Ζωή Χασιούρα
Πηγή: Erensep
Η οικονομική αποτυχία της τελευταίας ανακεφαλαιοποίησης
Η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, που απαιτήθηκε στο τέλος του 2015 ως επισφράγισμα της υπογραφής του 3ου μνημονίου, παρά τις διαβεβαιώσεις της ελληνικής κυβέρνησης και των δανειστών ότι αποβλέπει στην προστασία τους, κατάφερε το χειρότερο: να χάσει η χώρα τον έλεγχο των συστημικών τραπεζών με τεράστιες απώλειες για το ελληνικό δημόσιο.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να γίνει η ανακεφαλαιοποίηση το Νοέμβριο του προηγούμενου έτους, βασισμένη, από τη μια, σε μελέτη της ΕΚΤ η οποία εκτίμησε ότι οι τράπεζες χρειάζονται επιπλέον 14,4 δις για να αντιμετωπίσουν το υποθετικό «κακό σενάριο» οικονομικών εξελίξεων για το 2015-17 και, από την άλλη, κυνηγώντας η ίδια τη σκιά της προσπαθώντας να προλάβει την εφαρμογή αυτού που ήδη είχε ψηφίσει η προηγούμενη Βουλή, ως προαπαιτούμενο για το τρίτο μνημόνιο, την αποδοχή δηλαδή, σχετικής οδηγίας της ΕΕ, η οποία επιτρέπει το «κούρεμα» των καταθέσεων σε περίπτωση ανακεφαλαιοποίησης. Η οδηγία έχει τεθεί σε ισχύ από 1/1/2016.
Η κατάρρευση των τιμών των παλαιών μετοχών μέχρι και 97% και 98%, καθώς οι τιμές που έδωσαν οι αγοραστές για τις νέες μετοχές κυμάνθηκαν από 0,01 μέχρι 0,04 ευρώ, εξαΰλωσε πλήρως το κεφάλαιο που είχαν επενδύσει οι μικρομέτοχοι και φυσικά τα 40 δις που είχε επενδύσει το ΤΧΣ, δηλαδή ο ελληνικός λαός, στις προηγούμενες δύο ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών που έτσι κι αλλιώς είχαν ήδη υποστεί μεγάλες ζημίες με την υποχώρηση των τιμών των μετοχών τους μέσα στην κρίση.
Οι εξευτελιστικές τιμές των νέων μετοχών, καθιστούν τη συμμετοχή του ΤΧΣ (δηλαδή του Δημοσίου) στο μετοχικό κεφάλαιο των τεσσάρων «συστημικών τραπεζών», αμελητέα ποσότητα.
Απώλειες του τραπεζικού συστήματος σε διοικητικό επίπεδο και όχι μόνο
Απόδειξη ότι οι ελληνικές τράπεζες περνούν σε ιδιωτικά χέρια είναι ο αποικιοκρατικός τρόπος με τον οποίο επιχειρούν οι πιστωτές να πάρουν τον έλεγχο της διοίκησής τους, με την ανοχή βέβαια της ελληνικής κυβέρνησης.
Ο νόμος 4346/2015, για το νέο πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης των τραπεζών, που υπερψήφισαν οι μνημονιακές δυνάμεις, προβλέπει ότι οι πρόεδροι σε όλες τις επιτροπές των ΔΣ των τραπεζών πρέπει να έχουν 15ετή εμπειρία σε διεθνή πιστωτικά ιδρύματα, χωρίς παρουσία στην Ελλάδα κατά την τελευταία τριετία και χωρίς να έχουν οιαδήποτε σχέση με τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα τα τελευταία δέκα χρόνια.
Σύμφωνα με το επικαιροποιημένο μνημόνιο, μέχρι το τέλος του τρέχοντος μηνός οι τράπεζες θα πρέπει να έχουν καταθέσει τον σχεδιασμό τους για τις προσαρμογές, τόσο στο μοντέλο της εταιρικής διακυβέρνησης, όσο και στα μέλη του ΔΣ. Από την 1η Αυγούστου ως το τέλος Σεπτεμβρίου, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) απευθείας ή με πρόσληψη αξιολογητή θα ελέγξει τον βαθμό προσαρμογής των τραπεζών στις συστάσεις του.
