του Φώτη Μπενλίσοϊ
Πηγή: ΠΡΙΝ
Θα είναι τουλάχιστον αφελές να νομίζουμε ότι οι συνέπειες της γενοκτονίας στη Γάζα θα μείνουν «εκεί», μακριά, στην αποικία. Εδώ και χρόνια, το Ισραήλ εξάγει σ’ όλο τον κόσμο τις μεθόδους με τις οποίες ένας ολόκληρος λαός χαρακτηρίζεται τρομοκράτης και η ύπαρξή του σβήνεται. Όλα αυτά δοκιμάζονται στο «παλαιστινιακό εργαστήριο», πάνω στον πιο απανθρωποποιημένο πληθυσμό του πλανήτη.
Ο Νίκος Πουλαντζάς, σε ένα σημείο –ίσως και το πιο συχνά μνημονευόμενο– του έργου του Φασισμός και Δικτατορία, γράφει ότι δεν συμφωνεί με τον ισχυρισμό του Horkheimer πως «όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό, δεν πρέπει να ανοίγει το στόμα του και στο θέμα του φασισμού», και προσθέτει: «στην πραγματικότητα, δεν πρέπει να ανοίγει το στόμα του στο θέμα του φασισμού όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον ιμπεριαλισμό». Πραγματικά, η άνοδος του φασισμού στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα μπορεί να θεωρηθεί μια πολιτική αντίδραση την οποία υποδαύλισε η κρίση του ιμπεριαλιστικού συστήματος, δηλαδή το ότι, καθώς βάθαινε ο ανταγωνισμός και η σύγκρουση ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές, το διεθνές σύστημα γινόταν ολοένα και πιο εύθραυστο και στρατιωτικοποιημένο.
Κατά παρόμοιο τρόπο, και στις μέρες μας δεν είναι δυνατόν να μη βλέπουμε ότι η κρίση ηγεμονίας μέσα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα –κρίση η οποία υποδαυλίζει τον σοβινισμό, την ξενοφοβία, και τον μιλιταρισμό– συνδέεται με την άνοδο των φασιζόντων ή φασιστικών (έστω με διαφορετικούς προσδιορισμούς, όπως μετα-, πρωτο-, νεο-, παρα-φασιστικών) ρευμάτων. Σήμερα βέβαια, αυτό που κυρίως καθορίζει τις διεθνείς σχέσεις είναι η «σχετική» υποχώρηση των ΗΠΑ από τη θέση ισχύος τους ως παγκόσμιου ηγεμόνα και, ως αποτέλεσμα αυτής της υποχώρησης, η κρίση ηγεμονίας που εκδηλώνεται στο διεθνές σύστημα.
Αυτή η κρίση καθιστά το διεθνές σύστημα όλο και πιο ανταγωνιστικό και στρατιωτικοποιημένο. Οι ΗΠΑ δυσκολεύονται να λάβουν υπόψη τους τις «αναδυόμενες» δυνάμεις, και ο χώρος μέσα στον οποίο μπορούν να κινηθούν περιορίζεται· βρίσκονται ειδικά αντιμέτωπες με τον οικονομικό, χρηματοοικονομικό, τεχνολογικό, διπλωματικό και – όλο και περισσότερο – στρατιωτικό ανταγωνισμό της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, μιας «αναπτυσσόμενης ιμπεριαλιστικής δύναμης», σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Au Loong-yu.
Εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε εξαρχής ένα κρίσιμο σημείο: θα είναι τραγικό λάθος να θεωρήσουμε ότι μια γεωστρατηγική μεταβολή στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα θα πραγματοποιηθεί χωρίς ισχυρούς κλυδωνισμούς, αυτόματα (για παράδειγμα ως συνέχεια της γραμμικής αύξησης της οικονομικής δύναμης της Κίνας).
Αυτή η ιδέα βασίζεται στη λαθεμένη αντίληψη ότι ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε χωρίς «βία». Είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ θα επιστρατεύσουν όλες τους τις δυνάμεις για να αποτρέψουν έναν γεωστρατηγικό μετασχηματισμό τέτοιου μεγέθους, δηλαδή την «αποδυτικοποίηση» στην ιεραρχία του διεθνούς συστήματος.
Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, παρόλο που οι ΗΠΑ προφανώς δεν βρίσκονται πια στη θέση παντοδυναμίας στην οποία βρίσκονταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, έχουν πάντως τη μερίδα του λέοντος στις στρατιωτικές δαπάνες (οι μισές στρατιωτικές δαπάνες, παγκοσμίως, πραγματοποιούνται από τις ΗΠΑ), και ηγούνται του ΝΑΤΟ. Δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε ότι οι ΗΠΑ θα αναγκαστούν μέσα στο επόμενο διάστημα να κάνουν πιο συχνά χρήση αυτής της σχετικής ανωτερότητάς τους στο στρατιωτικό πεδίο, ώστε να αναχαιτίσουν τους πιθανούς ανταγωνιστές τους.
Κάθε παρόμοια μεταβολή στη γεωπολιτική ισχύ στη μακρά ιστορία του καπιταλισμού πραγματοποιήθηκε μόνο ως αποτέλεσμα μεγάλων συγκρούσεων και μακροχρόνιων ισχυρών κλυδωνισμών. Είναι μάλλον περιττό να υπενθυμίσουμε ότι οι γεωπολιτικοί κλυδωνισμοί τους οποίους προκάλεσε στις αρχές του 20ου αιώνα η υποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας και η εμφάνιση κέντρων εξουσίας ανταγωνιστικών προς αυτή κράτησαν ως την επαύριο του Β’ παγκόσμιου πολέμου, οπότε και εδραιώθηκε μια νέα ισορροπία.
Ο «κλασικός φασισμός» του Μεσοπολέμου αναπτύχθηκε, σύμφωνα με την έκφραση του ιστορικού George Mosse, ως συνέπεια της «κανονικοποίησης της βίας» στο πολιτικό πεδίο, μέσα από την εμπειρία του ολοκληρωτικού πολέμου. Και σήμερα υπάρχει ένα παρόμοιο δυναμικό. Η αστάθεια την οποία προκαλεί στο διεθνές σύστημα η τεκτονική μεταβολή προς τα ανατολικά από τη μία ενθαρρύνει την άνοδο του μιλιταρισμού, ενώ από την άλλη ωθεί και συγκεκριμένους τομείς του κεφαλαίου σε αυταρχικές αναζητήσεις.
Για παράδειγμα, το φαινόμενο Τραμπ μπορεί κάλλιστα να αναλυθεί σαν μια αντίδραση στη μεταβολή γεωπολιτικής ισχύος που έχει προκληθεί από τη σχετική υποχώρηση των ΗΠΑ και την άνοδο της Κίνας ως εναλλακτικού παγκόσμιου υποψήφιου ηγεμόνα.
Όσο για το ευρωπαϊκό κατεστημένο προσφέρει κι αυτό ένα άλλο παράδειγμα της αντίδρασης στην οποία αναφερθήκαμε: μην μπορώντας να ξεπεράσει την κρίση νομιμοποίησης στην οποία βρίσκεται και φρίττοντας μπροστά στην προοπτική μιας πιθανής νίκης του Τραμπ το ερχόμενο φθινόπωρο, υιοθετεί μιλιταριστικές τάσεις με στόχο να δημιουργήσει μια «πολεμική οικονομία» στο πλαίσιο του πολέμου της Ουκρανίας· αναζητεί τελικά τη λύση στον προσεταιρισμό ορισμένων «εξημερωμένων» στοιχείων της ακροδεξιάς. Πρόκειται για μια διαδικασία που ξεκίνησε με την ανάδειξη της Μελόνι σε ευυπόληπτη πολιτικό και που πιθανότατα θα συνεχιστεί με τη Λεπέν, η οποία πρέπει λιγάκι να «διαπαιδαγωγηθεί» σε θέματα Ρωσίας και θεσμών της ΕΕ.
Επομένως, η σχετική υποχώρηση των ΗΠΑ και η κυριαρχία ενός «πολυπολικού» διεθνούς συστήματος με τίποτα δεν συνεπάγεται μια πιο «ειρηνική» ή πιο δημοκρατική και δίκαιη διεθνή τάξη. Και οι προσδοκίες ότι μια πολυπολική παγκόσμια τάξη θα εξασφαλίσουν μεγαλύτερο πεδίο δράσης στους κοινωνικούς αγώνες πάσχουν από μια παραπλανητική αισιοδοξία.
Αντιθέτως, καθώς το διεθνές σύστημα γίνεται πιο ανταγωνιστικό, είναι πιθανό τα μεγάλα αντιπολιτευτικά κοινωνικά κινήματα να έρχονται όλο και πιο συχνά αντιμέτωπα με τον κίνδυνο να γίνουν αντικείμενο οικειοποίησης ή εργαλειοποίησης από τη μία ή την άλλη μεγάλη ή περιφερειακή δύναμη. Επιπλέον, η κρίση του ιμπεριαλιστικού συστήματος, υποδαυλίζοντας τον μιλιταρισμό και τον εθνικισμό, έχει και τη συνέπεια να ωθείται το πολιτικό κέντρο ακόμα περισσότερο προς τα δεξιά.
