Του Eric Toussaint
Πέμπτη από έξι συνέχειες
9. Η σοβιετική αντεπίθεση: η Συνθήκη του Ραπάλλο του 1922
Το κείμενο αυτό που αποτελούσε πραγματική πρόκληση από πλευράς των δυτικών δυνάμεων οδήγησε την σοβιετική αντιπροσωπεία να έλθει τις αμέσως επόμενες ώρες σε επαφή με την γερμανική αντιπροσωπεία την οποία Παρίσι και Λονδίνο κρατούσαν λίγο σε απόσταση. Οι πρωτεύουσες αυτές ήλπιζαν να πείσουν του σοβιετικούς Ρώσους να δεχτούν τους παραπάνω όρους ή, τουλάχιστον, ένα μέρος τους, ώστε, στη συνέχεια, να διαπραγματευτούν υπό ευνοϊκές συνθήκες με τους Γερμανούς. Το ρωσικό ζήτημα είχε σαφώς προτεραιότητα.
Ο Joffé, ένας από τους υπεύθυνους της σοβιετικής αντιπροσωπείας, τηλεφώνησε στους Γερμανούς στις 1 η ώρα το πρωί της Κυριακής του Πάσχα 16 Απριλίου 1922, για να τους προτείνει να συναντηθούν άμεσα ώστε να προσπαθήσουν να φθάσουν σε μια διμερή συμφωνία. Ο βιογράφος του Βάλτερ Ράτενάου (Walther Rathenau), του Γερμανού υπουργού οικονομίας, διηγείται ότι τα μέλη της γερμανικής αντιπροσωπείας συνεδρίασαν με τις πυτζάμες στο δωμάτιο του Ράτενάου για να αποφασίσουν αν θα δέχονταν την σοβιετική πρόσκληση. Δέχτηκαν και, δεκατέσσερις ώρες αργότερα, την Κυριακή 16 Απριλίου 1922, ώρα 17:00, υπογράφονταν η Συνθήκη του Ραπάλλο, μεταξύ Γερμανίας και σοβιετικής Ρωσίας |39|.
Η συνθήκη αυτή περιλάμβανε την αμοιβαία παραίτηση από κάθε απαίτηση χρηματοοικονομικής τάξης, συμπεριλαμβανομένων των γερμανικών απαιτήσεων που σχετίζονταν με τα σοβιετικά διατάγματα εθνικοποίησης “υπό τον όρο η Κυβέρνηση της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας να μην ικανοποιήσει παρόμοιες απαιτήσεις άλλων Κρατών» |40|.Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η σοβιετική Ρωσία διατηρούσε, έτσι, πλήρη συνέπεια προς την θέση που η σοβιετική κυβέρνηση είχε υιοθετήσει στο θέμα της πρότασης ειρήνης από την επομένη της επανάστασης: μια ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις και χωρίς επανορθώσεις. Υπενθυμίζουμε ότι η γερμανική αυτοκρατορία είχε επιβάλλει, τον Μάρτη του 1918, δρακόντειους όρους, στα πλαίσια της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ, προσαρτώντας ρωσικά εδάφη και απαιτώντας πολύ βαριά πολεμική αποζημίωση.
Στη συνέχεια, η συνθήκη είχε ακυρωθεί τον Ιούνη του 1919 από αυτήν των Βερσαλλιών με την οποία οι δυτικές δυνάμεις επέβαλαν στην Γερμανία ακρωτηριασμό των εδαφών της και βαριές επανορθώσεις. Από την πλευρά της, με την Συνθήκη του Ραπάλλο, η σοβιετική Ρωσία υπέγραφε μια συμφωνία ειρήνης που περιείχε αμοιβαία παραίτηση από επανορθώσεις και αυτό ενώ το άρθρο 116 της Συνθήκης των Βερσαλλιών έδινε στην Ρωσία το δικαίωμα να λάβει οικονομικές αποζημιώσεις από την Γερμανία. Η στάση αυτή της σοβιετικής Ρωσίας ήταν επίσης συνεκτική με τις συνθήκες που είχε υπογράψει το 1920-1921 με τις δημοκρατίες της Βαλτικής και την Πολωνία.
Ένας άλλος όρος της Συνθήκης του Ραπάλλο πρόβλεπε ότι η Γερμανία θα χρηματοδοτούσε την δημιουργία μεικτών επιχειρήσεων που θα είχαν ως αντικείμενο την ενίσχυση του εμπορίου μεταξύ των δυο χωρών.
