διοξείδιο του άνθρακα αέρια θερμοκηπίου συγκεντρώσεις λοκντάουν

ECT: Η συμφωνία-όπλο της βιομηχανίας ορυκτών

Πηγή: Fabian Flues, Cecilia Olivet, Pia Eberhardt Open Democracy
Μετάφραση/Επιμέλεια: Δήμητρα Μπέη

Η Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας (ECT) επιτρέπει στις εταιρείες ορυκτών καυσίμων να μηνύσουν τις κυβερνήσεις για την ανάληψη δράσης ενάντια στην κλιματική αλλαγή.

Στις 4 Φεβρουαρίου, ο γερμανικός ενεργειακός γίγαντας RWE ανακοίνωσε ότι μήνυσε την κυβέρνηση της Ολλανδίας. Ο λόγος; Η Κυβέρνηση πρότεινε να καταργηθεί ο άνθρακας από το μείγμα ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας. Η εταιρεία, η οποία είναι η μεγαλύτερη σε εκπομπές άνθρακα στην Ευρώπη, απαιτεί «αποζημίωση» 1,4 δισ. ευρώ από τη χώρα. Αιτιολογία είναι η απώλεια πιθανών κερδών, επειδή η ολλανδική κυβέρνηση απαγόρευσε την καύση άνθρακα για ηλεκτρική ενέργεια από το 2030.

Αυτό το είδος νομικής δράσης είναι απολύτως φυσιολογικό, και πιθανότατα θα γίνει πολύ πιο συνηθισμένο τα επόμενα χρόνια.

Η RWE υποβάλλει μήνυση σύμφωνα με τη Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας (ECT). Η διεθνής αυτή συμφωνία είναι ελάχιστα γνωστή και υπεγράφη χωρίς πολλή δημόσια συζήτηση το 1994. Η συνθήκη δεσμεύει περισσότερες από 50 χώρες. Επιτρέπει σε ξένους επενδυτές στον ενεργειακό τομέα να μηνύσουν τις κυβερνήσεις για αποφάσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τα κέρδη τους. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται και οι πολιτικές για το κλίμα. Οι κυβερνήσεις μπορεί να αναγκαστούν να καταβάλουν τεράστια ποσά ως αποζημίωση εάν χάσουν μια υπόθεση ECT.

Το Investigate Europe αποκάλυψε ότι η ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελβετία θα μπορούσαν να υποχρεωθούν να πληρώσουν περισσότερα από 345 δισ. Ευρώ σε αγωγές ECT για την κλιματική δράση τα επόμενα χρόνια. Αυτό το ποσό, το οποίο είναι περισσότερο από το διπλάσιο του ετήσιου προϋπολογισμού της ΕΕ, αντιπροσωπεύει τη συνολική αξία της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων που προστατεύεται από την ECT και υπολογίστηκε χρησιμοποιώντας δεδομένα που συλλέχθηκαν από τους οργανισμούς Global Energy Monitor και Change of Oil International.

Με περιουσιακά στοιχεία που καλύπτονται από την ECT αξίας 141 δισ. ευρώ (ή περισσότερα από 2.000 ευρώ ανά πολίτη), το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο το 2019 έγινε η πρώτη μεγάλη οικονομία που πέρασε νόμο περί καθαρών μηδενικών εκπομπών, είναι η χώρα που είναι πιο ευάλωτη σε μελλοντικές αξιώσεις.

Το 2019 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χαρακτήρισε την ECT «ξεπερασμένη» και «μη βιώσιμη». Περισσότεροι από 450 ηγέτες και επιστήμονες για το κλίμα και 300 νομοθέτες από όλη την Ευρώπη κάλεσαν τις κυβερνήσεις να αποσυρθούν από τη συνθήκη.

Σε απάντηση, ισχυρά συμφέροντα κινητοποιήθηκαν. Τόσο για την υπεράσπιση της συνθήκης, όσο και για την επέκτασή της σε νέα υπογράφοντα κράτη. Σε αυτά περιλαμβάνεται το λόμπι ορυκτών καυσίμων που επιθυμεί να διατηρήσει τα μεγάλα νομικά προνόμιά του, αλλά και οι δικηγόροι που κερδίζουν εκατομμύρια από τις υποθέσεις ECT. Τέλος, και η Γραμματεία της ECT με έδρα τις Βρυξέλλες, η οποία έχει στενούς δεσμούς με τις δύο βιομηχανίες και της οποίας η επιβίωση εξαρτάται από τη συνέχιση της συνθήκης.

Ένας σωματοφύλακας για όσους ρυπαίνουν

Οι υποστηρικτές της ECT προβάλλουν μια σειρά αμφιλεγόμενων ισχυρισμών. Στόχος τους να εμποδίσουν τις χώρες να εγκαταλείψουν τη συνθήκη και να πείσουν νέες χώρες να συμμετάσχουν. Όμως οι μύθοι και η παραπληροφόρησή τους καταρρίπτονται εύκολα.

Για παράδειγμα, υποστηρικτές της ECT λένε ότι η συνθήκη προσελκύει ξένες επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένης της καθαρής ενέργειας. Ωστόσο, δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις ότι οι συμφωνίες τύπου ECT το κάνουν αυτό. Μια πρόσφατη έκθεση διαπίστωσε ότι η επίδραση των επενδυτικών συμφωνιών στην αύξηση των ξένων επενδύσεων «είναι τόσο μικρή που θεωρείται μηδενική».

