Ο ελεύθερος Τύπος μπορεί να είναι καλός ή κακός. Ο ανελεύθερος θα είναι πάντα κακός
Αλμπέρ Καμί
Δύο φωτογραφίες στοίχειωσαν την εβδομάδα που μας πέρασε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό: Η πρώτη ήταν η απονομή από τη Γαλλία του παράσημου της Λεγεώνας της Τιμής στον διάδοχο πρίγκιπα της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Νάγιεφ, ο οποίος θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς της δημοκρατίας και της ελευθεροτυπίας στο βασίλειο των Σαούντ.
Η δεύτερη ήταν οι εναγκαλισμοί των Ευρωπαίων ηγετών με τον Τούρκο πρωθυπουργό Αχμέτ Νταβούτογλου, με φόντο τις εφόδους της τουρκικής αστυνομίας σε εφημερίδες – εικόνα που ολοκληρώθηκε με τον Αλ. Τσίπρα να μοιράζει λουλούδια σε Τουρκάλες δημοσιογράφους (από αυτές που δεν βρίσκονται στη φυλακή).
Η πρώτη εικόνα έχει μια σαφή εξήγηση: ο Μοχάμεντ μπιν Νάγιεφ είναι μεταξύ άλλων ο ενορχηστρωτής της εισβολής στην Υεμένη, η οποία εκτόξευσε τις πολεμικές δαπάνες του σαουδαραβικού βασιλείου και επέτρεψε στην πολεμική βιομηχανία της Γαλλίας να πουλήσει όπλα αξίας 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Στη δεύτερη περίπτωση, η ανοχή της Ε.Ε. στην κατάφωρη παραβίαση της ελευθεροτυπίας από το καθεστώς Ερντογάν αντιμετωπίστηκε από πολλούς σαν μια σκληρή αλλά απαραίτητη έκφανση της Realpolitik που οφείλει να ακολουθήσει η Ευρώπη για να βρει λύση στο προσφυγικό.
Στην πραγματικότητα, η σιγή ιχθύος που τηρεί η Ε.Ε. για ζητήματα ελευθερίας της έκφρασης τείνει να γίνει ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Σε πρόσφατη έκθεσή της, η ανεξάρτητη Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (CPJ) κατέγραψε δεκάδες περιστατικά συνεργασίας της Ε.Ε. με χώρες που κατηγορούνται για φυλακίσεις ή και δολοφονίες δημοσιογράφων.
Η περίπτωση του Αζέρου προέδρου Ιλχάμ Αλίγιεφ, ο οποίος βλέπει τις πόρτες της Ε.Ε. να ανοίγουν ενώ αυτός κλιμακώνει της επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Βελτίωση των διπλωματικών σχέσεων παρατηρείται και με τη χούντα της Αιγύπτου, παρά το γεγονός ότι σήμερα υπάρχουν πολλοί περισσότεροι φυλακισμένοι δημοσιογράφοι απ’ ό,τι την εποχή του δικτάτορα Μουμπάρακ.
Παράλληλα, αρκετές χώρες-μέλη της Ε.Ε. ξεχνούν τις δεσμεύσεις τους απέναντι σε ξένους δημοσιογράφους που ζητούν την προστασία τους. Τον Μάιο του 2015 η Σουηδία απέρριψε αίτημα βίζας στον Μπανγκλαντεσιανό μπλόγκερ και δημοσιογράφο Ananta Bijoy Das, ο οποίος βρέθηκε βάναυσα δολοφονημένος λίγες ημέρες αργότερα.
Η σιγή ιχθύος για την ελευθερία του Τύπου επεκτείνεται και στις σχέσεις με το Ισραήλ, το οποίο τα τελευταία χρόνια βρέθηκε στη δεύτερη θέση των δολοφονιών και θανάτων δημοσιογράφων μετά τη… Συρία. Οι συνεχείς επιθέσεις των ισραηλινών αρχών σε ξένους ανταποκριτές και οι φυλακίσεις Παλαιστίνιων δημοσιογράφων δεν φαίνεται να επηρεάζουν καθόλου τις σχέσεις με την Ε.Ε. – πολλώ δε μάλλον με την κυβέρνηση Τσίπρα, η οποία τους τελευταίους μήνες φαίνεται να στρέφεται ακόμη και εναντίον αποφάσεων των Βρυξελλών στην προσπάθειά της να στηρίξει με κάθε μέσο τον Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Η τελευταία φορά που η Ε.Ε. εμφανίστηκε να «τρίζει τα δόντια» σε μια χώρα για την κατάσταση της ελευθερίας του Τύπου ήταν στην περίπτωση της Ουγγαρίας, όταν η κυβέρνηση Ορμπάν μετέτρεψε τα κρατικά μέσα ενημέρωσης σε παπαγαλάκια του πρωθυπουργικού γραφείου, επέβαλε σειρά περιοριστικών μέτρων στις έρευνες που μπορούσαν να πραγματοποιούν οι δημοσιογράφοι, ενώ χρησιμοποιούσε την κρατική διαφήμιση σαν όπλο για τον απόλυτο έλεγχο των ΜΜΕ.
Οπως είχαν επισημάνει όμως αρκετοί σχολιαστές, το ενδιαφέρον της Ε.Ε. συνέπεσε «συμπτωματικά» με τον πόλεμο που ξέσπασε ανάμεσα στις Βρυξέλλες και τη Βουδαπέστη όταν ο Ούγγρος πρωθυπουργός επιχείρησε να ελέγξει την ασύδοτη δράση του κεντρικού τραπεζίτη της χώρας. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δηλαδή αντιπαρατέθηκαν με τον ακροδεξιό πολιτικό ίσως τη μοναδική φορά στην καριέρα του που είχε δίκιο.
H CPJ επισημαίνει ότι η Ε.Ε. δεν έχει καμία ελπίδα να υπερασπιστεί την ελευθεροτυπία έξω από τα σύνορά της όταν αρκετές από τις χώρες-μέλη της δίνουν το χειρότερο παράδειγμα, με αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες που περιορίζουν την ελευθερία των δημοσιογράφων, με τυποκτόνους νόμους και τεράστια πρόστιμα σε περιπτώσεις δυσφήμησης, αλλά και με τα γιγαντιαία δίκτυα υποκλοπών που στρέφονται είτε εναντίον των δημοσιογράφων είτε των πηγών τους.
Οι περιπτώσεις, άλλωστε, χωρών όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, που βρέθηκαν σε καθεστώς μνημονίων, μαρτυρούν και ακόμη μία έμμεση παρέμβαση της Ε.Ε. εναντίον της ελευθερίας του Τύπου. Η πολιτική λιτότητας οδήγησε σε συγχωνεύσεις ή κλείσιμο μέσων ενημέρωσης, δημιουργώντας στρατιές ανέργων δημοσιογράφων οι οποίοι ήταν για τον λόγο αυτό πιο εκτεθειμένοι στις πιέσεις των διευθυντών τους ή ακόμη και εξωγενών παραγόντων.
Παράλληλα, η κατάρρευση της διαφημιστικής αγοράς ενίσχυσε την επιρροή των τραπεζών ως των μόνων εταιρειών που μπορούσαν να προσφέρουν μεγάλα πακέτα διαφημίσεων – αφού ήταν οι μοναδικές επιχειρήσεις που ανακεφαλαιοποιούνταν από τους Ευρωπαίους φορολογούμενους με εντολή της Ε.Ε.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα στα χρόνια του μνημονίου έπεσε έως και πενήντα θέσεις στην κατάταξη ως προς την ελευθεροτυπία, στον κατάλογο που εκδίδει κάθε χρόνο η οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα, δεν αφήνει πολλά περιθώρια παρερμηνειών για το τι πραγματικά συνέβη.
Η στάση λοιπόν της Ε.Ε. απέναντι στην Τουρκία δεν είναι προϊόν κάποιας έκτακτης ανάγκης. Μάλλον η κατάσταση συνεχούς έκτακτης ανάγκης είναι προϊόν της Ε.Ε.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα των Συντακτών 12/3/2016