Εν περιλήψει, η Συνθήκη του Ραπάλλο που υπογράφτηκε με πρωτοβουλία της σοβιετικής αντιπροσωπείας αποτέλεσε μια αυστηρή απάντηση στην πολύ επιθετική και εξουσιαστική στάση των δυτικών δυνάμεων.
Στη συνέχεια, η σοβιετική αντιπροσωπεία είχε όλο το χρόνο να διαβιβάσει την επίσημη απάντησή της στις δυτικές δυνάμεις, σε αντίδραση των απαιτήσεων που αυτές είχαν διατυπώσει στις 15 Απριλίου.
10. Στην Γένοβα (1922), οι σοβιετικές αντιπροτάσεις απέναντι στις επιβολές των πιστωτριών δυνάμεων
Στις 20 Απριλίου 1922, ο Τσιτσέριν διαβίβασε την σοβιετική απάντηση στις δυτικές προτάσεις που είχαν δημοσιευθεί στις 15 Απριλίου.
Η απάντηση ανέφερε πως: «Η ρωσική Αντιπροσωπεία παραμένει της γνώμης ότι η σημερινή οικονομική κατάσταση της Ρωσίας και οι περιστάσεις που οδήγησαν σε αυτήν δικαιολογούν πλήρως, για τη Ρωσία, την πλήρη αποδέσμευσή της από όλες τις υποχρεώσεις της που αναφέρονται στις παραπάνω προτάσεις, σε συνέχεια της αναγνώρισης των αντι-απαιτήσεών της.» |41|
Παρά την διαφωνία της με τις εξωφρενικές απαιτήσεις των δυτικών δυνάμεων, η ρωσική αντιπροσωπεία δήλωνε έτοιμη να κάνει παραχωρήσεις σχετικά με το χρέος που είχε συνάψει ο τσάρος πριν την είσοδο στον πόλεμο στις 1 Αυγούστου 1914. Προχωρούσε σε σειρά προτάσεων.
Δεσμευόταν, σε περίπτωση συμφωνίας, να ξεκινήσει την αποπληρωμή μετά από τριάντα χρόνια: «Η επανέναρξη των καταβολών που αφορούν τις οικονομικές δεσμεύσεις που δέχεται η Κυβέρνηση της Ρωσίας (…), περιλαμβανομένης της καταβολής των τόκων, θα ξεκινήσει μετά από μια περίοδο 30 ετών από την ημέρα υπογραφής της παρούσας συμφωνίας.» |42|
Η ρωσική αντιπροσωπεία έλεγε πως δεν θα υπέγραφε μια συμφωνία με τις άλλες κυβερνήσεις παρά μόνον αν αυτές αναγνώριζαν πλήρως την σοβιετική κυβέρνηση κι αν πιστώσεις από Κράτος στ Κράτος χορηγούνταν από αυτές, όχι για να την βοηθήσουν να αποπληρώσει το χρέος της αλλά για να της επιτραπεί να ξαναχτίσει την οικονομία της. Συγκεκριμένα, αυτό σήμαινε ότι η σοβιετική κυβέρνηση ζητούσε πρώτα να λάβει φρέσκο χρήμα ώστε να επανεκκινήσει την οικονομία της χώρας, πράγμα που μετά από μια περίοδο τριάντα ετών θα επέτρεπε την έναρξη της αποπληρωμής ενός μέρους του χρέους που είχε συνάψει το τσαρικό καθεστώς πριν την 1η Αυγούστου 1914.
Η δυτικές αντιπροτάσεις σχετικά με το ρωσικό χρέος
Στις 2 Μαΐου 1922, οι συγκαλούσες δυνάμεις έκαναν νέες προτάσεις στην ρωσική αντιπροσωπεία αλλά, αν και σε ορισμένα σημεία προχωρούσαν σε μικρές παραχωρήσεις (ειδικότερα προτείνοντας μια προθεσμία 5 ετών πριν την επανέναρξη της αποπληρωμής του χρέους), εισήγαγαν νέους απαράδεκτους όρους, ειδικότερα στο πολιτικό επίπεδο. Ο Όρος 1 προσδιόριζε ότι «όλα τα Έθνη οφείλουν να δεσμευτούν να απέχουν από κάθε ανατρεπτική προπαγάνδα κατά της τάξης και του πολιτικού συστήματος που επικρατούν σε άλλες χώρες, η Σοβιετική Κυβέρνηση δεν θα παρέμβει κατά κανέναν τρόπο στις εσωτερικές υποθέσεις και θα απέχει από κάθε πράξη που θα μπορούσε να διασαλεύσει το εδαφικό και πολιτικό status quo σε άλλα Κράτη.»