Με άλλα λόγια, η κρίση ηγεμονίας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα σημαίνει ένα πιο εύθραυστο, ανταγωνιστικό, και επομένως ευεπίφορο στις συγκρούσεις διεθνές πλαίσιο. Όπως τονίζει ο John Smith, «ένας πολυπολικός καπιταλιστικός κόσμος, δηλαδή ένας κόσμος όπου ανταγωνίζονται για ισχύ αντίπαλοι ηγεμόνες και υποψήφιοι ηγεμόνες, σημαίνει ένας κόσμος που βρίσκεται σε πόλεμο».
Η γενοκτονική επιθετικότητα του Ισραήλ εναντίον της Γάζας πρέπει να γίνει κατανοητή μέσα σ’ αυτό το διεθνές πλαίσιο όπου η κρίση έχει γίνει τρόπον τινά η νόρμα, και οι στρατιωτικές συγκρούσεις έχουν κανονικοποιηθεί. Η γενοκτονία στη Γάζα είναι βέβαια μια συνέχεια του εποικιστικού αποικιοκρατικού πρότζεκτ του Ισραήλ. Ωστόσο, θα είναι τουλάχιστον αφελές να νομίζουμε ότι οι συνέπειες αυτού του εγχειρήματος θα μείνουν «εκεί», μακριά, στην αποικία. Η Παλαιστίνη είναι σήμερα ένα από τα κρίσιμα κομβικά σημεία της κρίσης του ιμπεριαλιστικού συστήματος, και το πώς τελικά θα λυθεί ο εν λόγω κόμβος είναι ένα ζήτημα που θα καθορίσει μακροπρόθεσμα τη μοίρα του διεθνούς συστήματος.
Άλλωστε, η γενοκτονία στη Γάζα εξελίχθηκε απ’ την αρχή σαν ένα «διεθνές εγχείρημα» συντονισμένο και οργανωμένο από κοινού από τα δυτικά αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη και το Ισραήλ. Έγινε προσπάθεια η γενοκτονική βία να αποκτήσει στο διεθνές στερέωμα ένα φωτοστέφανο νομιμοποίησης.
Η κανονικοποίηση κατ’ αυτό τον τρόπο της γενοκτονίας, η αποδοχή και υποστήριξή της, και επιπλέον η ποινικοποίηση και αντιμετώπιση με βία των αντιδράσεων ενάντια στη γενοκτονία, και η δυσφήμισή τους ως αντισημιτικών, επιτείνει, ειδικά στον παγκόσμιο Βορρά, την κατολίσθηση προς τον αυταρχισμό, καθώς εμπεδώνει την εχθρότητα εναντίον των μεταναστών, την αστυνομική βία, το ρατσιστικό καθεστώς των συνόρων. Αυτό είναι που εξηγεί και το ότι ο γενοκτονικός πόλεμος αποτελεί αέρα στα πανιά σχεδόν όλων των ακροδεξιών / φασιζόντων κινημάτων του κόσμου.
Δεν είναι τυχαίο ότι στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του Μιλέι στην Αργεντινή, στις διαδηλώσεις του Vox στην Ισπανία, και στις εκδηλώσεις των οπαδών της Λεπέν στη Γαλλία κυματίζουν σημαίες του Ισραήλ, κι ότι όλες αυτές οι πολιτικές δυνάμεις υιοθετούν μια επιθετική στάση ενάντια στις εκδηλώσεις αλληλεγγύης προς την Παλαιστίνη.
Το Ισραήλ, από την άλλη, είναι ικανοποιημένο με τα σημαντικά κέρδη των ακροδεξιών μορφωμάτων στις ευρωεκλογές· προφανές σημάδι ότι η σχέση Ισραήλ και ακροδεξιάς είναι αμοιβαία. Πρόκειται για μια σύγχρονη επιβεβαίωση της εγγενούς σχέσης αποικιοκρατίας και φασιστικής βίας.