Ερωτήματα προκύπτουν για τον απώτερο στόχο του SSM μετά την αιφνιδιαστική απαίτηση παραίτησης από την εξαμελή Επιτροπή Αξιολόγησης όλων των μελών της διοίκησης του ΤΧΣ, ενώ παράλληλα απορρίπτει τον προτεινόμενο διευθύνοντα σύμβουλο της Τράπεζας Πειραιώς και επανεκκινεί τη σχετική διαδικασία αναζήτησης νέου προσώπου.
Στελέχη που είχαν λάβει πρότερη έγκριση και αφού ολοκλήρωσαν «σημαντικό έργο για την ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος» (ανακεφαλαιοποίηση, CoCos για την αποπληρωμή της κρατικής ενίσχυσης στις τράπεζες, μελέτες για την άρση εμποδίων που αφορούν τη διαχείριση των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων, αξιολόγηση τραπεζικών διοικήσεων, συμμετοχή του Δημοσίου με κοινές μετοχές με πλήρη δικαιώματα ψήφου στις τράπεζες μέσω του ΤΧΣ), τώρα κρίνονται ανεπαρκή και αφήνεται να πλανάται η απειλή της αρνητικής αξιολόγησης.
Η επιλογή της νέας διοίκησης του ΤΧΣ τόσο για το Γενικό Σύμβουλο όσο και την Εκτελεστική Επιτροπή είναι έργο της Επιτροπής Αξιολόγησης του SSM, η οποία θα καταρτίσει τη λίστα των νέων υποψήφιων μελών, και όχι του Υπουργείου Οικονομικών.
Όλα τα παραπάνω δεν μπορεί παρά να οδηγήσουν στον έλεγχο μέσω του ΤΧΣ του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και συνεπώς του συνόλου των ελληνικών επιχειρήσεων και των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών στο σύνολό τους.
Οι αντιδράσεις της ΕΕ στο πλαίσιο του Brexit
Η ελληνική πολιτική δείχνει να μην έχει αντιληφθεί τη μεταβολή των συνθηκών, σε αντίθεση με τους πολίτες που αντιλαμβάνονται την αναντιστοιχία των τεκταινόμενων στην οικονομία, όταν προσπαθούν να εξηγήσουν γιατί με τόσες θυσίες και προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής και διορθωτικών αλλαγών δεν προκύπτουν τα υποσχόμενα αποτελέσματα.
Η ΕΚΤ, προσπαθώντας να εξηγήσει τη στάση της επικεφαλής του Εποπτικού Μηχανισμού Ντανιέλ Νουί, τη συνδέει με τη δυσπιστία με την οποία βλέπουν οι Ευρωπαίοι τη χώρα και αναφέρουν ότι «δεν εμπιστεύονται το εγχώριο τραπεζικό σύστημα και τις διοικήσεις των τραπεζών, καθώς θεωρούν ότι δεν έχουν κάνει όσα έχουν υποσχεθεί για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων».
Είναι φανερή η προτεραιότητα των ευρωπαϊκών θεσμών να προστατεύσουν το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα από την αύξηση των κινδύνων και της αβεβαιότητας στις αγορές κυρίως μετά το Brexit και τα τεκταινόμενα στην Ιταλία.
Η Ε.Ε. από πολιτικής άποψης είναι ή θέλει να είναι ο εγγυητής της ασφάλειας προς τις οικονομίες των κρατών – μελών της. Μετά το Brexit, χάνει μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας της. Να ληφθεί υπ’ όψη ότι το τραπεζικό σύστημα της Ιταλίας, λόγω των χρόνιων προβλημάτων του, βρίσκεται υπό τη σκέπη των πολιτικών εγγυήσεων της ΕΕ.
Από οικονομικής άποψης τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ιταλικών τραπεζών ανέρχονται σε ποσοστό 15% του συνολικού δανεισμού, σχετικά μικρό με το αντίστοιχο ελληνικό, ενώ το ιταλικό τραπεζικό σύστημα δεν έχει υποστεί καμία ανακεφαλαιοποίηση, αντίστοιχη με αυτές του ελληνικού.