Αυτό σήμαινε ειδικότερα ότι η σοβιετική κυβέρνηση έπρεπε να παραιτηθεί από το κάλεσμα στους λαούς των αποικιών να απαιτήσουν τον σεβασμό του δικαιώματός τους στην αυτοδιάθεση. Συγκεκριμένα, θα έπρεπε να αποφύγει να στηρίξει την ανεξαρτησία αποικιών όπως η Ινδία, οι αφρικανικές αποικίες των διαφόρων αυτοκρατοριών, ειδικά της βρετανικής και της γαλλικής. Θα έπρεπε επίσης η σοβιετική κυβέρνηση να μην παρέχει πλέον την στήριξή της σε απεργίες και άλλες μορφές αγώνα στις άλλες χώρες.
Ο Όρος 1 πρόσθετε: «Θα καταργήσει επίσης, στην επικράτειά της, κάθε απόπειρα βοήθειας προς επαναστατικά κινήματα σε άλλα Κράτη.» |43| Πρακτικά, αυτό σήμαινε να μην παρέχει πλέον την στήριξή της στην Κομμουνιστική Διεθνή (επίσης γνωστή ως «Τρίτη Διεθνής») που είχε δημιουργηθεί το 1919 και είχε την έδρα της στην Μόσχα.
Από πλευράς χρέους, ο όρος 2 επιβεβαίωνε την θέση των δυτικών δυνάμεων: «η ρωσική Σοβιετική Κυβέρνηση αναγνωρίζει όλα τα χρέη και δημόσιες υποχρεώσεις που συνάφθηκαν ή εγγυήθηκαν από τη Ρωσική αυτοκρατορική Κυβέρνηση ή τη ρωσική προσωρινή Κυβέρνηση ή από την ίδια, απέναντι στις ξένες Δυνάμεις.»
Το εδάφιο 2 του όρου 2 αρνούνταν το σοβιετικό αίτημα που συνίστατο στην αναγνώριση του δικαιώματός της να λάβει αποζημιώσεις για τις υλικές και ανθρώπινες απώλειες οι οποίες προκλήθηκαν στην Ρωσία λόγω της επίθεσης στην οποία επιδόθηκαν οι ξένες δυνάμεις κατά την διάρκεια και μετά την επανάσταση. Το κείμενο ανέφερε: «Οι Σύμμαχοι δεν μπορούν να δεχθούν την ευθύνη την οποία επικαλείται εναντίον τους η ρωσική σοβιετική Κυβέρνηση, σχετικά με τις απώλειες και ζημίες που υπέστη κατά την διάρκεια της επανάστασης στην Ρωσία μετά από τον πόλεμο.»
Ο όρος 6 απαιτούσε την εγκαθίδρυση μιας διεθνούς διαιτητικής επιτροπής στην οποία η Ρωσία θα είναι μειοψηφία «Η Επιτροπή αυτή θα αποτελείται από ένα μέλος διορισμένο από την ρωσική σοβιετική Κυβέρνηση, ένα μέλος διορισμένο από τους ξένους δικαιούχους τίτλων, δυο μέλη και έναν Πρόεδρο που θα διοριστούν από τον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ ή, αν δεν γίνει αυτό, από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών ή τον Πρόεδρο του Μόνιμου Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.Η Επιτροπή αυτή θα λαμβάνει αποφάσεις επί όλων των θεμάτων περί καταβολής τόκων καθώς και των τρόπων καταβολής του κεφαλαίου και των τόκων, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική και χρηματοοικονομική κατάσταση της Ρωσίας.»
Συνοπτικά, οι συγκαλούσες δυνάμεις αντικαθιστούσαν την επιτροπή του ρωσικού χρέους που οι ίδιες πρότειναν στις 15 Απριλίου με μια διαιτητική επιτροπή με ευρύτατες εξουσίες, στην οποία η Ρωσία θα παρέμενε μειοψηφική.