Το 1936, ο George Padmore, από τους πρωτοπόρους του αντιαποικιακού αγώνα στην Αφρική, περιέγραφε την εποικιστική αποικιοκρατία ως το «πεδίο αναπαραγωγής της φασιστικής νοοτροπίας η οποία σήμερα έχει αφεθεί ελεύθερη στην Ευρώπη». Σύμφωνα με τον ίδιο, η Νότια Αφρική, παράδειγμα, όπως ακριβώς και το Ισραήλ, εποικιστικής αποικιοκρατίας, ήταν το «κλασικό φασιστικό κράτος του κόσμου», που είχε εγκαθιδρυθεί πάνω στο θεμέλιο της «φυλετικής ενότητας εναντίον της τάξης».
Ο Aimé Césaire, ποιητής και επαναστάτης από τη Μαρτινίκα, περιέγραφε τον φασισμό ως την «εν είδει μπούμερανγκ» επιστροφή στη μητρόπολη της ιμπεριαλιστικής και αποικιακής βίας την οποία ο Padmore ονόμαζε «αποικιοκρατικό φασισμό»: «Και μετά, μια ωραία μέρα, η αστική τάξη ξυπνάει μ’ ένα τρομακτικό φαινόμενο μπούμερανγκ: οι Γκεστάπο έχουν πιάσει δουλειά, οι φυλακές είναι γεμάτες, οι βασανιστές έχουν κάτσει γύρω απ’ τον πάγκο των βασανιστηρίων και συζητάνε τις νέες τους εφευρέσεις και το πώς θα εξελίξουν τη δουλειά τους».
«Φαινόμενο μπούμερανγκ» σημαίνει ότι οι πολιτικές καταστολής και τρομοκράτησης που εφαρμόζονται στην αποικία αναπόφευκτα θα επηρεάσουν και τους αποικιοκράτες: οι ίδιες τεχνικές πειθάρχησης και καταστολής με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα εφαρμοστούν τελικά και στη «μητρόπολη».
Με άλλα λόγια, οι τεχνικές και οι θεσμοί διαχείρισης – καταστολής – πειθάρχησης που αναπτύσσονται εξαιτίας της αποικιοκρατίας κάποια στιγμή επιστρέφουν και στους αποικιοκράτες και αρχίζουν να ισχύουν και γι’ αυτούς. Σύμφωνα μ’ αυτή την προσέγγιση, αυτό που έκανε ο Ναζισμός στα μέσα του 20ου αιώνα συνίσταται σε μεταφορά στην ευρωπαϊκή ήπειρο των πολιτικών φυλετικής ιεραρχίας, συλλογικής τιμωρίας, τρομοκράτησης και σφαγής οι οποίες εφαρμόζονταν εκτός Δύσης. Είναι αναπόφευκτο να εμφανιστεί το ίδιο φαινόμενο μπούμερανγκ και ως συνέπεια του γενοκτονικού πολέμου στη Γάζα.
Στην πραγματικότητα το ίδιο το Ισραήλ έχει προ πολλού καταστεί ο «ναός» αυτού του φαινομένου μπούμερανγκ. Εδώ και χρόνια, το Ισραήλ εξάγει σ’ όλο τον κόσμο τις μεθόδους με τις οποίες ένας ολόκληρος λαός χαρακτηρίζεται τρομοκράτης κι η ύπαρξή του σβήνεται.
Στα υπό κατοχή εδάφη, τα οποία ο Antony Lowestein ονομάζει «παλαιστινιακό εργαστήριο», δοκιμάζονται πάνω στον πιο απανθρωποποιημένο πληθυσμό του πλανήτη οπλικά συστήματα, τακτικές ασύμμετρου πολέμου και αντιμετώπισης ανταρτοπολέμου, τεχνικές παρακολούθησης και «εξουδετέρωσης» όσων αντιστέκονται, τεχνολογίες παρακολούθησης και συνοριακά τείχη. Όλο αυτά στη συνέχεια χρησιμοποιούνται κι εφαρμόζονται στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη, στα συνοριακά καθεστώτα, στην παρακολούθηση ακτιβιστών και αντιφρονούντων και στις τακτικές της στρατιωτικοποιημένης αστυνομίας.
Λαμβάνοντας υπόψιν αυτές τις εξαγωγικές δυνατότητες του Ισραήλ, η γενοκτονία η οποία λαμβάνει χώρα στη Γάζα μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου είναι ένας εξαιρετικά επικίνδυνος οιωνός. Ο πρόεδρος της Κολομβίας, Gustavo Petro, εκφώνησε τον περασμένο Δεκέμβριο στη σύνοδο για το κλίμα (COP28) μια ομιλία που υποδείκνυε ακριβώς αυτό τον κίνδυνο.