Αυτό που ισχύει, βάσει των αποφάσεων στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ενοποίησης από 1/1/2016, σε περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Τράπεζα χρειαστεί στήριξη ενεργοποιείται η διαδικασία του bail in, σύμφωνα με την οποία πρώτα πληρώνουν οι μέτοχοι, οι ομολογιούχοι και οι καταθέτες και ύστερα έρχεται το Δημόσιο. Αν εφαρμοστεί το bail in, τα 360 δις ευρώ των ιταλικών δανείων θα καταστρέψουν τόσο την ιταλική οικονομία όσο και το ευρωπαϊκό και διεθνές τραπεζικό σύστημα. Αν πάλι δεν εφαρμοστεί αλλά παρακαμφθεί με κρατική στήριξη, τότε θα καταρρεύσει η ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση. Αντιφάσεις εντός τις ΕΕ και των κρατών-μελών της που καλείται να λύσει η Κομισιόν.
Οι αγορές γνωρίζοντας τον κίνδυνο, γίνονται νευρικές, νιώθουν ανασφαλείς και επιμένουν στις πιέσεις των ιταλικών τραπεζών με τους οίκους αξιολόγησης να υποβαθμίζουν άμεσα μετά το Βρετανικό δημοψήφισμα την πιστοληπτική αξιολόγηση της Βρετανίας και της ΕΕ, με συνέπειες την πτώση των τιμών των μετοχών των βρετανικών, ιταλικών και γερμανικών τραπεζών.
Οι εξελίξεις αυτές στην ΕΕ απειλούν την ελληνική οικονομία στο σύνολό της καθώς οι ελληνικές τράπεζες έχουν εκμηδενίσει τα κέρδη τους μετά την πτώση των τιμών των μετοχών με την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση.
Τα επιχειρηματικά δάνεια σε ξένα χέρια και όχι μόνο
Είναι σαφές ότι το λόμπι επενδυτών που μπήκαν στην τελευταία αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών δεν είναι μακροπρόθεσμοι επενδυτές αλλά «επιθετικά funds» που βραχυπρόθεσμα τοποθετήθηκαν στην ελληνική τραπεζική αγορά με την προσδοκία τα γρήγορα κέρδη μέσω της διαχείρισης των κόκκινων δανείων.
Η διαπραγματευτική ανικανότητα της κυβέρνησης και των υπουργών της να λύσουν το θέμα των προβληματικών δανείων των τραπεζών θα επιτρέψει προφανέστατα στα μεγάλα ξένα funds να έχουν τον κυρίαρχο ρόλο στην διαδικασία αναδιάρθρωσης. Σήμερα σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων κρατιούνται στη ζωή χάρη συνεχών ρυθμίσεων των δανείων τους και με ελάχιστη χρηματοδότηση που τους παρέχουν οι τράπεζες, ενώ παράλληλα πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής επιχειρηματικότητας κινδυνεύει από το φαινόμενο «ντόμινο» που προκαλούν τα λουκέτα, διογκώνοντας το πρόβλημα της ήδη εξαιρετικά υψηλής ανεργίας και του περιορισμού των εσόδων του κράτους.
Προβλέπεται η ανακατανομή του πλούτου της Ελλάδας, σε επίπεδο όχι απλώς τάξεων αλλά μεταφοράς πλούτου σε ξένους, καθώς αναμένονται βίαιες αλλαγές σε επιχειρηματικούς τομείς και σε επιχειρήσεις, με διευκολύνσεις στην εξαγορά τους από επενδυτικές εταιρίες, έναντι πινακίου φακής.
Φυσικό επακόλουθο
Ο ρόλος δε της ελληνικής μνημονικής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, θα περιοριστεί στην απλή εποπτεία, μέσα στα περιορισμένα όρια που προκαθορίζονται από τους στόχους που θα επιδιώκουν να εξασφαλίζουν κάθε φορά τη δημοσιονομική σταθερότητα, μέσω της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών και της διοίκησης των φόρων.
Είναι εμφανής ο κίνδυνος να «κυνηγάει συνεχώς» την ουρά της η Ελλάδα, ενώ θα υπολείπεται συνεχώς έναντι των δανειστών σε αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα. Είναι επίσης εμφανής ο κίνδυνος περαιτέρω απώλειας εθνικής κυριαρχίας, καθώς για τις τράπεζες θα αποφασίζουν όλο και περισσότερο διάφορα ξένα κέντρα.