Η σοβιετική απάντηση επιβεβαιώνει το δικαίωμα στην αποκήρυξη των χρεών
Στις 11 Μαΐου 1922, η σοβιετική αντιπροσωπεία δίνει μια απάντηση που επιβεβαιώνει την αποτυχία των διαπραγματεύσεων της Γένοβας και διατυπώνει με δύναμη το δικαίωμα στην αποκήρυξη των χρεών.
Ο Τσιτσέριν δήλωσε πως «περισσότερο από ένα από τα Κράτη που ήταν παρόντα στη Συνδιάσκεψη της Γένοβας αποκήρυξαν στο παρελθόν χρέη και υποχρεώσεις που σύναψαν, περισσότερα από ένα Κράτη προχώρησαν σε κατάσχεση ή δέσμευση περιουσιακών στοιχείων ξένων υπηκόων ή και δικών τους υπηκόων, χωρίς να αποτελέσουν αντικείμενο οστρακισμού όπως αποτέλεσε η Ρωσία των Σοβιέτ.»
Ο Τσιτσέριν υπογραμμίζει πως μια αλλαγή καθεστώτος μέσω επανάστασης οδηγεί σε ρήξη των υποχρεώσεων που ανέλαβε το προηγούμενο καθεστώς. «Δεν αποτελεί αρμοδιότητα της Ρωσικής Αντιπροσωπείας να νομιμοποιήσει αυτήν την μεγάλη πράξη του ρωσικού λαού μπροστά σε μια συνέλευση δυνάμεων εκ των οποίων πολλές μετρούν στην ιστορία τους περισσότερες από μια επανάσταση. Αλλά, η ρωσική Αντιπροσωπεία είναι υποχρεωμένη να υπενθυμίσει αυτήν την αρχή του δικαίου, ότι δηλαδή οι επαναστάσεις, που είναι μια βίαιη ρήξη με το παρελθόν, φέρουν μαζί τους νέες έννομες σχέσεις στα πλαίσια των εξωτερικών και των εσωτερικών σχέσεων των Κρατών. Οι κυβερνήσεις και τα καθεστώτα που γεννούνται από την επανάσταση δεν οφείλουν να σέβονται τις υποχρεώσεις των κυβερνήσεων που εξέπεσαν.»
Η κυριαρχία των λαών δεν δεσμεύεται από τις συμφωνίες των τυράννων
Ο Τσιτσέριν συνεχίζει: «Η γαλλική Συνέλευση, της οποίας η Γαλλία θεωρεί εαυτόν ως νόμιμη κληρονόμο, διακήρυξε στις 22 Σεπτέμβρη 1792 ότι «η κυριαρχία των λαών δεν δεσμεύεται από τις συμφωνίες των τυράννων». Σε συμφωνία με την διακήρυξη αυτή, η επαναστατική Γαλλία όχι μόνο έσκισε τις πολιτικές συνθήκες του παλαιού καθεστώτος με το εξωτερικό αλλά αποκήρυξε και το κρατικό της χρέος. Δεν συμφώνησε να πληρώσει, κι αυτό για λόγους πολιτικού οπορτουνισμού, παρά μόνο το ένα τρίτο. Είναι το «ενοποιημένο τρίτο», του οποίου οι τόκοι δεν άρχισαν να καταβάλλονται τακτικά παρά μόνο στις αρχές του 19ου αιώνα. Η πρακτική αυτή, την οποία ανήγαγαν σε δόγμα σημαντικοί νομικοί, ακολουθήθηκε σχεδόν συνεχώς από τις κυβερνήσεις που προέρχονταν από επανάσταση ή απελευθερωτικό πόλεμο. Οι ΗΠΑ αποκήρυξαν τις συνθήκες των προκατόχων τους, της Αγγλίας και της Ισπανίας.» |44|
Ο Τσιτσέριν, βάσει των ιστορικών προηγούμενων υποστηρίζει πως η σοβιετική Ρωσία είχε το δικαίωμα να προχωρήσει σε εθνικοποιήσεις ξένων αγαθών στην επικράτειά της: «Αφενός οι κυβερνήσεις των νικητών Κρατών, κατά την διάρκεια του πολέμου και προπάντων κατά την σύναψη των συνθηκών ειρήνης, δεν δίστασαν να κατάσχουν τις περιουσίες των υπηκόων των ηττημένων Κρατών που βρίσκονταν στην επικράτειά τους και ακόμη και σε ξένες επικράτειες. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η Ρωσία δεν μπορεί να υποχρεωθεί να αναλάβει καμία ευθύνη έναντι των ξένων δυνάμεων και των υπηκόων τους σχετικά με την διαγραφή των δημόσιων χρεών και την εθνικοποίηση των ιδιωτικών περιουσιών.»
