Η κυβέρνηση Μπάιντεν διέταξε την εκ νέου ανάπτυξη 450 στρατιωτών των ΗΠΑ στη Σομαλία. Σύμφωνα με τους Αμερικανούς αξιωματούχους, η απόφαση έχει στόχο την αντιμετώπιση των προωθήσεων της ισλαμιστικής οργάνωσης αλ-Σαμπάμπ, που ελέγχει μεγάλο τμήμα της υπαίθρου στη νότια και κεντρική Σομαλία.
Πρόκειται για ανατροπή της απόφασης της κυβέρνησης Τραμπ, που απομάκρυνε τον Ιανουάριο του 2021 700 Αμερικανούς στρατιώτες από τη Σομαλία. Τα στρατεύματα είχαν μεταφερθεί σε βάσεις σε γειτονικές χώρες, όπως η Κένυα και το Τζιμπουτί, από όπου συνέχισαν τις στρατιωτικές δράσεις στη Σομαλία.
Η αλ-Σαμπάμπ μάχεται ενάντια στην κεντρική κυβέρνηση της Σομαλίας για πάνω από 15 χρόνια και έχει γίνει επανειλημμένα στόχος αμερικανικών στρατιωτικών δράσεων και αεροπορικών χτυπημάτων. Έχοντας τον έλεγχο μεγάλου τμήματος της χώρας, η οργάνωση πιστεύεται ότι διαθέτει μεταξύ 5.000 και 10.000 μαχητών και στενές σχέσεις με την Αλ Κάιντα.
Οι ΗΠΑ έχουν εκμεταλλευτεί την παρουσία της αλ-Σαμπάμπ και άλλων βίαιων οργανώσεων στην περιοχή, για να δικαιολογήσουν με το πρόσχημα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας τη στρατιωτική τους ανάμειξη στη φτωχή ανατολικοαφρικανική χώρα εδώ και 30 χρόνια.
Το 1992, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Χ. Γ. Μπους, ανέπτυξε 25.000 Αμερικανούς στρατιώτες στη Σομαλία, με το πρόσχημα της προστασίας προσωπικού των Ηνωμένων Εθνών, σε μία χώρα που πληττόταν από έντονες διαμάχες μεταξύ αντίπαλων φατριών έπειτα από την ανατροπή του δικτάτορα Μοχάμεντ Σιαντ Μπαρέ.
Στην πραγματικότητα όμως οι κυβερνήσεις Μπους και Κλίντον καταλάβαιναν τη στρατηγική σημασία της Σομαλίας για τον έλεγχο του εμπορίου μέσω της διώρυγας του Σουέζ και της Ερυθράς Θάλασσας. Έως και 700 δισ. δολάρια θαλάσσιων μεταφορών περνούν από τη Σομαλία κάθε χρόνο, σχεδόν το σύνολο του εμπορίου μεταξύ Ευρώπης και Ασίας.
Η τότε εκστρατεία είχε καταλήξει σε καταστροφή, όταν στη Μάχη του Μογκαντίσου τον Οκτώβριο του 1993 έχασαν τη ζωή τους 19 Αμερικανοί στρατιώτες και εκατοντάδες Σομαλοί, μεταξύ των οποίων και άμαχοι.
Για τα επόμενα 15 χρόνια ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός είχε συγκρατημένη συμμετοχή στην πολιτική της Σομαλίας. Όμως η άνοδος της αλ-Σαμπάμπ στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα προέτρεψε τις ΗΠΑ να αυξήσουν την παρουσία τους. Η κυβέρνηση Ομπάμα πραγματοποίησε πολλαπλά αεροπορικά χτυπήματα και η κυβέρνηση Τραμπ αύξησε την παρουσία στρατιωτών προτού τους αποσύρει.
