Στις ΗΠΑ, Ρεπουμπλικανοί κυβερνήτες προωθούν κοκτέιλ μονοκλωνικών αντισωμάτων σε βάρος των εμβολίων και οι αντιεμβολιαστές ψηφοφόροι τους τα δοκιμάζουν άφοβα, πιστεύοντας ότι έτσι χτυπούν τα κέρδη των φαρμακοβιομηχανιών.
Σχεδόν δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, χρειάζεται πραγματικά πολλή προσπάθεια για να μετατρέψεις μια από τις πιο εύπορες περιοχές του πλανήτη σε επίκεντρο μετάδοσης του κορονοϊού. Ο κυβερνήτης, όμως, της Φλόριντας, Ρον Ντεσάντις, τα κατάφερε. Αφού απέρριψε την επιβολή μάσκας, λοκντάουν και εμβολιασμού και απαγόρευσε σε σχολεία, πανεπιστήμια, κρουαζιερόπλοια και δημόσιες υπηρεσίες να ζητούν πιστοποιητικό εμβολιασμού ή αρνητικού τεστ, είδε την πολιτεία του να ξεπερνά τα τρία εκατομμύρια κρούσματα και τους 42.000 νεκρούς. Από τα μέσα του καλοκαιριού ένα στα πέντε κρούσματα στις ΗΠΑ καταγράφεται στη Φλόριντα.
Η άρνηση της πραγματικότητας ενίσχυε πολιτικά τον Ντε Σάντις, που έβλεπε τη δημοτικότητά του να αυξάνεται, καθώς χάιδευε τα αυτιά του σκληρού πυρήνα των Ρεπουμπλικάνων αντιεμβολιαστών. Όταν, όμως, «o κόμπος έφτασε στο χτένι», ο κυβερνήτης άλλαξε γραμμή και έριξε όλο το βάρος του στις θεραπείες με μονοκλωνικά αντισώματα. Σε λίγες εβδομάδες, κατάφερε να μετατραπεί σε ίνδαλμα χιλιάδων αντιεμβολιαστών εντός και εκτός των ΗΠΑ.
Ακόμη, μάλιστα, και η αποκάλυψη ότι ένας από τους σημαντικότερους χορηγούς της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Κεν Γκρίφιν, είχε μετοχές 16 εκατομμυρίων δολαρίων στην εταιρεία Regeneron, που προμηθεύει τη Φλόριντα με μονοκλωνικά σκευάσματα, δεν έκαμψε τους απανταχού θαυμαστές του. «Δεν καταλαβαίνω», δήλωνε προ ημερών o Ντέιβιντ Στερνς, διοικητής σε νοσοκομείο της Νότιας Φλόριντας, «γιατί οι άνθρωποι φοβούνται μέχρι θανάτου ένα εμβόλιο με το οποίο δουλεύουμε εδώ και δέκα χρόνια, αλλά τρέχουν να βάλουν στο σώμα τους ένα εξαιρετικά πειραματικό κοκτέιλ φαρμάκων».
Αγνοώντας τις συμβουλές της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας, που υποστηρίζει ότι η θεραπεία με φάρμακα είναι απαραίτητη αλλά συμπληρωματική της πρόληψης με εμβόλια, οι ακραίοι υποστηρικτές των μονοκλωνικών πυροδότησαν μια ομολογουμένως ενδιαφέρουσα συζήτηση για την πολιτική οικονομία των εμβολίων. Βασικό επιχείρημά τους είναι ότι οι φαρμακοβιομηχανίες σαμποτάρουν τα «φτηνά» φάρμακα, γιατί οι πωλήσεις εμβολίων τούς προσφέρουν μεγαλύτερη κερδοφορία.
Μια δόση, όμως, από το σκεύασμα μονοκλωνικών αντισωμάτων REGN-COV της Regeneron κοστίζει 1.200 δολάρια στις ΗΠΑ, περίπου 2.000 δολάρια στη Γερμανία και 800 δολάρια στην Ινδία (χωρίς το κόστος χορήγησης και νοσηλείας). Μια δόση από το αντίστοιχο φάρμακο της ελβετικής φαρμακοβιομηχανίας Roche κυμαίνεται στα 650 δολάρια στην Ινδία και φτάνει μέχρι τα 3.500 δολάρια στις ΗΠΑ. Όταν, μάλιστα, ο ΟΗΕ ενέκρινε το συγκεκριμένο σκεύασμα για ασθενείς με COVID-19 σε κρίσιμη κατάσταση, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα (MSF) ζήτησαν από τη Roche να μειώσει άμεσα την τιμή του και να άρει τις πατέντες, επιτρέποντας σε άλλες χώρες να το παρασκευάζουν μαζικά. Η έκκληση, προφανώς, έπεσε στο κενό, όπως συνέβη και με τα αιτήματα για τις πατέντες των εμβολίων. Ακόμη, όμως, και χωρίς τις πατέντες, η ανθρωπιστική οργάνωση Oxfam αναφέρει ότι κάθε δόση εμβολίου της Pfizer θα μπορούσε να παραχθεί με 1,18 δολάρια, ενώ οι MSF υπολογίζουν ότι μια δόση του φαρμάκου της Roche παρασκευάζεται για περίπου 40 δολάρια.