Οι υποστηρικτές της ECT ισχυρίζονται ότι η συνθήκη προστατεύει τις ανανεώσιμες επενδύσεις. Στην πραγματικότητα προστατεύει και παρατείνει κατά κύριο λόγο το status quo των ορυκτών καυσίμων. Τα τελευταία χρόνια μόνο το 20% των επενδύσεων που προστατεύονται από την ECT αφορούσε την καθαρή ενέργεια. Αντίθετα το 56% αφορούσε τον άνθρακα, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.

Προστατεύοντας αυτό το καθεστώς, η ECT ενεργεί ως σωματοφύλακας για τους ρυπαίνοντες. Όπως δείχνει το παράδειγμα της RWE, όταν μια κυβέρνηση αποφασίζει να καταργήσει σταδιακά τον άνθρακα ή να σταματήσει τις εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων μπορούν να απαιτήσουν αποζημίωση μέσω της ECT. Επομένως, αν και χωρίς δημόσια οφέλη και με σαφείς κινδύνους για τη δράση για το κλίμα, γιατί οι χώρες διστάζουν να εγκαταλείψουν τη συνθήκη; Δύο ακόμη μύθοι τους εμποδίζουν να αναλάβουν δράση.

Πρώτον, οι υποστηρικτές της ECT ισχυρίζονται ότι μια συνεχιζόμενη διαδικασία «εκσυγχρονισμού» της συνθήκης θα διορθώσει τα ελαττώματα της. Ωστόσο, ο εκσυγχρονισμός έχει προχωρήσει υπερβολικά αργά από το 2017. Και είναι απίθανο να επιτύχει, δεδομένης της αντίστασης από ισχυρά μέλη της ECT όπως η Ιαπωνία, των οποίων οι εταιρείες έχουν χρησιμοποιήσει την ECT για να λάβουν νομικά μέτρα εναντίον άλλων κυβερνήσεων. Διαρροές αναφέρουν ότι οι συνομιλίες καθυστερούν λόγω της απαίτησης λήψης αποφάσεων ομόφωνα.

Κανένα υπογράφον κράτος δεν πρότεινε την κατάργηση των επικίνδυνων εταιρικών δικαστηρίων της συνθήκης, τα οποία έχουν τη μορφή διαιτητικών δικαστηρίων που συντονίζονται από τρεις ιδιώτες δικηγόρους. Κανένα κράτος δεν πρότεινε σαφή εξαίρεση για την κλιματική δράση. Κανένα μέλος της ECT δεν θέλει να αποκλείσει την προστασία των ορυκτών καύσιμων από την εκσυγχρονισμένη συνθήκη σύντομα.

Εν ολίγοις: οι διαπραγματεύσεις για τον «εκσυγχρονισμό» της ECT δεν θα ευθυγραμμίσουν τη συνθήκη με τις παγκόσμιες δεσμεύσεις για το κλίμα.

Δεύτερον, οι υποστηρικτές της ECT ισχυρίζονται ότι η αποχώρηση από τη συνθήκη δεν προσφέρει προστασία έναντι δαπανηρών αγωγών. Η ρήτρα λήξης της ECT επιτρέπει στους επενδυτές να μηνύσουν μια χώρα για 20 χρόνια μετά την αποχώρησή της από τη συνθήκη. Αυτό καθιστά άσκοπη τη μονομερή έξοδο από την ECT.

Στην πράξη, ωστόσο, η απόσυρση από την ECT μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο μήνυσης των χωρών. Η ρήτρα λήξης ισχύος του ECT ισχύει μόνο για επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από την απόσυρση. Αυτές που πραγματοποιήθηκαν μετά δεν προστατεύονται πλέον.

Σε μια εποχή που η πλειονότητα των νέων ενεργειακών επενδύσεων εξακολουθεί να είναι σε ορυκτά καύσιμα και όχι σε ανανεώσιμες πηγές, αυτό είναι σημαντικό. Όσο πιο γρήγορα φύγουν οι χώρες, τόσο λιγότερες νέες βλαβερές επενδύσεις θα εμπίπτουν στο ECT και θα «κλειδωθούν» από το νομικό καθεστώς της.

Η Ιταλία έκανε το απαραίτητο βήμα για αποχώρηση από το ECT το 2016. Προχωρώντας, εάν πολλές χώρες αποφασίσουν να αποσυρθούν μαζί, ας πούμε, το μπλοκ της ΕΕ, υποστηριζόμενο από συμμάχους όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Ελβετία, μπορούν να αποδυναμώσουν περαιτέρω τη ρήτρα λήξης ισχύος. Οι χώρες που θα αποσυρθούν θα μπορούσαν να υιοθετήσουν μια συμφωνία που αποκλείει αξιώσεις εντός της ομάδας τους, προτού αποχωρήσουν από κοινού από την ECT. Αυτό θα καθιστούσε δύσκολο για τους επενδυτές από αυτές τις χώρες να μηνύσουν άλλους από την ίδια ομάδα χωρών.

inffowar logo

Βοήθησε το INFO-WAR να συνεχίσει την ανεξάρτητη δημοσιογραφία

Για περισσότερες επιλογές πατήστε εδώ