Σύμφωνα με τον Petro, η φρίκη με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπος ο παλαιστινιακός λαός πρέπει να θεωρηθεί μια «πρόβα τζενεράλε του μέλλοντος»: εκατομμύρια άνθρωποι στον παγκόσμιο Νότο που θα γίνουν θύματα της κλιματικής κρίσης και θα αναγκαστούν να μεταναστεύσουν θα βρουν απέναντί τους τη βία και τη βαρβαρότητα των πλούσιων χωρών· η φρίκη της Γάζας θα γενικευτεί και θα κατευθυνθεί αυτή τη φορά ενάντια στα θύματα της κλιματικής κρίσης. Στις μέρες μας, που, καθώς η οικολογική κρίση βαθαίνει, συζητιέται η πιθανότητα να δημιουργηθεί ένα κλιματικό απαρτχάιντ, δεν θα είναι καθόλου περίεργο να χρησιμεύσει ως μοντέλο το απαρτχάιντ του Ισραήλ. Άλλωστε, η γενοκτονική βία που εφαρμόζεται στο «παλαιστινιακό εργαστήριο» είναι τρόπον τινά ένα εφαλτήριο για τους φασισμούς που τώρα διαμορφώνονται ή οργανώνονται.
Επομένως, όσα γίνονται σήμερα στη Γάζα δεν είναι μια εξαίρεση, ένα απομεινάρι πολιτικών και πολιτισμικών συγκρούσεων του παρελθόντος. Δεν πρόκειται για μια περιφερειακή σύγκρουση που είναι προϊόν ενός «λειψού» ή «αργοπορημένου» εκσυγχρονισμού, μιας «καθυστέρησης», μιας προσκόλλησης στην παράδοση, ούτε για τα παρεπόμενα ενός παλιομοδίτικου ιμπεριαλισμού. Η Παλαιστίνη είναι ο προάγγελος του σκότους που μας περιμένει στο μέλλον αν δεν επέμβουμε, αν δεν αντισταθούμε· ο γκρεμός στο χείλος του οποίου είμαστε, όπου θα πέσουμε αν δεν τραβήξουμε το φρένο έκτακτης ανάγκης. Η Παλαιστίνη είναι το αρχέτυπο ενός αποικιοποιημένου μέλλοντος.
Γι’ αυτό τον λόγο είναι σημαντικό να είμαστε αλληλέγγυοι με τον παλαιστινιακό λαό, να σταθούμε δίπλα στην παλαιστινιακή αντίσταση ενάντια στην αποικιοκρατία. Γι’ αυτό και είναι ελπιδοφόρο το ότι διαρκώς μεγαλώνει και ριζοσπαστικοποιείται αυτό το κίνημα αλληλεγγύης – ενώ γίνεται προσπάθεια να ποινικοποιηθεί, να καταπνιγεί, να χαρακτηριστεί αντισημιτικό.
Αυτό το παγκόσμιο κίνημα έχει ήδη φέρει ΗΠΑ και Ισραήλ αντιμέτωπα με μια κρίση νομιμοποίησης. Ήδη έχουν ανοίξει ρωγμές στο κλίμα υποστήριξης προς το Ισραήλ που αναπτύχθηκε στη Δύση μετά την 7η Οκτωβρίου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο Μπάιντεν, καθώς και Ευρωπαίοι ηγέτες όπως ο Μακρόν, να προσπαθούν όλο και περισσότερο να αποστασιοποιηθούν από τον Νετανιάχου.
Το κίνημα αλληλεγγύης με τον παλαιστινιακό λαό έχει ως επακόλουθο μια ριζοσπαστικοποίηση η οποία προκαλεί ανησυχία στις σημερινές κυβερνήσεις, από τη Μέση Ανατολή ως την Ευρώπη και την Αμερική. Η γενοκτονία γίνεται ένα ζήτημα χάρη στο οποίο καθίσταται δυνατό να ασκηθεί κριτική στη φύση του διεθνούς συστήματος -η οποία έχει διαμορφωθεί από τον ρατσισμό και την αποικιοκρατία- και να αμφισβητηθεί ο άνισος και ασύμμετρος χαρακτήρας του, καθώς και να αποκαλυφθεί η συνενοχή του καπιταλιστικού συστήματος στη γενοκτονία.
