Η αποκάλυψη ότι έξι από τους φερόμενους ως πρωτεργάτες του πραξικοπήματος στη Βολιβία εκπαιδεύτηκαν στις ΗΠΑ ξυπνά ένα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής, τη δράση της διαβόητης Σχολής της Νότιας Αμερικής.
Oι περισσότεροι στη Βολιβία θυμούνται τον Μάνφρεντ Ρέγιες Βίγια ως τον δήμαρχο της πόλης Κοτσαμπάμπα, ο οποίος πυροδότησε τον «πόλεμο του νερού» – την εξέγερση που ακολούθησε την ιδιωτικοποίηση του δικτύου ύδρευσης από την αμερικανική εταιρεία Bechtel. Πολύ λιγότεροι γνώριζαν ότι ήταν και ένας από τους απόφοιτους του διαβόητου School of the Americas (SOA), της αμερικανικής στρατιωτικής σχολής από την οποία αποφοίτησαν ορισμένοι από τους πιο αιμοσταγείς δικτάτορες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Το όνομα του Βίγια περιλαμβάνεται τώρα σε ηχογραφημένες συνομιλίες πρώην και νυν αξιωματούχων του στρατού και της αστυνομίας της Βολιβίας, οι οποίοι φέρονται να προετοίμαζαν την ανατροπή του προέδρου Έβο Μοράλες, σε συνεργασία με πολιτικούς της αντιπολίτευσης και τη στήριξη των ΗΠΑ.
Όπως αποκάλυψε μάλιστα στην ηλεκτρονική έκδοση Grayzone ο πανεπιστημιακός και ερευνητής Τζεμπ Σπραγκ, συνολικά έξι από τους φερόμενους ως πρωτεργάτες του πρόσφατου πραξικοπήματος στη Βολιβία είχαν θητεύσει στη SOA.
Η σχολή, η οποία ύστερα από πολλές μετονομασίες κατέληξε με το πολιτικά ορθό όνομα «Ινστιτούτο για τη Συνεργασία και την Ασφάλεια του Δυτικού Ημισφαιρίου (WHINSEC)», λειτούργησε για πρώτη φορά το 1946 στον Παναμά. Από το 1963, όταν ο πρόεδρος Κένεντι τη μετέτρεψε σε ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία του Ψυχρού Πολέμου για την κυριαρχία στη Λατινική Αμερική, η σχολή άρχισε να εκπαιδεύει δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες και αξιωματικούς σε τεχνικές βασανιστηρίων και ανατροπής δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν όλα τα υψηλόβαθμα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων της Αργεντινής, που θήτευσαν στη σχολή, αργότερα καταδικάστηκαν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και γενοκτονία. Όσο για τα εγχειρίδια βασανιστηρίων που εξέδιδε η σχολή, θεωρούνται ακόμη και σήμερα «ιερά κείμενα» για κάθε επίδοξο πραξικοπηματία.
Από το 2004, όμως, όταν οι κυβερνήσεις της Βενεζουέλας (του Τσάβες), της Αργεντινής (του Κίρχνερ), της Βολιβίας (του Μοράλες) και του Ισημερινού (του Κορέα) σταμάτησαν σταδιακά να στέλνουν στρατιώτες στο WHINSEC, αρκετοί πίστεψαν ότι η σχολή θα περνούσε σε αχρησία. Πολύ περισσότερο αφού η Ουάσινγκτον απομάκρυνε τη CIA από την πρώτη γραμμή της ανατροπής κυβερνήσεων και έδινε περισσότερο βάρος στις «πολύχρωμες επαναστάσεις», τις οποίες χρηματοδοτούσαν υπηρεσίες όπως η USAID (Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ) και το NED (Εθνικό Ταμείο για τη Δημοκρατία).
Όσοι όμως έσπευσαν να πανηγυρίσουν, σύντομα απογοητεύτηκαν. Το 2013, έγινε γνωστό ότι η σχολή εξακολουθούσε να απασχολεί σαν «διδακτικό προσωπικό» καταδικασθέντες βασανιστές από τη Χιλή, οι οποίοι μετέδιδαν τις γνώσεις τους στις νέες γενιές στρατιωτικών από κάθε γωνιά της Λατινικής Αμερικής. Μόλις πριν από μερικούς μήνες ιταλικό δικαστήριο καταδίκασε 24 πρώην αξιωματούχους από τη Βολιβία, τη Χιλή, το Περού και την Ουρουγουάη σε ισόβια κάθειρξη για τη συμμετοχή τους στην επιχείρηση Condor, με την οποία οι ΗΠΑ και κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής συντόνιζαν αιμοσταγείς επιθέσεις εναντίον συνδικαλιστών και κινημάτων της Αριστεράς.
Η περίπτωση της Βολιβίας ήρθε απλώς να μας θυμίσει ότι κάποιες συνήθειες της αμερικανικής αυτοκρατορίας δύσκολα ξεχνιούνται και πως η σπορά βασανιστών και πραξικοπηματιών προηγούμενων δεκαετιών βρίσκεται ακόμη στα πράγματα.