της Όλγας Μοσχοχωρίτου
Πηγή: KOMMON
Με αφορμή την άθλια πρωτοβουλία του κ. Μ. Χρυσοχοΐδη να σφραγίσει με τσιμεντόλιθους το επί μία δεκαετία αυτοδιαχειριζόμενο «ΘΕΑΤΡΟ ΕΜΠΡΟΣ», περί του οποίου θα αναφερθούμε παρακάτω, κάποιες παράπλευρες σκέψεις μου ήρθαν στο μυαλό.
Έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι εάν η Γερμανική Κυβέρνηση και το αντίστοιχο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, ακολουθούσε τη γραμμή του κ. Χρυσοχοΐδη και πριν από αυτόν του κ. Τόσκα (μην τον ξεχνάμε τον υπουργό της «Αριστερής Κυβέρνησης») και πριν από αυτούς τον κ. Δένδια που ως υπουργός της τότε συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου, ανακατέλαβε τη «Βίλλα Αμαλία», μάλλον θα είχαμε στερηθεί τον πιο ρηξικέλευθο σκηνοθέτη της θρυλικής Γερμανικής Σαουμπίνε, του μεγαλύτερου και πιο καταξιωμένου θεατρικού οργανισμού αυτής της χώρας.
Και ας μην ακούγεται αυτό ως παραδοξολογία.
Μιλάω για τον Τόμας Οστερμάιερ που έγινε διευθυντής της το 1999, στα 31 του χρόνια και εμείς τον γνωρίσαμε το 2006 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, με την ανατρεπτική του «Νόρα» του Ίψεν. Έκτοτε είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τη σκηνοθετική του προσέγγιση σε πολλά κλασσικά κείμενα. Σκηνοθεσίες που έφεραν στη σκηνή την κοινωνική πραγματικότητα, μεταφέροντας μια λεκτική και φυσική βία, συχνά ακραία, περίπου ξεκοιλιάζοντας το έργο και παραθέτοντας σε κοινή θέα τα σωθικά των πασχόντων – δρώντων προσώπων αλλά και του συγγραφέα.
Περίεργο;
Καθόλου. Ο νεαρός σκηνοθέτης προερχόταν από τον χώρο που εμείς ονομάζουμε «αναρχοαυτόνομο» ή «αντιεξουσιαστικό» και φυσικά είχε θητεύσει σε καταλήψεις κτηρίων της δεκαετίας του 1990.
Βαυαρός, αριστεριστής, από φτωχή οικογένεια, τεμπέλης «που δουλεύει πολύ για να θεραπευτεί από την οκνηρία» όπως δηλώνει ευθαρσώς, ήταν το «τρομερό παιδί του γερμανικού θεάτρου», ήταν δέκα χρόνια διευθυντής στη Σαουμπίνε. Κάνει θέατρο γιατί θέλει να μιλήσει, να δει, να δείξει τα ζόρια της πραγματικής ζωής.
Έτσι περιγράφει τον εαυτόν του στις συνεντεύξεις που δίνει κατά καιρούς και σημειώνει με το θράσος ενός ελεύθερου ανθρώπου:
«Αυτό που θυμάμαι από τα πρώτα μου χρόνια στο Βερολίνο είναι γκρίζος ουρανός και βροχή, εννέα μήνες το χρόνο. Μια πόλη γεμάτη νέους κυρίως από τη Δυτική Γερμανία, που έρχονταν εδώ για να αποφύγουν τη δουλειά και τις προβληματικές τους οικογένειες. Και πράγματι, για πολύ καιρό δεν κάναμε σχεδόν τίποτα. Ζούσαμε κοινοβιακά στις καταλήψεις, κοιμόμασταν μέχρι το μεσημέρι, το βράδυ βγαίναμε. Συχνά βέβαια συμμετείχαμε σε διάφορες αριστερές δράσεις, σε αντιφασιστικές διαδηλώσεις και πορείες…»
Από αυτές τις εμπειρίες εξόρυξε το υλικό του, την ίδια του την αισθητική!
