Του Άρη Χατζηστεφάνου για το Sputnik
Υπάρχει ένας εύκολος τρόπος να διακρίνεις έναν στρατηγό ή έναν μεγάλο διπλωμάτη από έναν φαντάρο: Οι πρώτοι συμμετέχουν στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων ενώ ο τελευταίος βλέπει μόνο το πεδίο της μάχης, στο οποίο συνήθως αφήνει την τελευταία του πνοή.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την ελληνική κυβέρνηση, η οποία δεν προσκλήθηκε καν στις διαπραγματεύσεις για το μέλλον της Λιβύης, στη θέση του στρατηγού. Από τη στιγμή, όμως, που υποσχέθηκε την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή, μπορεί εύκολα να τη φανταστεί κανείς στη θέση του στρατιώτη.
Φυσικά, η ίδια η διάσκεψη απέτυχε ουσιαστικά στους στόχους της, αρκούμενη στη δημιουργία επιτροπών και σε προτροπές αυτοσυγκράτησης προς όλες τις πλευρές, χωρίς ουσιαστική σημασία και, κυρίως, χωρίς μηχανισμούς επιβολής.
Το γεγονός όμως ότι η διάσκεψη δεν έφερε ουσιαστικά αποτελέσματα δεν μειώνει τη σημασία της ελληνικής απουσίας. Χωρίς τον Έλληνα πρωθυπουργό παρόντα ήταν αναμενόμενο ότι το θέμα της οριοθέτησης της ΑΟΖ, δεν θα έφτανε ποτέ στο τελικό κείμενο της διάσκεψης, όπως και έγινε.
Οι μέχρι στιγμής λεονταρισμοί περί άσκησης βέτο σε περίπτωση που η Τουρκία δεν αποδεχθεί τους ελληνικούς όρους, ίσως να είναι εξαιρετικοί για να γεμίζει ο τηλεοπτικός χρόνος φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ, αλλά δείχνουν αδυναμία κατανόησης της πραγματικότητας. Οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται στο πλαίσιο της ΕΕ και συνεπώς δεν υπάρχει καμία δυνατότητα άσκησης βέτο. Αντίθετα το ενδεχόμενο στρατιωτικής εμπλοκής σε ένα από τα πιο απρόβλεπτα θέατρα επιχειρήσεων του πλανήτη είναι απόλυτα υπαρκτό και ταυτόχρονα καταστροφικό.
Σε όλες τις προηγούμενες παρουσίες του ελληνικού στρατού σε πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή (πχ με την αποστολή ναυτικών δυνάμεων στον πρώτο πόλεμο του Περσικού Κόλπου) η Ελλάδα βρισκόταν αν μη τι άλλο στο πλευρό μιας διεθνούς συμμαχίας. Η στάση της δηλαδή μπορεί να ήταν κατάπτυστη από ηθικής απόψεως, αφού ενίσχυε ιμπεριαλιστικές επιθέσεις που προκαλούσαν εκατόμβες θυμάτων, αλλά θεωρητικά τουλάχιστον υπάκουε σε κάποια λογική. Στην περίπτωση της Λιβύης όμως κινδυνεύει να εισέλθει σε μια αντιπαράθεση όπου οι τοπικές και διεθνείς υπερδυνάμεις είναι χωρισμένες σε αντίπαλα στρατόπεδα, τα οποία μάλιστα μπορούν να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή ανάλογα με τι ορέξεις ή τις πιέσεις που θα δεχθεί κάθε οπλαρχηγός της περιοχής. Σε αυτή τη μάχη δηλαδή δεν κινδυνεύει μόνο ο τοπικός πληθυσμός αλλά και αρκετοί από τους εμπλεκόμενους.
