευρά της Γερμανίας θα είχε τρομακτικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, ενώ σε γεωπολιτικό επίπεδο θα ενίσχυε τη νεαρή τότε Σοβιετική Ένωση. Το τραπεζικό σύστημα ολόκληρης της Ευρώπης ήταν ήδη στα πρόθυρα της ολοκληρωτικής κατάρρευσης ύστερα από την πτώχευση της αυστριακής τράπεζας Kredit Anstalt.
Τελικά, το μορατόριουμ του Χούβερ αποδείχτηκε ανεπαρκές για να αντιμετωπίσει την κρίση κι έτσι η Γερμανία προχώρησε σε μια σειρά δραστικών πλην απαιτούμενων μέτρων. Καταρχάς, διέκοψε την αποπληρωμή των δανειακών της υποχρεώσεων. Ταυτόχρονα, επέβαλε περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, προκειμένου να αποφύγει τη διαρροή κεφαλαίων στο εξωτερικό, και εθνικοποίησε τις πέντε μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας.
Πρόκειται, δηλαδή, για τις ίδιες ακριβώς ενέργειες τις οποίες πραγματοποίησε πριν από μερικούς μήνες και η Ισλανδία, καταφέρνοντας όχι μόνο να διαφύγει τον κίνδυνο της οικονομικής κατάρρευσης, αλλά και να παρουσιάζει πλέον αξιοθαύμαστη ανάπτυξη. Μια παλιά και δοκιμασμένη συνταγή, η οποία όμως φαίνεται πως αφαιρέθηκε από τα νεοφιλελεύθερα εγχειρίδια χρήσης του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος…
Η Γερμανία των αρχών της δεκαετίας του ’30 όμως προχώρησε επίσης και στην αποχώρηση από το λεγόμενο «κανόνα χρυσού». Κατ’ αυτό τον τρόπο προσέφερε ευελιξία στη χάραξη της νομισματικής πολιτικής της και θεωρητικά μπορούσε να θέσει και πάλι την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης. Αν και ο «κανόνας χρυσού» δεν μπορεί φυσικά να συγκριθεί με μια σύγχρονη νομισματική ένωση, η αποχώρηση από αυτόν προσέφερε παρόμοια πλεονεκτήματα με αυτά που γνωρίζουν και όσες χώρες έχουν ανακτήσει τα μέσα άσκησης νομισματικής πολιτικής ύστερα από κάποια μεγάλη κρίση.
Είναι η πολιτική… ανόητε!
Στα κείμενά του ο Albrecht Ritschl, όπως και πολλοί άλλοι ιστορικοί και οικονομολόγοι, επισημαίνει ότι οι αποφάσεις για τη διαγραφή ή μη του χρέους λαμβάνονταν εντέλει με πολιτικά κριτήρια και όχι μόνο με οικονομικά. Σε όλες τις μεγάλες στάσεις πληρωμών της Γερμανίας, οι ΗΠΑ αποφάσιζαν να ανεχθούν ή ακόμη και να ενθαρρύνουν την αθέτηση αποπληρωμής του χρέους, δίνοντας προτεραιότητα στις γεωπολιτικές ισορροπίες. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι στην κρίση του 1931 το γερμανικό χρέος προς τις ΗΠΑ αντιστοιχούσε στο 10% των οφειλών που ανέμεναν οι ΗΠΑ από ολόκληρο τον πλανήτη.
Οι επιπτώσεις από τις στάσεις πληρωμών όχι μόνο δεν έφεραν την καταστροφή, όπως προβλέπουν αρκετές Κασσάνδρες σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά, αντιθέτως, αποτέλεσαν τους σημαντικότερους παράγοντες για τη δημιουργία του λεγόμενου «γερμανικού θαύματος». Ιδιαίτερα μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι περισσότερες πολεμικές αποζημιώσεις παραπέμφθηκαν για μετά την ενοποίηση των δύο Γερμανιών, η χώρα απέκτησε τρομακτικό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων ευρωπαϊκών κρατών, που είχαν δεχτεί την καταστροφική μανία της ναζιστικής πολεμικής μηχανής. Ουσιαστικά, το 1953 οι ΗΠΑ πραγματοποίησαν ένα γενναίο «κούρεμα» στο γερμανικό χρέος, εξαφανίζοντας την κρίση χρέους του Βερολίνου. Με αυτό τον τρόπο η Γερμανία βρέθηκε με το μικρότερο λόγο χρέους προς ΑΕΠ στην ιστορία της – ακριβώς τη στιγμή δηλαδή που, υπό κανονικές συνθήκες, η οικονομία της θα έπρεπε να βυθίζεται υπό το βάρος του εξωτερικού χρέους.