Pas mal που θα έλεγαν και οι Γάλλοι φίλοι μας,
Ελπίζουμε βέβαια με αυτά που ανακινούμε τις περίεργες αυτές μέρες, να μην βάζουμε τίποτε ιδέες στον κ. Χρυσοχοΐδη να του απαγορεύσει την είσοδο στην… Επίδαυρο.
Και δεν το αναφέρω τυχαία, καθότι φέτος θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε τον Σεπτέμβριο την πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Τόμας Οστερμάγιερ στο αρχαίο δράμα και στην Επίδαυρο. Η παράσταση του «ödipus/οιδίποδας» αποτελεί την αφετηρία ενός νέου έργου της συγγραφέως Maja Zade, η οποία μεταφέρει τον μύθο του «Οιδίποδα Τύραννου» στο σήμερα.
Ακούγεται ειρωνικό και απρόβλεπτο αλλά ακόμα και σήμερα θεωρείται αναπόσπαστο μέρος του ταξιδιού στο Βερολίνο, η επίσκεψη τουλάχιστον ενός κατειλημμένου κτηρίου.
Βλέπετε, όταν η αστική τάξη αισθάνεται σίγουρη για τον εαυτόν της και την εξουσία της, επιτρέπει κάποιες νομικές παρεκβάσεις, επιτρέπει την ύπαρξη κάποιων χώρων όπου η αστική νομιμότητα υποχωρεί υπέρ της αντικουλτούρας των νέων.
Αυτό το κεκτημένο έρχεται από το Μάη του ’68 και τα κινήματα πόλης, με τον στόχο της επανοικειοποίησης του δημόσιου χώρου.
Τα κινήματα του ’60 και ’70 κυρίως στην Ευρώπη, δώρισαν αυτήν την καινούργια πολιτική πρακτική και στον αναρχικό χώρο που την εξέλιξε θεωρητικά, αλλά και στο νεολαιίστικο κίνημα ακόμα και το εργατικό, σε περιόδους έντονης πολιτικοποίησης και κινηματικής δράσης.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στην Ιταλία, λόγω των συνθηκών της ιστορικής στιγμής, μόνον στην Ρώμη υπήρχαν 3.000 καταλήψεις κτηρίων.
Φυσικά όταν το πολιτικό σύστημα αισθάνθηκε καυτή την ανάσα ενός αυξανόμενου λαϊκού κινήματος, ακολούθησε η πιο βίαιη καταστολή, με αποτέλεσμα και τη σταδιακή εξαφάνιση του φαινομένου.
Από τις δεκαετίες του 60’ – ’70 και τις διεργασίες που συντελέστηκαν, πράγματι το κίνημα των καταλήψεων υπήρξε σημαντικό τμήμα της αντικουλτούρας που διαμορφώθηκε, αρχικά στη διαμόρφωση του σύγχρονου αναρχισμού, αλλά στη συνέχεια επηρέασε γενικότερα τα ακτιβιστικά κινήματα των νέων, που διαμορφώνονταν όχι σε άμεση σχέση αλλά σε συνάφεια ή παράλληλα με τα κλασσικά συνδικαλιστικά και εργατικά κινήματα των τελευταίων 20 χρόνων.
Δόθηκε έτσι έμφαση στην αυθόρμητη ακτιβιστική δράση με στόχο την υπεράσπιση αυτόνομων ζωνών (όπως οι καταλήψεις εγκαταλειμμένων κτηρίων σε αστικά κέντρα), οι οποίες λειτουργούν ως ελεύθεροι χώροι στέγασης, νησίδες οικοδόμησης μη εμπορευματικών σχέσεων και δραστηριοτήτων (οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, καλλιτεχνικών κλπ) και κέντρα μίας εναλλακτικής, αντιιεραρχικής κοινωνικοποίησης για τους συμμετέχοντες.
