Της Δήμητρας Μπέη
«Οι εικόνες αυτές είναι εικόνες ντροπής». «Αμαύρωσαν την ειρηνική διαμαρτυρία χιλιάδων κατοίκων». «Ύποπτοι μηχανισμοί». «Προβοκατόρικα στοιχεία». Δυστυχώς από χθες μια μερίδα της αριστεράς (τη δεξιά δεν έχει καν νόημα να την αγγίξουμε), έχει κάνει φετιχιστική σημαία της το κάλεσμα σε μη βία. Έχει υιοθετήσει το δόγμα του «καταδικάζουμε τη βία από όπου κι αν προέρχεται». Δόγμα που μόνο εργαλείο προπαγάνδας της άρχουσας τάξης έχει αποδειχθεί μέχρι στιγμής. Η βία είναι κατακριτέα. Εκτός αν την ασκεί η εξουσία. Εκεί είναι νόμιμη άμυνα. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος που έχει βιώσει τη φτώχεια, την καταπίεση και τον εξευτελισμό να επιδίδεται σε τέτοιες γενικολογίες;
Έχουν καταφέρει να μετατρέψουν έναν ολόκληρο πολιτικό χώρο, στο τέρας που θα έρθει να καταστρέψει την ήρεμη ζωούλα σου. Ή ακόμη χειρότερα που θα απειλήσει το σύννομο των διεκδικήσεών σου. Ένας χώρος που είναι ανάμεσα στους λίγους που σήκωσαν στην πλάτη τους όλη τη δυστυχία της κοινωνίας και επέλεξε πάνω από αυτό επιβάλλει ο νόμος να βάλει αυτό που επιβάλλει η αλληλεγγύη και η συντροφικότητα μετατρέποντας αυτή τη δυστυχία σε ελπίδα. Αυτός ο χώρος είναι που λοιδορείται. Αυτή η πολιτική ιδεολογία είναι που χαρακτηρίζεται μπάχαλο. Οι αναρχικοί είναι οι προβοκάτορες. Ενάντια σε αυτούς εκτοξεύονται λίβελοι από κάθε μεριά.
Έφτασε όμως η στιγμή κυρ Παντελή που βαφτίστηκες και εσύ αυτό που μισούσες.
Επικρατεί γενικά μια τάση στρουθοκαμηλισμού και μια μετατόπιση του συστημικού πολιτικού διαλόγου στην αφηρημένη έννοια της δημοκρατίας και όχι τόσο στις τάσεις που περιλαμβάνονται μέσα σε αυτή, τουλάχιστον σε ουσιαστικό και όχι σε επίπεδο λαϊκίστικης συσσώρευσης του «παραδοσιακού» ακροατηρίου του καθενός. Υπάρχει μια αγωνία για το ποιός θα αυτοχαρακτηριστεί περισσότερο δημοκράτης χωρίς να γίνεται εμβάθυνση πλέον στα πραγματικά περιστατικά που διαμορφώνουν τις απειλητικές για τη δημοκρατία συνθήκες. Και αυτή η ανάγκη για απόδειξη παρά για αντίδραση και πολιτική σύγκρουση δείχνει και το προβληματικό της κατάστασης. Μια χωλαίνουσα δημοκρατία που αγκομαχά να μας πείσει ότι είναι αυτό που διατείνεται, ανίκανη να επιδείξει οτιδήποτε άλλο.
Καλώς η κακώς όμως, η συζήτηση έχει πάψει προ πολλού να περιστρέφεται γύρω από έννοιες όπως η δημοκρατία. Και δεν υπάρχει πια ζήτημα ηθικής ανωτερότητας. Έχουμε κάνει την παραδοξότητα, κανονικότητα. Θεωρούμε υπολογίσιμο τον λόγο αυτών που υπηρετούν το προπύργιο της εξουσίας. Δεχόμαστε από αυτούς που προσκυνάνε την αστική δημοκρατία, που πλέον η σαπίλα της ζέχνει από χιλιόμετρα, να μας υποδεικνύουν να μη γίνουμε σαν τους άλλους.