Η κερδοφορία, βέβαια, μιας εταιρείας δεν καθορίζεται μόνο από το κόστος παραγωγής και την τιμή πώλησης αλλά και από τον αριθμό των προϊόντων που χορηγούνται. Οι εταιρείες, λοιπόν, υποστηρίζουν οι αντιεμβολιαστές, προτιμούν τον μαζικό εμβολιασμό σε σχέση με την πώληση μερικών εξαιρετικά ακριβών φαρμάκων. Είναι, όμως, έτσι;
Όπως είχαν εξηγήσει πριν από χρόνια οι οικονομολόγοι Μάικλ Κρέμερ, από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και Κρίστοφερ Σνάιντερ, από το Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσιγκτον, σε βάθος χρόνου η κερδοφορία από τα φάρμακα είναι πάντα πολύ υψηλότερη σε σχέση με τα εμβόλια για δύο βασικούς λόγους: Καταρχήν το φάρμακο χορηγείται σε ανθρώπους που έχουν ήδη ασθενήσει και ως εκ τούτου οι φαρμακοβιομηχανίες μπορούν να επιβάλλουν πολύ υψηλότερες τιμές (ουσιαστικά εκβιάζοντας τον ασθενή για τη ζωή του). Αντίθετα, τα εμβόλια απευθύνονται σε υγιείς ανθρώπους, οι οποίοι δεν αισθάνονται την ίδια πίεση να πληρώσουν υψηλό αντίτιμο.
Ο δεύτερος παράγοντας, σύμφωνα με τους δύο καθηγητές, είναι ότι, ενώ τα φάρμακα απλώς αντιμετωπίζουν τα συμπτώματα, τα εμβόλια μπορούν να αντιμετωπίσουν την ίδια την ασθένεια, περιορίζοντας τα μελλοντικά κέρδη των φαρμακοβιομηχανιών. Αυτό σημαίνει, επίσης, ότι, αγοράζοντας ένα φάρμακο από μια εταιρεία, το κράτος βοηθά μόνο ένα άτομο, ενώ με ένα εμβόλιο προστατεύει και τους γύρω του, επιτυγχάνοντας ανοσία ή έστω περιορίζοντας τη μετάδοση.
Φυσικά, η τελική ισορροπία ανάμεσα στην κερδοφορία από τα φάρμακα ή τα εμβόλια θα εξαρτηθεί από δεκάδες άλλους παράγοντες, όπως η ταχύτητα μετάδοσης του ιού, ο χρόνος έναρξης του εμβολιαστικού προγράμματος, η βαρύτητα των συμπτωμάτων των νοσούντων κ.ά. Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, ο Κρέμερ και ο Σνάιντερ έδειξαν ότι οι φαρμακοβιομηχανίες κερδίζουν περισσότερο από τα φάρμακα και λιγότερο από τα εμβόλια. Το 2001, όταν οι δύο οικονομολόγοι ξεκίνησαν την έρευνά τους, η παγκόσμια αγορά φαρμάκων υπολογιζόταν στα 300 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ οι πωλήσεις εμβολίων απέδιδαν 5 δισεκατομμύρια. Είναι βέβαια γεγονός ότι έκτοτε οι πωλήσεις και η κερδοφορία από εμβόλια σημείωσαν τρομακτική αύξηση. Δεν κατάφεραν, όμως, να ανατρέψουν μια βασική αρχή στην πολιτική οικονομία του φαρμάκου: ότι οι εταιρείες προτιμούν να πωλούν φάρμακα για χρόνιες παθήσεις και όχι εμβόλια που αντιμετωπίζουν την ασθένεια.
Η πανδημία του κορονοϊού, που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η «αρπαχτή του αιώνα» για ορισμένες φαρμακοβιομηχανίες, φαίνεται να επισκιάζει αυτή τη διαπίστωση, τροφοδοτώντας μια ανηλεή μάχη ανάμεσα σε ακραίους εμβολιαστές και αντιεμβολιαστές, οι οποίοι δεν συνειδητοποιούν ότι χρειαζόμαστε εμβόλια και φάρμακα – απελευθερωμένα όμως από τις πατέντες, οι οποίες στοιχίζουν εκατομμύρια ζωές.