Στο αίτημα αποζημιώσεων που διατύπωναν οι δυτικές δυνάμεις, ο Τσιτσέριν απαντά: «Άλλο ζήτημα δικαίου: η ρωσική Κυβέρνηση φέρει άραγε ευθύνη για τις ζημίες που προκλήθηκαν στις περιουσίες, τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των ξένων υπηκόων λόγω του εμφυλίου πολέμου, πέραν αυτών που προκλήθηκαν από τις ίδιες τις πράξεις της Κυβέρνησης αυτής, δηλαδή, την διαγραφή των χρεών και την εθνικοποίηση των περιουσιών; Και εδώ, η νομική θεωρία είναι πλήρως υπέρ της ρωσικής Κυβέρνησης. Καθώς η επανάσταση, όπως και όλα τα μεγάλα λαϊκά κινήματα, εξομοιώνεται με την ανώτερη βία δεν παρέχει σε αυτούς που επλήγησαν από αυτήν κανένα δικαίωμα αποζημίωσης. Όταν οι ξένοι υπήκοοι, με την στήριξη των κυβερνήσεών τους, ζήτησαν από την κυβέρνηση του τσάρου την αποζημίωση των απωλειών που τους είχαν προκαλέσει τα επαναστατικά γεγονότα του 1905-1906, ο τελευταίος απέρριψε τα αιτήματά τους δικαιολογώντας την άρνησή του με το σκεπτικό ότι, καθώς δεν είχε χορηγήσει αποζημιώσεις στους δικούς του υπηκόους για ανάλογα γεγονότα, δεν μπορούσε να θέσει τους ξένους σε πλεονεκτική θέση.»
Ο Τσιτσέριν έκλεισε αυτό το τμήμα της επιχειρηματολογίας του λέγοντας: «Έτσι λοιπόν, από πλευράς του δικαίου, η Ρωσία δεν είναι διόλου υποχρεωμένη να αποπληρώσει τα χρέη του παρελθόντος, να αποδώσει τις περιουσίες ή να αποζημιώσει τους παλαιούς τους ιδιοκτήτες, ούτε και να καταβάλει αποζημιώσεις για τις άλλες ζημίες που υπέστησαν οι ξένοι υπήκοοι είτε λόγω της νομοθεσίας που υιοθέτησε η Ρωσία, κατά την άσκηση της κυριαρχίας της, είτε λόγω των γεγονότων της επανάστασης.»
Στην συνέχεια, ο υπεύθυνος της σοβιετικής αντιπροσωπείας δηλώνει εκ νέου την διάθεση της σοβιετικής Ρωσίας να προχωρήσει με τη θέλησή της σε παραχωρήσεις στα πλαίσια της προσπάθειας επίτευξης μιας συμφωνίας.
«Κι όμως, με πνεύμα συμφιλίωσης και για να επιτευχθεί μια συνεννόηση με όλες τις δυνάμεις, η Ρωσία δέχτηκε» να αναγνωρίσει ένα μέρος του χρέους.
Ο Τσιτσέριν δείχνει την βαθιά του γνώση της νομολογίας δηλώνοντας: «Η πρακτική και η θεωρία συμφωνούν ότι την ευθύνη για τις ζημιές που προκαλούνται από την επέμβαση και τον αποκλεισμό, την έχουν οι κυβερνήσεις που πραγματοποιούν αυτές τις πράξεις. Για να μην αναφέρουμε άλλες περιπτώσεις, θα αρκεστούμε να υπενθυμίσουμε την απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου της Γενεύης της 14ης Σεπτεμβρίου 1872 η οποία καταδίκασε την Μεγάλη Βρετανία να καταβάλει στις ΗΠΑ 15 εκατομμύρια δολάρια για τις ζημίες που προκάλεσε σε αυτές ο πειρατής Alabama City που, κατά τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Βορείων και Νοτίων Πολιτειών, είχε βοηθήσει τις τελευταίες.
