Πηγή: www.telesurenglish.net
Το να γεννηθεί κάποιος πλούσιος στις ΗΠΑ αποτελεί καθοριστικότερο παράγοντα επιτυχίας από ότι οι ακαδημαϊκές του επιδόσεις, σύμφωνα με μία νέα έρευνα του Κέντρου για την Εκπαίδευση και το Ανθρώπινο Δυναμικό του Πανεπιστημίου Georgetown (CEW).
«Οι άνθρωποι με ταλέντο συνήθως δεν επιτυγχάνουν. Αυτό που ανακαλύψαμε μέσω αυτής της έρευνας είναι ότι οι ταλαντούχοι άνθρωποι οι οποίοι προέρχονται από μη προνομιούχα περιβάλλοντα τα καταφέρνουν τόσο καλά όσο λιγότερο ταλαντούχοι άνθρωποι από προνομιούχα περιβάλλοντα», εξήγησε ο επικεφαλής της έρευνας Άντονι Καρνεβάλε.
Οι ερευνητές αξιολόγησαν την νοημοσύνη βάσει μαθηματικών τεστ, βλέποντας τις επιδόσεις από το νηπιαγωγείο μέχρι την ενηλικίωση. Εν συνεχεία κατηγοριοποίησαν τους μαθητές βάσει της κοινωνικοοικονομικής τους θέσης λαμβάνοντας υπόψη: το οικογενειακό εισόδημα, την εκπαίδευση και το εργασιακό κύρος των γονιών τους.
Έτσι η έρευνα έδειξε ότι ένα παιδί προερχόμενο από το χαμηλότερο 25% του κοινωνικοοικονομικού φάσματος που έχει υψηλές επιδόσεις στα τεστ στο νηπιαγωγείο έχει μόλις 30% πιθανότητα να λάβει πανεπιστημιακή εκπαίδευση και μια πρώτη εργασία με καλές απολαβές. Στον αντίποδα ένα παιδί προερχόμενο από το ανώτερο 25% του φάσματος έχει 70% πιθανότητα να επιτύχει στους τομείς αυτούς παρά το γεγονός ότι είχε χαμηλές επιδόσεις στα τεστ.
Η ίδια κατάσταση εξακολουθεί να υφίσταται καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν. Παρά τις καλές σχολικές επιδόσεις, φτωχοί μαθητές λυκείου έχουν λιγότερες πιθανότητες από εύπορους συμμαθητές τους να γραφτούν στο Πανεπιστήμιο, να παρακολουθήσουν τέσσερα χρόνια και να λάβουν το πτυχίο.
«Εν ολίγοις, το σύστημα συνωμοτεί εναντίον των παιδιών από φτωχές οικογένειες, και ειδικότερα εναντίον των παιδιών αφροαμερικανικής ή λατινοαμερικανικής καταγωγής», καταλήγουν οι ειδικοί. Η έρευνα έδειξε επίσης ότι τα εύπορα παιδιά απολαμβάνουν ένα «δίκτυ ασφαλείας» που τους αποτρέπει από να μένουν πίσω σε σχέση με άλλα παιδιά.