Ακόμα και σήμερα το φαινόμενο συνεχίζεται. Στην Ιταλία δεκάδες εγκαταλειμμένα θέατρα έχουν καταληφθεί από καλλιτέχνες και μερικά έχουν κατορθώσει να αποσπάσουν ακόμα και δικαστικές αποφάσεις υπέρ τους.
Στο Λονδίνο διασώζονται με τον ίδιο τρόπο Βιβλιοθήκες που προωθούνταν προς πώληση σε ιδιώτες.
Στην Ελλάδα είχαμε τέτοιες πρωτοβουλίες από την δεκαετία του ’90.
Όμως στις αρχές της δεκαετίας του 2010 και κυρίως το κίνημα των πλατειών που εμφανίσθηκε ως αντίδραση στην κρατική πτώχευση, τα Μνημόνια, τον έλεγχο της Τρόικα και όσα επώδυνα ακολούθησαν, αλλά και η ανάδειξη της ανάγκης υπεράσπισης στοιχειωδώς της έννοιας του δημόσιου χώρου, βοήθησε στην αναζωογόνηση τέτοιων πρωτοβουλιών.
Στην Ελλάδα είχαμε λοιπόν παρόμοια φαινόμενα, όπως την υπερεικοσαετή κατάληψη της περίφημης «Βίλλας Αμαλία», του κτηρίου επί της οδού Λέλας Καραγιάννη, της Αγοράς της Κυψέλης (που γλύτωσε από την κατεδάφιση λόγω των κινητοποιήσεων των κατοίκων και των συλλογικοτήτων της περιοχής), μερικά πτωχευμένα Δημοτικά Κυλικεία, αλλά και το θέατρο ΕΜΠΡΟΣ κ.α.
Όλα αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν. Φρόντισαν γι’ αυτό, όλες οι κυβερνήσεις.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ως γνωστόν και εν μέσω της πανδημίας, έβαλε στόχο το «κλείσιμο όλων των εναπομεινάντων αυτοδιαχειριζόμενων» χώρων, ακόμα και εγκαταλελειμμένων κτιρίων, μην αφήνοντας ανάσα πουθενά, πετάγοντας στο δρόμο ακόμα και οικογένειες μεταναστών με παιδιά (και δεν αναφέρομαι εδώ στην κατάληψη του City Plaza, που αποτελεί ειδική περίπτωση, για να εξηγούμαστε).
Η ακροδεξιά νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη, με «μπροστινό» τον κ. Χρυσοχοΐδη, είναι αδύνατον να συλλάβει τον χρυσαυγίτη Παππά, και τους δολοφόνους του Καραϊβάζ, παρακολουθεί αμέτοχη να δολοφονούνται πολίτες της χώρας μέρα μεσημέρι ως να μην την αφορά το γεγονός, σχολιάζοντας απλώς ότι «ο έλεγχος της νύχτας περνάει σε άλλα χέρια», για να μη μιλήσουμε για τις ληστείες και γενικά το κοινό έγκλημα.
Αυτή η κυβέρνηση λοιπόν και αυτός ο υπουργός Δημόσιας Τάξης έχει κηρύξει τον πόλεμο «στους νέους», στην «κοινωνικότητά τους», στη συλλογικότητα, στις αγωνιστικές αλλά ακόμα και τις καλλιτεχνικές ελεύθερες δράσεις, αυτές τις εκτός των τειχών των Ιδρυμάτων και των κρατικών φορέων, τις δράσεις για τα δικαιώματά τους και εν ολίγοις στην ριζοσπαστική κινηματικότητα την οποία συγκαταλέγει στην «ανομία» γενικώς.
Προσπαθεί με όλα αυτά να κλείσει έστω και την τελευταία ρωγμή αμφισβήτησης της αποθέωσης της εμπορευματοποίησης κάθε κοινωνικού αγαθού και του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας.
Όταν τα πράγματα αγριεύουν, σημαίνει ότι το αστικό πολιτικό σύστημα είναι ανασφαλές και καθόλου σίγουρο για την κυριαρχία του. Και τότε γίνεται διπλά επικίνδυνο.