Η απόφαση Μπάιντεν για επαναφορά στρατιωτών στη Σομαλία συμπίπτει με την εκλογή του Χασάν Σεΐχ Μοχάμουντ ως προέδρου της χώρας, για δεύτερη θητεία έπειτα από την προηγούμενή του, από το 2012 έως το 2017. Η εκλογή του Μοχάμουντ τερματίζει μία 15μηνη περίοδο κρίσης, έπειτα από την προσπάθεια του απερχόμενου προέδρου Μοχάμεντ Αμπντουλάχι Φαρμαάτζο να επεκτείνει τη θητεία του για δύο έτη.
Ο Φαρμαάτζο ηττήθηκε από τον Μοχάμουντ σε ψηφοφορία στο νομοθετικό σώμα της χώρας. Στις εκλογές στη Σομαλία δεν συμμετέχουν τα 15 εκατομμύρια κατοίκων της χώρας. Αντ’ αυτού, οι γηραιοί των φατριών επιλέγουν αντιπροσώπους τους στο κοινοβούλιο κι έπειτα το κοινοβούλιο επιλέγει τον πρόεδρο χωρίς τη συμμετοχή του γενικού πληθυσμού. Ουσιαστικά, μονάχα 101 άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να ψηφίζουν στις ομοσπονδιακές εκλογές της χώρας.
Οι ΗΠΑ συνεχάρησαν «τον λαό της Σομαλίας για την ολοκλήρωση της εθνικής τους εκλογικής διαδικασίας», και προέτρεψαν τον Μοχάμουντ να «θέσει ως προτεραιότητα την ενίσχυση της δημοκρατικής διακυβέρνησης και των θεσμών», σε μία ανακοίνωση που αποτελεί προσβολή για την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας.
Όταν ο Μοχάμουντ καταψηφίστηκε το 2017, λόγω των έντονων επιπέδων διαφθοράς στη χώρα, οι ΗΠΑ επέβαλαν κυρώσεις σε Σομαλούς αξιωματούχους και οι διεθνείς δωρητές απείλησαν να αποσύρουν 400 εκατομμύρια δολάρια σε δάνεια του ΔΝΤ.
Τώρα οι ΗΠΑ έχουν την προτιμητέα τους μαριονέτα, όμως τα προβλήματα στη Σομαλία δεν πρόκειται να λυθούν. Η έντονη ξηρασία και δεκαετίες πολέμου έχουν αναγκάσει εκατοντάδες χιλιάδες Σομαλούς να αφήσουν τα σπίτια τους, ενώ έξι εκατομμύρια βρίσκονται σε οξεία επισιτιστική ανασφάλεια, μεταξύ των οποίων 1,4 εκατομμύρια παιδιά. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ήδη χειροτερεύσει την κατάσταση στη Σομαλία, που εισάγει από τη Ρωσία και την Ουκρανία το 90% των προμηθειών σίτου.
Είναι αυτή η κατάσταση που επιτρέπει στην αλ-Σαμπάμπ να επιμένει και να ευδοκιμεί, παρά τις τακτικές επιθέσεις από τις ΗΠΑ, τη Σομαλική κυβέρνηση και δυνάμεις της Αφρικανικής Ένωσης. Η αλ-Σαμπάμπ δρα ως ένα κράτος, με αναλυτές να επισημαίνουν ότι συχνά έχει τη δυνατότητα «να παρέχει υπηρεσίες πιο ανταγωνιστικά από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση».
Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός δεν ενδιαφέρεται ούτε να προσπαθήσει να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής στη Σομαλία, κάτι που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τρεις συναπτές αμερικανικές κυβερνήσεις έχουν διεξάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις χωρίς κανένα ξεκάθαρο σχέδιο και στόχο.
Ο τελικός σκοπός της «συνεχούς στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στη Σομαλία», όπως την περιέγραψε ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Λόιντ Όστιν, είναι να διατηρήσει τον έλεγχο της γεωστρατηγικά σημαντικής περιοχής σε ενδεχόμενο πόλεμο με την Κίνα. Οι ΗΠΑ θα μπορούν έτσι να αποκλείσουν Κινεζικά εμπορεύματα από το πέρασμα της διώρυγας του Σουέζ προς την Ευρώπη.