Ο πραγματικός κίνδυνος για την Ελλάδα είναι να βρεθεί σε απευθείας αντιπαράθεση με την Τουρκία σε έναν πόλεμο που θα διεξάγεται δι’ αντιπροσώπων στη Λιβύη – τηρουμένων των αναλογιών όπως η Υεμένη έγινε το θέατρο επιχειρήσεων του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ δεν προσφέρουν καμία εγγύηση ασφάλειας. Καταρχήν η βορειοατλαντική συμμαχία έχει αποδείξει πολλές φορές ότι αντί για πυροσβέστης μπορεί να λειτουργήσει σαν εμπρηστής στις σχέσεις μεταξύ των μελών της (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα ελληνοτουρκικά). Την ίδια στιγμή οι ισχυρότερες χώρες της ΕΕ, όπως η Γερμανία η Γαλλία και η Ιταλία βλέπουν τη Λιβύη σαν μια ευκαιρία επαναφοράς των αποικιακών τους βλέψεων στην περιοχή. Εκτός από τις βλέψεις του στη Λιβύη, το Παρίσι θέλει να επεκτείνει την στρατιωτική του παρουσία στο Μαλι και το Νίγηρα, χώρες στις οποίες εμπλέκεται όλο και περισσότερο και το Βερολίνο. Την ίδια στιγμή η Ρώμη προσπαθεί να επαναφέρει την επιρροή της στη Λιβύη στα επίπεδα πριν από την ανατροπή του Καντάφι. Η ευρωπαϊκή εμπλοκή δηλαδή δεν είναι φιλειρηνική, όπως παρουσιάζεται από τις Βρυξέλλες, αλλά νέο-αποικιακή και σε βάθος χρόνου ενδέχεται να αυξήσει την ένταση αλλά και τις ροές προσφύγων. Η Ελλάδα δεν έχει τίποτα να κερδίσει από αυτό το παιχνίδι ενώ έχει πολλά να χάσει.
Χωρίς την εξεύρεση συγκεκριμένης λύσης στο Βερολίνο, η Λιβύη μπορεί να μετατραπεί ανά πάσα στιγμή σε μια πυριτιδαποθήκη για όσους ασχολούνται μαζί της. Όταν ακόμη και οι ΗΠΑ δεν κατάφεραν να προστατεύσουν τον πρέσβη τους στη χώρα, ο οποίος δολοφονήθηκε εν μέσω του χάους που οι ίδιες δημιούργησαν με τους βομβαρδισμούς του 2011, μπορεί εύκολα να καταλάβει σε τι συνθήκες ενδέχεται να βρεθούν οι ελληνικές δυνάμεις στην περιοχή.
Δυστυχώς οι υποσχέσεις αποστολής στρατιωτικών δυνάμεων, που φαίνεται να έχει δώσει η Αθήνα, εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο άκρως επικίνδυνων αποφάσεων που λαμβάνει η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζοντας και κλιμακώνοντας τα λάθη των προκατόχων της. Η πρόθεση του ελληνικού ΥΠΕΞ να στείλει αντιπυραυλικά συστήματα Patriot στη Σαουδική Αραβία – παρά τις επιφυλάξεις, που σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, εκφράζει η ηγεσία του ΥΠΕΘΑ – ισοδυναμεί με εμπλοκή σε μια ακόμη τοπική σύγκρουση η οποία ξεπερνά τις δυνατότητες της χώρας ενώ έρχεται σε σύγκρουση και με τα συμφέροντά της. Αν ολοκληρωθεί η διαδικασία, η Αθήνα θα έχει συμμαχήσει ανοιχτά με το Ριάντ απέναντι στην Τεχεράνη. Θα αποδείξει έτσι ότι η στήριξη από τον Μητσοτάκη στη δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Σολεϊμάνι δεν αποτελούσε μια ακόμη διπλωματική γκάφα του Έλληνα πρωθυπουργού αλλά κεντρική επιλογή της κυβέρνησης. Τι ακριβώς όμως προσφέρει στην Αθήνα μια τόσο στενή συμμαχία με το θεοκρατικό καθεστώς της Σαουδική Αραβίας και η ολοκληρωτική ρήξη με το Ιράν;
Δυστυχώς σε όλες αυτές τις άκρως επικίνδυνες αποφάσεις η αξιωματική αντιπολίτευση δεν μπορεί και δεν δικαιούται να ομιλεί, αφού και αυτή κινήθηκε (έστω και σε χαμηλότερους τόνους) στην ίδια ακριβώς γραμμή: Υποσχέθηκε να αυξήσει τις αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις, οι οποίες θα βρεθούν στην πρώτη γραμμή σε περίπτωση επίθεσης εναντίον του Ιράν ενώ προσπάθησε να πουλήσει στο καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας, όπλα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη συνεχιζόμενη γενοκτονία που συντελείται στην Υεμένη.
Όταν τα τύμπανα του πολέμου αντηχούν σε ολόκληρη την περιοχή και οι δυο ισχυρότερες πολιτικές δυνάμεις της χώρας ανταγωνίζονται απλώς για το ποιος θα είναι ο πιο πιστός υπηρέτης των αμερικανικών συμφερόντων η χώρα κινδυνεύει να βρεθεί στη θέση του «καλού στρατιώτη Σβέικ» – το αιώνιο θύμα που κάνει τα πάντα για να μεταφερθεί στο πεδίο της μάχης χωρίς κανένας να καταλαβαίνει γιατί.