«Στις Φιλιππίνες δεν έχει μείνει ζωντανό ούτε ένα μωρό να κλάψει για τη νεκρή μητέρα του». Αν και η φράση θα μπορούσε να έχει ακουστεί σε κάποιο δακρύβρεχτο δελτίο ειδήσεων δυτικών μέσων ενημέρωσης για τα αποτελέσματα του τυφώνα Χαϊγιάν, στην πραγματικότητα ανήκει στον Μαρκ Τουέιν και ειπώθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα.
Ήταν ο τρόπος που επέλεξε ο διάσημος Αμερικανός συγγραφέας για να καταδικάσει τα εγκλήματα που πραγματοποιούσε ο αμερικανικός στρατός, σε αυτό που ορισμένοι αποκαλούν την πρώτη «ιμπεριαλιστική εκστρατεία» των ΗΠΑ. Πρόκειται για «χριστιανούς σφαγείς» και «δολοφόνους με στολές» συνέχιζε ο Μαρκ Τουέιν αναφερόμενος στα αντίποινα που επιφύλασσαν οι Αμερικανοί στρατιώτες στις δυνάμεις των ανταρτών που πολεμούσαν για την απελευθέρωση της πατρίδας τους.
Όταν λοιπόν ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ανακοίνωσε μια γιγαντιαία στρατιωτική επιχείρηση ανθρωπιστικής αρωγής των θυμάτων του τυφώνα, ήταν αναμενόμενο αρκετοί να αντιμετωπίσουν με δυσπιστία τα λόγια του. Πολύ περισσότερο που οι στρατιωτικές δυνάμεις, τις οποίες έστειλε στην περιοχή, θα αρκούσαν για την πραγματοποίηση μιας μεγάλης κλίμακας πολεμικής σύρραξης: Περίπου 50 πολεμικά πλοία και αεροσκάφη μετέφεραν τουλάχιστον 13.000 πεζοναύτες αλλά και δυνάμεις του στρατού ξηράς και της αεροπορίας. Στις Φιλιππίνες κατέπλευσε επίσης το «καμάρι» του αμερικανικού στόλου, το πυρηνοκίνητο αεροπλανοφόρο Τζορτζ Ουάσινγκτον μαζί με την τρίτη ταξιαρχία πεζοναυτών.
Προφανώς οι δυνάμεις του αμερικανικού στρατού προσφέρουν πραγματικό ανθρωπιστικό έργο σε μια χώρα με διαλυμένες υποδομές που δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει από μόνη της στην βιβλική καταστροφή. Που σταματά όμως ο ανθρωπισμός και που ξεκινά η προβολή ισχύος, σε μια στρατηγική περιοχή του πλανήτη που επιτρέπει τον γεωπολιτικό εναγκαλισμό της Κίνας; Και το δεύτερο ερώτημα που προκύπτει είναι: ποιος πραγματικά ευθύνεται για τη φτώχεια στην οποία βρίσκεται βυθισμένη εδώ και δεκαετίες η χώρα και η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον αριθμό των θυμάτων που άφησε πίσω του ο τυφώνας;
Ένας αιώνας αποικιοκρατίας
Παρουσιάζοντας την «εκστρατευτική» αποστολή στις Φιλιππίνες αρκετοί Αμερικανοί αξιωματούχοι αναφέρθηκαν στις μακροχρόνιες σχέσεις των δυο χωρών που ξεκινούν από τα τέλη του 19ου αιώνα. Αυτό που παρέλειψαν να πουν είναι ότι η σχέση αυτή περιλαμβάνει την πρώτη σημαντική ιμπεριαλιστική εκστρατεία στην ιστορία των ΗΠΑ. Ήταν πρωτομαγιά του 1898 όταν ο αμερικανικός στόλος κατέπλευσε για να καταλάβει τις Φιλιππίνες αφού πρώτα βύθισε το σύνολο του ισπανικού στόλου του Ειρηνικύ Ωκεανού που εξασφάλιζε τον έλεγχο της περιοχής για διάστημα τριών αιώνων. Έκτοτε, παρά τις έντονες διακυμάνσεις στις σχέσεις της Ουάσινγκτον με τη Μαδρίτη, οι Φιλιππίνες παρέμειναν μια πηγή φτηνού εργατικού δυναμικού και πρώτων υλών αλλά και ένα προπύργιο για την προβολή της αμερικανικής ισχύος στην περιοχή του Ειρηνικού Ωκεανού και κυρίως στην Κίνα. Παρά το γεγονός ότι ο τοπικός πληθυσμός αρχικά στήριξε την αμερικανική εισβολή, σαν απάντηση στην Ισπανική αποικιοκρατία, μέσα σε λίγους μήνες οι νέοι κατακτητές βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα πολύ καλά οργανωμένο αντάρτικο. Ο Αμερικανικός στρατός χρειάστηκε να σκοτώσει εκατοντάδες χιλιάδες Φιλιππινέζος (μαζί με τις αρρώστιες που ακολούθησαν τον πόλεμο ο αριθμός των θυμάτων ξεπέρασε τις 600 χιλιάδες) για να μπορέσει να επιβάλλει την κυριαρχία της Ουάσινγκτον.