Η επέμβαση και ο αποκλεισμός των συμμάχων και των ουδέτερων κατά της Ρωσίας αποτελούσε από μέρους των τελευταίων επίσημες πράξεις πολέμου. Τα έγγραφα που δημοσιεύονται στο παράρτημα ΙΙ του πρώτου ρωσικού Μνημονίου αποδεικνύουν με προφανή τρόπο ότι οι αρχηγοί των αντεπαναστατικών στρατών δεν ήταν αυτοί που εμφανίζονταν ως τέτοιοι και ότι οι πραγματικοί τους διοικητές ήταν ξένοι στρατηγοί που είχαν σταλεί ειδικά για τον σκοπό αυτόν από ορισμένες δυνάμεις. Οι δυνάμεις αυτές, όχι μόνο έλαβαν άμεσα μέρος στον εμφύλιο πόλεμο αλλά είναι και εκείνες που τον πραγματοποίησαν.»
Σε ένα παράρτημα που παρείχε η ίδια, η σοβιετική αντιπροσωπεία αναπτύσσει τον ακόλουθο συλλογισμό: «Τα προπολεμικά χρέη που συνήψε η Ρωσία στο εξωτερικό αντισταθμίζονται και με το παραπάνω από τις τεράστιες και διαρκείς ζημίες που προκλήθηκαν στον εθνικό μας πλούτο από την επέμβαση, τον αποκλεισμό και τον εμφύλιο πόλεμο που οργάνωσαν οι Σύμμαχοι. (…)Όμως, αυτό που έγινε με το ένα χέρι (προπολεμικά δάνεια) καταστράφηκε από το άλλο (επεμβάσεις, αποκλεισμός, εμφύλιος πόλεμος). Για τον λόγο αυτόν, το μόνο δίκαιο μέτρο θα ήταν να θεωρηθούν τα προπολεμικά χρέη ως αποσβεσθέντα από τις ζημίες που προκλήθηκαν και να ανοίξει μια νέα εποχή χρηματοοικονομικών σχέσεων.» |45|
Ο Τσιτσέριν δηλώνει εκ νέου πως η Ρωσία είναι έτοιμη να κάνει παραχωρήσεις αν της χορηγηθούν πραγματικές πιστώσεις: «επιθυμώντας να επιτύχει μια πρακτική συμφωνία, η ρωσική Αντιπροσωπεία (…) παίρνει την οδό ευρύτερων παραχωρήσεων και δηλώνει διατεθειμένη να παραιτηθεί υπό όρους από αυτές τις αντι-αξιώσεις της και να δεχθεί τις δεσμεύσεις των κυβερνήσεων που εξέπεσαν σε αντάλλαγμα μιας σειράς παραχωρήσεων από μέρους των δυνάμεων, των οποίων η σημαντικότερη είναι διάθεση στην ρωσική κυβέρνηση πραγματικών πιστώσεων που θα ανέρχονται σε προκαθορισμένο ύψος. Δυστυχώς, η δέσμευση αυτή των δυνάμεων δεν τηρήθηκε.»
Ο υπεύθυνος της ρωσικής αντιπροσωπείας απορρίπτει την αξίωση των συγκαλουσών δυνάμεων να απαιτήσουν από την Ρωσία να αποπληρώσει τα δάνεια που χορηγήθηκαν στον τσάρο και στην προσωρινή κυβέρνηση για να συνεχίσουν έναν πόλεμο που ο λαός απέρριπτε: «Επίσης, το Μνημόνιο θέτει και πάλι εξ ολοκλήρου το ζήτημα των πολεμικών χρεών των οποίων η διαγραφή ήταν ένας από τους όρους της παραίτησης της Ρωσίας από τις αντι-αξιώσεις της.»
Σχετικά με την θέληση των συγκαλουσών δυνάμεων να επιβάλλουν στην Ρωσία μια διεθνή επιτροπή διαιτησίας, ο Τσιτσέριν απαντά πως αν συσταθεί αυτή η επιτροπή: «Η κυριαρχία του ρωσικού Κράτους γίνεται έρμαιο της τύχης. Μπορεί να καταργηθεί με τις αποφάσεις ενός μεικτού διαιτητικού δικαστηρίου που αποτελείται από τέσσερις ξένους και έναν Ρώσο που αποφασίζουν εν κατακλείδι αν τα συμφέροντα των ξένων πρέπει να αποκατασταθούν, να αποδοθούν ή να αποζημιωθούν.»