Τελευταίο θύμα τους το αυτοδιαχειριζόμενο θέατρο ΕΜΠΡΟΣ.
Ας πάμε όμως λίγο πιο πίσω το χρόνο.
Το Θέατρο ΕΜΠΡΟΣ βρίσκεται ή μάλλον βρισκόταν στην Αθήνα, στου Ψυρρή (οδός Ρήγα Παλαμήδου 2). Το κτίριο κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1930 και η αρχική του λειτουργία ήταν τυπογραφείο της ομώνυμης εφημερίδας. Από το 1988 έως το 2007 λειτούργησε ως θέατρο που στέγασε τον θεατρικό οργανισμό «Μορφές» των Δ. Καταλειφού, Ρ. Οικονομίδη και Τ. Μπαντή, οπότε και αυτή η θεατρική συλλογικότητα διαλύθηκε.
Για εμένα προσωπικά και τη γενιά μου, παραμένει το σήμα κατατεθέν μιας νεότητας εκεί στα τέλη της δεκαετίας 1980 και αρχές της δεκαετίας του 1990, όπου η τέχνη συνάντησε τη «βαθειά, εμπορική και βιοτεχνική Αθήνα του Κέντρου», πριν αυτή καταντήσει σκηνικό μιας νεοπλουτίστικης διασκέδασης, ιδιοκτησία μιας ελίτ πολιτικής και επιχειρηματικής, που στο όνομα της ανάπλασης του Κέντρου, την άδειασαν από πραγματική ζωή. Πριν δηλαδή η περιοχή του «Ψυρρή» μείνει άδειο κέλυφος.
Όταν η γειτονιά ήταν γεμάτη βιοτεχνίες (ένας θείος διατηρούσε εκεί μια βιοτεχνία δερματίνων ειδών και την επισκεπτόμουν από πολύ πριν, ως φοιτήτρια θυμάμαι), μαγαζιά που πουλούσαν τα πάντα, από κουρτίνες, κρίκους, κουμπιά και βαπτιστικά έως μπομπονιέρες, κουφέτα και είδη μνημοσύνων.
Στα στενά του, μόνος φωτισμός τα κόκκινα φωτάκια των «σπιτιών» για τους σκυφτούς πελάτες τους.
Το βράδυ, όταν τέλειωνε η παράσταση, μαύρο σκοτάδι απλωνόταν στην περιοχή και νιώθαμε συμμέτοχοι σε μια μυστική τελετουργία μόνο για μυημένους. Μας οδηγούσε όμως η ζεστή μυρωδιά του παλιού φούρνου με τα καλύτερα κουλούρια Θεσσαλονίκης και τους ζαχαρένιους λουκουμάδες.
Λίγο μετά την έναρξη λειτουργίας του, ώ του θαύματος, άνοιξε το Μπαρ «ΤΑΚΗΣ 13» στην ομώνυμη οδό, που έγινε για χρόνια στέκι μας ως απαραίτητο συμπλήρωμα μιας γεμάτης βραδιάς. Αλλά και αυτό μέχρι τον κατακλυσμό των ρεστοράν – μπαρ, ταβερνών, έθνικ κουζινών και μεσημεριανών μπουζουκιών που στίλβωσαν ψεύτικα τις μαραζωμένες όψεις των παλιών σπιτιών και μαγαζιών, με τα πανάκριβα πλέον ενοίκια και την απελευθέρωση των μισθώσεων που έδιωξαν τους παλιούς μικροκαταστηματάρχες.
Εκεί παρακολουθήσαμε λοιπόν σε σκηνοθεσία του Τ. Μπαντή έναν συγκλονιστικό «Σωσμένο» του Εν Μποντ (Μάιος 1990). Και στον εξώστη τον «Αμερικάνικο Βούβαλο» με τους Δ. Καταλειφό, Γ. Κέντρο, Δ. Τάρλοου, παράσταση που έθεσε εν μία νυκτί τη σκηνή στο θεατρικό χάρτη.