Θα πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι ακόμη και σε περιόδους όπου η Γερμανία κατέβαλλε κανονικά τα χρέη και τις πολεμικές αποζημιώσεις της, όπως την περίοδο του Μεσοπολέμου, ουδέποτε οι δαπάνες αυτές ξεπέρασαν το 5,6% του εθνικού εισοδήματος. Και μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως, το ποσοστό των εσόδων από τις γερμανικές εξαγωγές που δεσμευόταν για την αποπληρωμή του χρέους ήταν 3,5%. Αν εφαρμοζόταν και στην Ελλάδα η ίδια ρύθμιση που εφαρμόστηκε και για τη ναζιστική Γερμανία –με τη συνολική αξία των ελληνικών εξαγωγών το 2010 να ανέρχεται στα 16 δις ευρώ–, η χώρα θα έπρεπε να πληρώνει για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους 0,56 δις ευρώ ετησίως!
Θεωρητικά, η ανάπτυξη που επιτεύχθηκε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα τερματιζόταν απότομα, εάν η Γερμανία τηρούσε τις υποσχέσεις της και προχωρούσε σε πληρωμή των πολεμικών αποζημιώσεων μετά την ενοποίηση. Τότε όμως, σύμφωνα με τον Albrecht Ritschl, πραγματοποιήθηκε η τρίτη μεγάλη «στάση πληρωμών». Η απόφαση του τότε Γερμανού καγκελάριου Χέλμουτ Κολ να μην τροποποιήσει, ως όφειλε, τη Συμφωνία του Λονδίνου για το εξωτερικό χρέος του 1953 επέτρεψε στο Βερολίνο να μην πληρώσει όχι μόνο τις αποζημιώσεις, αλλά και τα δάνεια που είχε λάβει με τη δύναμη των όπλων κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με χρωστούμενα λεφτά, λοιπόν, κατάφερε να αντεπεξέλθει στο κόστος της ενοποίησης και να συνεχίσει σχετικά αλώβητη την πορεία της προς τον 21ο αιώνα.
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι, παρά τις τρεις μεγάλες παύσεις πληρωμών, η Γερμανία είχε φτάσει, στην αλλαγή της χιλιετίας, να χαρακτηρίζεται σαν «μεγάλος ασθενής» της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας, με την αύξηση της παραγωγικότητάς της να υπολείπεται ακόμη και της Ελλάδας. Μόνο ύστερα από το δεκαετές «πάγωμα» των γερμανικών μισθών και μέσα στο ανελαστικό πλαίσιο που έθετε η Ευρωζώνη, η χώρα κατάφερε να παρουσιάσει αυξημένη ανταγωνιστικότητα και να εμφανίζει πλέον πλεονάσματα, προκαλώντας ελλείμματα και χρέη στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Το γερμανικό θαύμα και το ευρωπαϊκό… τραύμα
Σε πρώτη ανάγνωση, οι γερμανικές κρίσεις χρέους φαντάζουν εντελώς διαφορετικές από τα φαινόμενα που παρατηρούνται τους τελευταίους μήνες στο σύνολο των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, και κυρίως στην Ελλάδα. Είναι γεγονός ότι οι περισσότερες στάσεις πληρωμών στον 20ό αιώνα αφορούσαν σε πολεμικές αποζημιώσεις, τις οποίες το Βερολίνο απέφευγε να πληρώσει, συνήθως με την ανοχή άλλων μεγάλων δυνάμεων. Η Γερμανία, λοιπόν, παρουσιάζεται ως μοναδικό φαινόμενο, το οποίο δεν προσφέρεται για αντιγραφή. Λάθος!
Καταρχάς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πρώτη κρίση χρέους που αντιμετώπισε η χώρα τον 20ό αιώνα σημειώθηκε πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και, συνεπώς, δεν οφείλεται σε κάποια αποτυχημένη πολεμική περιπέτεια. Η τρομακτική αύξηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ αποδίδεται από τους περισσότερους ιστορικούς στην αδυναμία του γερμανικού κράτους να φορολογήσει με αποδοτικό, και κυρίως δίκαιο, τρόπο τους πολίτες του. Η δεύτερη γερμανική αυτοκρατορία, που πήρε σάρκα και οστά το 1871, δεν κατάφερε ποτέ να δημιουργήσει λειτουργική φορολογική βάση. Όταν, λοιπόν, άρχισαν οι πολεμικές δαπάνες για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποκαλύφθηκε το σαθρό οικονομικό οικοδόμημα της χώρας, το οποίο κατάφερνε να επιβιώνει μόνο χάρη στο συνεχή δανεισμό.
Ακόμη όμως κι αν δεχτούμε ότι η Γερμανία αποτελεί «ειδική περίπτωση», γιατί καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα καλούνταν να πληρώσει τις πολεμικές της αμαρτίες, αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα την ουσία του ζητήματος – ότι, δηλαδή, η άρνηση πληρωμής χρεών (απ’ όπου κι αν αυτά προέρχονταν) όχι μόνο δεν μετέτρεψε τη Γερμανία σε κράτος-«παρία» των διεθνών αγορών, αλλά, αντιθέτως, χάρισε στη χώρα τρομακτικούς ρυθμούς ανάπτυξης, επιτρέποντας το λεγόμενο «γερμανικό θαύμα».
Άρης Χατζηστεφάνου
Επίκαιρα: 30/06/2011
Σχετικά θέματα: