Πηγή: Raymond Bonner, Nelson Rauda – ProPublica
Μετάφραση/Επιμέλεια: Ανδρέας Κοσιάρης
Σε μία αυτοσχέδια αίθουσα δικαστηρίου στον δεύτερο όροφο ενός κοινού κτιρίου στο βορειοανατολικό Ελ Σαλβαδόρ, ο δικαστής Χόρχε Γκουζμάν έχει περάσει τα τελευταία έξι χρόνια επίπονα συλλέγοντας στοιχεία από τους επιζώντες μιας από τις χειρότερες σφαγές στη σύγχρονη ιστορία της Λατινικής Αμερικής: τη σφαγή χιλίων ανδρών, γυναικών και παιδιών από τον στρατό του Ελ Σαλβαδόρ κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου της χώρας.
Σαράντα χρόνια μετά τη σφαγή, πρώην υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί, συμπεριλαμβανόμενου του τότε Υπουργού Άμυνας, αντιμετωπίζουν κατηγορίες που εκτείνονται από την απαγωγή και τον βιασμό έως τη δολοφονία. Ο στρατός και η ελίτ της χώρας έχουν επανειλημμένα επιχειρήσει να μπλοκάρουν κάθε λογοδοσία για τη σφαγή, και ο σημερινός πρόεδρος, Ναγίμπ Μπουκέλε, ένας 40χρονος δεξιός λαϊκιστής που συχνά συγκρίνεται με τον Ντόναλντ Τραμπ και θυμίζει σε κάποιους τον Βίκτορ Όρμπαν, μπορεί να το πέτυχε. Δεν έχει κρύψει την επιθυμία του να τερματίσει την έρευνα.
Στις 31 Αυγούστου, το κοινοβούλιο που ελέγχεται από το κόμμα του Μπουκέλε, απέλυσε όλους του δικαστές της χώρας με ηλικία άνω των 60 ετών. Ο Γκουζμάν είναι 61. Στο Ελ Σαλβαδόρ, η κυρίαρχη άποψη είναι πως ένας από τους στόχους ήταν ο τερματισμός αυτής της έρευνας.
Ο αποδεκατισμός του δικαστικού σώματος από τον Μπουκέλε είναι η τελευταία του κίνηση για να αυξήσει την εξουσία του, και οδήγησε σε αντίδραση των ΗΠΑ. Οι τελευταίες έχουν μακρά και περίπλοκη ιστορία με το Ελ Σαλβαδόρ και δεν είναι ξεκάθαρο αν επιθυμούν να επιβάλουν κυρώσεις και ποιες είναι αυτές.
Ο Μπουκέλε δεν είναι πιθανό να λυγίσει εύκολα. Τον Μάιο, αφότου το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας ανέτρεψε κάποιες εκτελεστικές του διαταγές, το κοινοβούλιο απομάκρυνε πέντε ανώτατους δικαστές και τους αντικατέστησε με πιστούς στον πρόεδρο.
Στις 3 Σεπτεμβρίου, το νέο Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε πως ο Μπουκέλε μπορεί να διεκδικήσει την επανεκλογή του το 2024, παρά το γεγονός ότι θα ξεπερνά το όριο θητειών που αναφέρεται στο Σύνταγμα της χώρας.
Η δολοφονία τον Μάρτιο του 1980 του σεβαστού Ρωμαιοκαθολικού Αρχιεπίσκοπου Όσκαρ Αρνούλφο Ρομέρο από ένα ακροδεξιό τάγμα θανάτου, έδωσε το έναυσμα για μία επανάσταση που σιγόβραζε καιρό. Μια σειρά από αριστερές πολιτικές και αντάρτικες οργανώσεις συνενώθηκαν υπό το έμβλημα του Εθνικού Μετώπου Απελευθέρωσης Φαραμπούντο Μαρτί (FMLN), για να δώσουν τέρμα στις δεκαετίες εξουσίας μια συμμαχίας της ολιγαρχίας και του στρατού. Οι ΗΠΑ στήριξαν την κυβέρνηση, με το πρόσχημα της αντίθεσης στην επέκταση του κομμουνισμού, προσφέροντας εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε οικονομική και στρατιωτική βοήθεια.
Τον Δεκέμβριο του 1981, το Atlacatl, ένα τάγμα του στρατού του Σαλβαδόρ, λεηλάτησε και βίασε περνώντας μέσα από το Ελ Μοζότε και μια σειρά από άλλα χωριουδάκια στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας. Οι στρατιώτες μάζεψαν τους χωρικούς στην πλατεία και τους ανάγκασαν να ξαπλώσουν με το πρόσωπο στο χώμα. Οι γέροι απομακρύνθηκαν, βασανίστηκαν για να προσφέρουν πληροφορίες για το αν οι γιοι τους είχαν ενταχθεί στο αντάρτικο κι έπειτα εκτελέστηκαν. Οι γυναίκες βιάστηκαν κι εκτελέστηκαν. Μερικές γυναίκες που είχαν μωρά, μαζί με τα παιδιά του χωριού, υποχρεώθηκαν να μπουν σε μία μονή πίσω από τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία του χωριού. Οι στρατιώτες τις πυροβολήσαν και τους έριξαν χειροβομβίδες. Έπειτα από χρόνια, μια ιατροδικαστική εκταφή στο σημείο ανακάλυψε τα πτώματα τουλάχιστον 143 ατόμων, το 90% εξ αυτών κάτω των 12 ετών — η μέση ηλικία των πτωμάτων ήταν τα 6 χρόνια.
[ΣτΜ: Το τάγμα Atlacatl, δημιουργήθηκε το 1980 στις ΗΠΑ, στη διαβόητη «Σχολή της Νότιας Αμερικής» (School of the Americas – SOA), που εκπαίδευσε τους περισσότερους πραξικοπηματίες στρατιωτικούς από χώρες της Λατινικής Αμερικής].
Η σφαγή αποκαλύφθηκε από δημοσιογράφους των New York Times και της Washington Post που έφτασαν στον τόπο του εγκλήματος μαζί με έναν φωτογράφο εβδομάδες μετά τη σφαγή. Πτώματα κείτονταν ακόμη στα καλαμποκοχώραφα και στα λασπόσπιτα, βορά στα όρνεα. Η κυβέρνηση του Ρόναλντ Ρίγκαν αρνήθηκε πως τα συμμαχικά κυβερνητικά στρατεύματα του Ελ Σαλβαδόρ διέπραξαν τη σφαγή. Η Αμερικανική Πρεσβεία στο Σαν Σαλβαδόρ πρότεινε πως την ευθύνη είχαν οι αντάρτες, και οι συντηρητικοί υπερασπιστές της κυβέρνησης ισχυρίστηκαν πως επρόκειτο για «αντάρτικη προπαγάνδα». [ΣτΜ: Ο Έλιοτ Έιμπραμς, τότε υφυπουργός Εξωτερικών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, που το 2019 επέστρεψε στην αμερικανική κυβέρνηση ως Ειδικός Απεσταλμένος για τη Βενεζουέλα, είχε δηλώσει πως «το περιστατικό καταχράται, στην καλύτερη περίπτωση, από τους αντάρτες]. Η αλήθεια για τον ρόλο του τάγματος Atlacatl αποκαλύφθηκε με τον αποχαρακτηρισμό εγγράφων επί κυβέρνησης Κλίντον.
Ο αγώνας των επιζώντων και των συγγενών των θυμάτων για δικαιοσύνη έχει υπάρξει δύσκολος, σημαδεμένος από ήττες, νίκες και περισσότερες ήττες. Το 1991, το γραφείο νομικής βοήθειας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ζήτησε από το δικαστήριο να διεξάγει έρευνα. Όταν το δικαστήριο αιτήθηκε στο Υπουργείο Άμυνας του Ελ Σαλβαδόρ για τα ονόματα των αξιωματικών που ήταν επικεφαλής της επιχείρησης, έλαβε την απάντηση πως «δεν υπήρχαν πληροφορίες» για καμία «υποτιθέμενη επιχείρηση».
Δύο χρόνια αργότερα, μια ειρηνευτική συμφωνία τερμάτισε τον πολύχρονο εμφύλιο πόλεμο, και η Επιτροπή Αλήθειας των Ηνωμένων Εθνών κατέληξε πως η κυβέρνηση είχε την ευθύνη για τουλάχιστον το 75% των 75.000 αμάχων που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκειά του. Δρώντας γρήγορα και χωρίς ακροάσεις, το κοινοβούλιο που ήταν υπό τον έλεγχο των δεξιών κομμάτων υπερψήφισε έναν ευρύτατο νόμο αμνήστευσης.
Τα θύματα αμφισβήτησαν τον νόμο στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ελ Σαλβαδόρ. Έχασαν. Το 2011, κατέθεσαν εκ νέου, αυτή τη φορά στο Δια-Αμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην 152σέλιδη γνωμοδότησή του, το δικαστήριο απεφάνθη πως δεν υπήρχε αμφισβήτηση ότι «οι Ένοπλες Δυνάμεις εκτέλεσαν όλους τους ανθρώπους που συνάντησαν: γηραιούς ενήλικες, άνδρες, γυναίκες, αγόρια και κορίτσια, σκότωσαν ζώα, κατέστρεψαν και έκαψαν φυτείες, σπίτια, και κατέστρεψαν οτιδήποτε σχετιζόταν με την κοινότητα». Όσο για τον νόμο αμνήστευσης, το δικαστήριο απεφάνθη πως ήταν αντίθετος με «τις διεθνείς υποχρεώσεις [της κυβέρνησης του Ελ Σαλβαδόρ] να ερευνά και να τιμωρεί τις σφοδρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που σχετίζονται με τις σφαγές στο Ελ Μοζότε και σε κοντινά μέρη».
Οπλισμένα με αυτήν την απόφαση, τα θύματα πήγαν πίσω στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ελ Σαλβαδόρ. Το 2016, αυτό αποφάσισε ότι ο νόμος αμνήστευσης είναι άκυρος. Ο δικαστής Γκουζμάν ξανάνοιξε την έρευνα και ξεκίνησε να λαμβάνει καταθέσεις από τους επιζώντες. (Αν και η υπόθεση αναφέρεται συχνά ως δίκη, είναι περίπου το αντίστοιχο μιας προκαταρκτικής ανάκρισης, στο τέλος της οποίας ο Γκουζμάν μπορεί είτε να απορρίψει τις κατηγορίες είτε να προτείνει τη δίωξη των κατηγορούμενων). Επειδή ο Γκουζμάν είναι ένας από τους ελάχιστους δικαστές στην περιοχή του και είχε βαρύ φόρτο υποθέσεων, η έρευνα για το Ελ Μοζότε έχει προχωρήσει με αργούς ρυθμούς.
Ο Αμαντέο Σάντσεζ είπε στον δικαστή πως ήταν 8 ετών όταν έγινε η σφαγή και επέζησε τρέχοντας μέσα στα χωράφια καλαμποκιού και αγαύης μαζί με τον πατέρα του. Άκουσαν τους πυροβολισμούς και τις κραυγές των νεαρών κοριτσιών που βιάζονταν. Όταν ο Σάντσεζ επέστρεψε στο χωριό, βρήκε τα πτώματα της μητέρας του και των δύο αδερφών του, όπως και αυτά των θείων του και των ξαδέρφων του. Σε ένα πλίθινο σπίτι, κατέθεσε, είδε το πτώμα μιας γυναίκας που είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι. Δίπλα της ήταν ένα αγόρι ενός έτους. Ο λαιμός του ήταν κομμένος, είπε ο Σάντσεζ στον δικαστή κάνοντας με το χέρι του την αντίστοιχη κίνηση. Στον τοίχο, οι στρατιώτες είχαν γράψει «Un niño muerto es un guerrillero menos» — «Ένα νεκρό παιδί είναι ένας αντάρτης λιγότερος».
Μια άλλη μάρτυρας, η Μαρία Ροζάριο, είπε στον δικαστή πως 24 μέλη της οικογένειάς της σκοτώθηκαν, συμπεριλαμβανόμενης της μητέρας της. Όταν κατέθεσε, κοιτούσε τους κατηγορούμενους, που κάθονταν σε σπαστές καρέκλες στη σειρά. Ήθελε να ουρλιάξει «δολοφόνοι», είπε σε συνέντευξη το 2018. «Αλλά δεν μπορούσα να επιτρέψω στον εαυτό μου να το κάνει αυτό, διότι ο δικαστής ήταν ακριβώς μπροστά μου. Απλά υπομένεις τον πόνο που αισθάνεσαι».
Ο Μπουκέλε έχει υπάρξει αποφασισμένος, όπως οι προκάτοχοί του και η ηγεσία του στρατού, να καταπνίξει την έρευνα. Όταν ο Γκουζμάν προσπάθησε να εκτελέσει ένταλμα έρευνας σε στρατιωτικές βάσεις για έγγραφα που σχετίζονται με τη σφαγή, ο Μπουκέλε διέταξε τις ένοπλες δυνάμεις να μη συμμορφωθούν· στρατιώτες είχαν τοποθετηθεί σε διάφορες βάσεις για να μπλοκάρουν την είσοδο του δικαστή. Σε ένα τηλεοπτικό διάγγελμα προς το έθνος την περασμένη χρονιά, ο Μπουκέλε κατηγόρησε τον Γκουζμάν για συμμετοχή στο FMLN, που από τον καιρό της ειρηνευτικής συμφωνίας έχει μετατραπεί σε πολιτικό κόμμα. Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος.
Κατηγόρησε επίσης τον δικηγόρο των θυμάτων, Νταβίντ Μοράλες, ότι έγινε εκατομμυριούχος από την εκπροσώπησή τους. Ο 55χρονος Μοράλες ξεκίνησε να αναζητά δικαιοσύνη για τα θύματα όταν ήταν πρακτικάριος στο γραφείο νομικής βοήθειας της Καθολικής Εκκλησίας. Σήμερα δουλεύει για μία μη κυβερνητική οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την Cristosal. Ο Μοράλες, που έχει ολοκληρώσει την παρουσίαση μαρτύρων στο δικαστήριο, είπε πως, προτού ο Μπουκέλε απολύσει τους δικαστές, περίμενε η απόφαση του Γκουζμάν να έρθει σύντομα. Όμως εκτός κι αν οι εγχώριες και διεθνείς πιέσεις αναγκάσουν τον Μπουκέλε να ανακαλέσει την εντολή του, ο Μοράλες φοβάται πως πλέον η έρευνα έχει τελειώσει.