Ας μας εξηγήσουν οι δημοκράτες λοιπόν πώς γίνεται όλοι να τάσσονται υπέρ της εξάλειψης της βίας αλλά εκείνη, παρόλα αυτά, να δεσπόζει ακόμα στις ζωές μας. Ας εξηγήσουν στο παιδί που δουλεύει από τα 15 για να επιβιώσει και σε όσους δέχονται τον εργοδοτικό πόλεμο τι σημαίνει βία. Ας εξηγήσουν στους μετανάστες, τις προσφύγισσες, τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα τι σημαίνει βία. Πραγματικά. Ας τους πείσουν ότι η δική τους θεώρηση της βίας είναι η σωστή. Ας τους πείσουν ότι ο κάδος που καίγεται και το σπασμένο πεζοδρόμιο αξίζουν περισσότερο από τις ζωές τους. Και όταν το καταφέρουν, ας τους καταδικάσουν. Ας τους πούνε ότι η βία που δέχονται είναι φενάκη. Ότι η οργή που νιώθουν αρμόζει να διοχετευτεί μονάχα σε πολιτισμένους, φιλοσοφικοπολιτικούς διαλόγους με έξτρα πολιτισμό σε τηλεοπτικά παράθυρα, τη στιγμή που τους δολοφονούν, τους σπάνε τα κεφάλια, τους βασανίζουν στη ΓΑΔΑ, τους εξαντλούν ηθικά και οικονομικά με πολύχρονες δίκες και τους στιγματίζουν μόνο και μόνο επειδή αγωνίζονται για κάτι διαφορετικό. Για κάτι που σίγουρα δε συνάδει με την υπέροχη δημοκρατία τους. Ας καταδικάσουν τη «βία» τους λοιπόν.
Όχι. Η βία των κυρίαρχων δεν είναι η ίδια με την αντιβία των κυριαρχούμενων.
Ο φιλόσοφος Ζώρζ Λαμπικά έλεγε ότι η βία των καταπιεσμένων δεν συνιστά επιλογή, αλλά αποτέλεσμα της βίας που υφιστάμεθα, της βίας που είναι σύμφωνη με ένα σύστημα εκμετάλλευσης. Οι καταπιεσμένοι δεν επιλέγουν τη βία. Αναγκάζονται να καταφύγουν σε αυτή ακόμη κι αν το μοναδικό μέσο αντίστασης είναι το ίδιο τους το σώμα. Υπάρχει ένα σύστημα που παράγει οδύνη. Έλεγε, ότι αν την παρουσιάσουμε σαν επιλογή κρύβουμε την αιτία της. Και η αιτία της είναι το σύστημα καταπίεσης που δεν «σηκώνει» από διάλογο. Ένα σύστημα φύσει βίαιο. Ένα σύστημα που δεν ανατρέπεται με επικλήσεις σε έναν ανώτερο Θεό.
Μακάρι όλες οι διαφορές που γεννώνται μέσα από την κοινωνική αλληλεπίδραση να αποτελούσαν στοιχεία λεκτικών αντιπαραθέσεων σε συνελεύσεις. Μακάρι. Αλλά αυτό που είδαμε χθες από την πλευρά του κράτους δεν ήταν λεκτική αντιπαράθεση. Ήταν λυσσασμένοι εντολοδόχοι να αποζητούν αίμα με τα όπλα παρατεταμένα. «Πάμε να τους σκοτώσουμε». «Τελείωσαν». Αυτά φωνάζανε. Και όποιος θέλει να εθελοτυφλεί ας το κάνει. Αλλά ας πάψει επιτέλους να κουνάει το δάχτυλο.
Η πραγματική δημοκρατία δε χωράει σε ανακοινώσεις και δελτία τύπου. Και φυσικά δεν βρίσκεται μέσα σε εξουσιαστικές δομές. Βρίσκεται στη μάνα που πήρε το παιδί της στην πορεία. Βρίσκεται στις συντρόφισσες και τους συντρόφους που κάνουν κάθε φορά ασπίδα το σώμα τους και συγκρούονται στο δρόμο με όποιον επιχειρεί να τους φιμώσει. Βρίσκεται στις καταλήψεις μέσα στις οποίες ανθίζει η ελευθερία. Βρίσκεται στη συλλογική οργάνωση και τον κοινό αγώνα ενάντια στο κράτος. Γιατί του κράτους αδερφή είναι η βία. Όχι δικιά μας. Σίγουρα πάντως δε βρίσκεται στις ίσες αποστάσεις.