Εκεί κι «Ο γυάλινος κόσμος» του Τ. Ουίλιαμς από την Αγγελική Παπαθεμελή σε μια πρωτοφανή κινηματογραφική σκηνοθεσία του Δ. Μαυρίκιου, που μετέτρεψε σε σκηνικό χώρο όλη την τεχνική σκευή του παλιού τυπογραφείου, «Η Αγριόπαπια» και «Ο Μικρός Ελιοφ» του Ίψεν, «Η Δεσποινίς Ελζέ», «Η Αγγέλα» του Σεβαστίκογλου, πόσα πολλά θεατρικά διαμάντια!!!
Έτσι το θέατρο ΕΜΠΡΟΣ με τις εμβληματικές του παραστάσεις πέρασε στην Ιστορία.
Το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του ήταν πως οι αρχιτέκτονες που σχεδίασαν τη μετατροπή του σε θέατρο, διατήρησαν εξωτερικά και εσωτερικά την πατίνα του χρόνου, στην τοιχοποιία και μια αισθητική φθοράς εργοστασιακού τύπου του 20ου αι.
Το 2007 πέρασε στην ιδιοκτησία ακινήτων δημοσίου, μένοντας σφραγισμένο και αναξιοποίητο μέχρι και το 2011, όπου επανενεργοποιήθηκε από την Καλλιτεχνική Κίνηση Μαβίλη μαζί με ανεξάρτητους καλλιτέχνες και την Κίνηση Κατοίκων Ψυρρή.
Επί τέλους, μια νέα γενιά καλλιτεχνών αλλά και θεατών, με άλλα βιώματα από τα δικά μας, παιδιά της κρίσης και του τέλους των ψευδαισθήσεων, αναζήτησαν τον δικό τους ελεύθερο χώρο, βουτούσαν στα νερά του καιρού τους και δημιούργησαν ένα Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο!
Το 2012 το ΕΜΠΡΟΣ πέρασε στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου ΤΑΙΠΕΔ και το Σεπτέμβριο του 2013 σφραγίστηκε άλλη μία φορά κατόπιν αιτήματος του ίδιου του ταμείου. Παρά τις προσπάθειες εκκένωσης της κατάληψης, άνοιξε και πάλι στις 30 Οκτωβρίου του 2013. Η ΔΕΗ διέκοψε την παροχή ρεύματος. Τον Φεβρουάριο του 2018 ομάδα ακροδεξιών προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να προκαλέσει ζημιές στο χώρο του θεάτρου.
Το θέατρο όμως συνέχισε να λειτουργεί με ελεύθερη συμμετοχή στην ανοιχτή συνέλευση της Κυριακής. Έως σήμερα έχουν καταγραφεί πάνω από 3.000 καλλιτεχνικές δράσεις. Οι δραστηριότητες και οι εκδηλώσεις πραγματοποιούνταν δωρεάν με ελεύθερη οικονομική συνεισφορά του κοινού, εφόσον το επιθυμούσε. Οι δράσεις περιλάμβαναν θεατρικές παραστάσεις, προβολές ταινιών, διημερίδες και ανοικτές συζητήσεις, φεστιβάλ μικρά και μεγάλα, πάρτι, συναυλίες, σεμινάρια, μουσική, εικαστικά, χορό, συζητήσεις για βιβλία, δράσεις αλληλεγγύης, συλλογική κουζίνα κ.α.
Και μετά… ήρθαν οι μέλισσες…
Σε μια κίνηση σκληρού νεοφιλελεύθερου κυνισμού, αλλά νομίζω και μια κίνηση συμβολική του μέλλοντός μας, η Αστυνομία του κ Χρυσοχοϊδη και Μητσοτάκη, τσιμέντωσαν τα ανοίγματα του κτιρίου με τσιμεντόλιθους… Τι κι αν ήταν χαρακτηρισμένο ως διατηρητέο!!!
Τσιμέντο να γίνει…