Η αποικιοκρατία των ΗΠΑ στις Φιλιππίνες συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, όταν η Ουάσινγκτον άρχισε να στηρίζει σειρά δικτατορικών καθεστώτων με αποκορύφωμα το καθεστώς του προέδρου Φέρντιναντ Μάρκος, ο οποίος κατηγορήθηκε για τη δολοφονία πολιτικών του αντιπάλων και τη διασπάθιση κολοσσιαίων ποσών της δημόσιας περιουσίας.
Διαλυμένη και καταληστευμένη από έναν αιώνα αποικιοκρατίας και νεοαποικιοκρατίας η χώρα έδειξε τις τεράστιες ελλείψεις των υποδομών της με το πέρασμα του τυφώνα Χαϊγιάν.
Επιστροφή στην Αϊτή
Η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης στις Φιλιππίνες θυμίζει ακόμη και στην τελευταία λεπτομέρεια της, την αμερικανική παρέμβαση στην Αϊτή ύστερα από τον καταστροφικό σεισμό του 2010 που άφησε πίσω του περίπου 150.000 νεκρούς. Η χώρα βρέθηκε λεηλατημένη αρχικά από την γαλλική αποικιοκρατία και στη συνέχεια δέχθηκε την εισβολή Αμερικανών πεζοναυτών, οι οποίοι ανέλαβαν να μοιράσουν τη γη και τον φυσικό πλούτο σε αμερικανικές επιχειρήσεις. Η συνέχεια περιλαμβάνει και εδώ μια σειρά από δικτάτορες όπως ο Ζαν Κλοντ Ντιβαλιέ που υπηρετεί τα συμφέροντα της Ουάσινγκτον στο μεγαλύτερο τμήμα της ηγεμονίας του ενώ μετατρέπει τη χώρα και σε κόμβο για το παγκόσμιο εμπόριο ναρκωτικών. Και όταν οι κάτοικοι της Αϊτής απομακρύνουν τον Ντιβαλιέ και φέρνουν στην εξουσία τον Ζαν Μπερτράντ Αριστίντ, που υπόσχεται την κοινωνική και οικονομική αναγέννηση της χώρας, έρχεται η σειρά του Τζορτζ Μπους να στείλει τους πεζοναύτες για να ανατρέψουν την νέα κυβέρνηση και να εξασφαλίσουν τη συνέχεια της αμερικανικής ηγεμονίας στην περιοχή.
Όταν ο εγκέλαδος θα χτυπήσει την βασανισμένη χώρα της Καραϊβικής η Αϊτή πληρώνει με εκατόμβες θυμάτων την προαιώνια επέλαση τόσων κατακτητών και δικτατόρων που διέλυσαν την εθνική οικονομία και τις υποδομές της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγα 24ωρα μετά την πρώτη σεισμική δόνηση το αμερικανικό ίδρυμα Heritage Foundation (άλλοτε εργαλείο του Λευκού Οίκου για την αντικομουνιστική εκστρατεία στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου) δημοσίευσε ένα κείμενο για τις ευκαιρίες που ανοίγονταν για τις ΗΠΑ: «Εν μέσω της δυστυχίας η κρίση στην Αϊτή προσφέρει μια σειρά ευκαιριών για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκτός από το να προσφέρουν ανθρωπιστική βοήθεια μπορούν να επανασχεδιάσουν την κυβέρνηση και την οικονομία που παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα. Έτσι μπορεί να ενισχυθεί και η εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή».
Η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών μετά το σεισμό θύμιζε και πάλι στρατιωτική εισβολή καθώς χιλιάδες Αμερικανοί στρατιώτες καταλάμβαναν θέσεις κλειδιά της χώρας σε μια επίδειξη στρατιωτικής και κατ’ άλλους ανθρωπιστικής ισχύος.
Στην περίπτωση των Φιλιππίνων πάντως δεν ήταν το Heritage Foundation που ανέλαβε να παρουσιάσει, χωρίς περιστροφές, τα συμφέροντα της Ουάσινγκτον αλλά το πρακτορείο Ρόιτερς: «Καθώς τα αμερικανικά πολεμικά πλοία μεταφέρουν, τρόφιμα και φάρμακα» έγραφαν οι συντάκτες του σχετικού τηλεγραφήματος «κομίζουν παράλληλα και την καλή θέληση που απαιτείται ώστε οι ΗΠΑ να μπορέσουν να ενισχύσουν τη συχνά αμφιλεγόμενη στρατιωτική παρουσίας τους σε μια από τις πιο στρατηγικές περιοχές της Νοτιοανατολικής Ασίας».
Καθώς το συγκεκριμένο τηλεγράφημα έκανε το γύρο του κόσμου οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις αποκτούσαν τον απόλυτο έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας στις Φιλιππίνες για όλες της πτήσεις της πολεμικής και της πολιτικής αεροπορίας. Μια «ανθρωπιστική εισβολή» για την οποία δεν χρειάστηκε να πέσει ούτε μια σφαίρα.
Άρης Χατζηστεφάνου
ΕΠΙΚΑΙΡΑ Νοέμβριος 2013