Τέλος, ο Τσιτσέριν καταγγέλλει το γεγονός ότι οι δυνάμεις, όπως η Γαλλία, απαιτούν με νύχια και με δόντια από τη σοβιετική Ρωσία να αποζημιώσει μερικούς κεφαλαιοκράτες χωρίς να λαβαίνουν υπόψη τους την μάζα των μικροεπενδυτών ρωσικών τίτλων που η Ρωσία ήταν έτοιμη να αποζημιώσει: «η ρωσική αντιπροσωπεία διαπιστώνει ότι τα ενδιαφερόμενα Κράτη, επιφυλάσσοντας όλον τους τον ζήλο για μια περιορισμένη ομάδα ξένων κεφαλαιοκρατών και επιδεικνύοντας ανεξήγητη δογματική αδιαλλαξία, θυσίασαν τα συμφέροντα (…)του πλήθους των μικρών κατόχων ρωσικών χρεών και των μικρών ξένων ιδιοκτητών των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία εθνικοποιήθηκαν ή δεσμεύτηκαν, και τους οποίους η ρωσική Κυβέρνηση είχε την πρόθεση να περιλάβει μεταξύ των διεκδικούντων των οποίων αναγνώριζε το δίκαιο και το βάσιμο της αξίωσής τους. Η ρωσική αντιπροσωπεία δεν μπορεί να μην εκφράσει την έκπληξή της ως προς το ότι δυνάμεις όπως η Γαλλία, που κατέχει την πλειοψηφία των μικρο-επενδυτών σε ρωσικούς τίτλους χρέους επέδειξαν την μεγαλύτερη επιμονή για την επιστροφή των περιουσιών, υποτάσσοντας τα συμφέροντα των μικρο-επενδυτών σε ρωσικούς τίτλους σε αυτά μερικών ομίλων που απαιτούσαν την επιστροφή των περιουσιών.»
Ο Τσιτσέριν καταλήγει στο συμπέρασμα της ευθύνης των συγκαλουσών δυνάμεων για την αποτυχία των διαπραγματεύσεων: δηλώνει πως, «για να επιτευχθεί συμφωνία, έπρεπε οι ξένες δυνάμεις που οργάνωσαν την στρατιωτική επέμβαση στην Ρωσία να παραιτηθούν από το να απευθύνονται στην Ρωσία μιλώντας τη γλώσσα ενός νικητή με έναν ηττημένο, καθώς η Ρωσία δεν ηττήθηκε. Η μόνη γλώσσα που θα μπορούσε να είχε καταλήξει σε κοινή συμφωνία ήταν εκείνη που χρησιμοποιούν το ένα απέναντι στο άλλο, συμβαλλόμενα Κράτη ίσα μεταξύ τους. (…) Οι λαϊκές μάζες της Ρωσίας δεν μπορούν να δεχθούν μια συμφωνία στην οποία οι παραχωρήσεις δεν θα είχαν ως αντιστάθμισμα πραγματικά πλεονεκτήματα.»
Μετάφραση από τα γαλλικά: Christine Cooreman
Σημειώσεις:
|39| Βλ. Carr, T. 3, σ. 385.
|40| Συνθήκη του Ραπάλλο, 16 Απριλίου 1922, άρθρο 2, αναφέρεται από τον Alexander N. SACK, Les réclamations diplomatiques contre les soviets (Οι διπλωματικές αξιώσεις κατά των σοβιέτ) (1918-1938), Revue de droit international et de législation comparée, σ. 288. Για την αγγλική έκδοση, βλ.: http://heinonline.org/HOL/LandingPa…
|41| Όπ. π., σ. 195.
|42| Όπ. π., σ. 198.
|43| Όπ. π., σ. 206.
|44| Όπ. π., σ. 221-222.
|45| Αναφέρεται από Alexander N. SACK, Les réclamations diplomatiques contre les soviets (Οι διπλωματικές αξιώσεις κατά των σοβιέτ) (1918-1938), Revue de droit international et de législation comparée, σημ. 152, σ. 291. Για την αγγλική έκδοση, βλ. εδώ.