Η αλληλεγγύη με την Παλαιστίνη δεν φέρνει απλώς σε δύσκολη θέση τις κυβερνήσεις που στηρίζουν το Ισραήλ· έχει ως συνέπεια να πολιτικοποιούνται όλα τα πεδία, από τα πανεπιστήμια ως τους καλλιτεχνικούς θεσμούς, από τα φεστιβάλ κινηματογράφου ως τους αγώνες ποδοσφαίρου, και ως τη Γιουροβίζιον. Ο David McNally, αναφερόμενος σ’ αυτή την κατάσταση, λέει πως στην παρούσα συγκυρία υπάρχει το δυναμικό μιας «στιγμής Βιετνάμ».
Η Παλαιστίνη ως «μαλακό υπογάστριο του Καθεστώτος του Παλατιού»
Ένα από τα θύματα αυτής της δυναμικής ριζοσπαστικοποίησης είναι και η εξουσία στην Τουρκία, η οποία έχει συνηθίσει να χρησιμοποιεί το παλαιστινιακό ζήτημα για να συσπειρώσει την κοινωνική της βάση. Το καθεστώς, που στην αρχή θεώρησε ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει προς όφελός του την οργή για το Ισραήλ, κι ότι θα μπορούσε να κρατήσει αυτή την οργή υπό τον έλεγχό του, κατέληξε να κοιτάζει με μεγάλη αμηχανία και θυμό το παλαιστινιακό ζήτημα να στρέφεται εναντίον του.
Το κίνημα αλληλεγγύης με τον παλαιστινιακό λαό εξέθεσε τη διπλοπροσωπία της εξουσίας σε σχέση με την Παλαιστίνη και ανέδειξε τις οικονομικές σχέσεις που συντηρούν την ισραηλινή πολεμική μηχανή· αυτό επέφερε σοβαρά πλήγματα στην κυριαρχία του καθεστώτος σ’ αυτό το θέμα, και είχε επίδραση ως και στα τελευταία εκλογικά αποτελέσματα.
Η Παλαιστίνη έγινε το μαλακό υπογάστριο του Καθεστώτος του Παλατιού. Είναι απαραίτητο αυτή η δυναμική να δυναμώσει και να γενικευτεί· το κομμουνιστικό κίνημα, βγαίνοντας μπροστά ως εκπρόσωπος του παλαιστινιακού αγώνα, της παλαιστινιακής αντίστασης, να επιτεθεί με επιμονή στη διπλοπροσωπία της εξουσίας σ’ αυτό το θέμα και στους δεσμούς του κεφαλαίου με τον μηχανισμό της γενοκτονίας.
Η εναντίωση στην επιθετικότητα του Ισραήλ δεν είναι, δεν πρέπει να είναι, μόνο μια πρωτοβουλία αλληλεγγύης μ’ έναν καταπιεζόμενο λαό. Ο Eric Hobsbawn, στο κλασικό έργο του Αιώνας των Άκρων, χαρακτηρίζει την περίοδο από το 1914 ως το 1945 ως «εποχή καταστροφής»: «Οι δεκαετίες από το ξέσπασμα του Α’ παγκόσμιου πολέμου ως την επαύριο του Β’ ήταν μια Εποχή Καταστροφής για αυτή την [αστική] κοινωνία. Για σαράντα χρόνια έπεφτε από τη μια συμφορά στην άλλη. Υπήρχαν περίοδοι που ακόμα και ευφυείς συντηρητικοί απέφευγαν να στοιχηματίσουν ότι αυτή η κοινωνία θα επιβίωνε».
Η γενοκτονία στη Γάζα υποδεικνύει την πιθανή αρχή μιας νέας εποχής καταστροφής σ’ αυτό τον αιώνα κατά τον οποίο ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και οικολογική κρίση διαπλέκονται. Οι Παλαιστίνιοι, και ενσαρκωμένη σ’ αυτούς όλη η ανθρωπότητα, βρίσκονται σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, στο κατώφλι μιας Nakba, μιας νέας εποχής καταστροφής.
Μπορούμε να σταθούμε απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση έκτακτης ανάγκης / καταστροφή, μόνο με μια άλλη, πραγματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης που να είναι κτήμα όσων έχουν περάσει μια Nakba, αυτών που έχουν βιώσει την καταστροφή –δηλαδή με μια μεγάλη, ξεσηκωτική ουτοπία.
*Ο Φώτης Μπενλίσοϊ κατοικεί στην Κωνσταντινούπολη, είναι συνιδρυτής των εκδόσεων Ιστός και μέλος του ΤΙΡ.
Το πρωτότυπο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Ayrım στις 13 Ιουνίου.
Μετάφραση από τα τουρκικά: Ιλεάνα Μορώνη