Βρετανικό δικαστήριο χορήγησε τη Δευτέρα 20 Μαΐου στον Τζούλιαν Ασάνζ το δικαίωμα να καταθέσει έφεση ενάντια στην απόφαση έκδοσής του στις ΗΠΑ, όπου αντιμετωπίζει κατηγορίες υπό τον αμερικανικό νόμο Κατασκοπείας, με τις αμερικανικές αρχές να μην καταφέρνουν να πείσουν το δικαστήριο ότι ο εκδότης θα τύχει δίκαιης δίκης.
Τον περασμένο Μάρτιο, το ίδιο δικαστήριο είχε αποφασίσει να καθυστερήσει την τελική του απόφαση, δίνοντας στους εκπροσώπους των ΗΠΑ χρόνο για να απαντήσουν επαρκώς σε τρία ζητήματα, ήτοι: α) ότι θα επιτραπεί στον Ασάνζ να επικαλεστεί την Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος των ΗΠΑ, η οποία προστατεύει την ελευθερία του λόγου, θεωρούμενη από το δικαστήριο ως ισάξια του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης της Ευρωπαϊκής Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, β) ότι δεν θα τύχει προκατάληψης κατά τη δίκη λόγω της εθνικότητάς του, και γ) ότι δεν θα του επιβληθεί η θανατική ποινή.
Οι νομικοί εκπρόσωποι του αμερικανικού κράτους προσέφεραν διαβεβαιώσεις ότι δεν θα ζητηθεί η ποινή θανάτου για τον Ασάνζ, διαβεβαιώσεις που οι δικηγόροι του εκδότη αποδέχτηκαν ως «ξεκάθαρη εκτελεστική υπόσχεση». Όμως δεν συνέβη το ίδιο με τα άλλα δύο σημεία, ιδιαίτερα καθώς παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο δηλώσεις του επικεφαλής εισαγγελέα που πρόκειται να ασκήσει τη δίωξη στις ΗΠΑ, Γκόρντον Κρόμπεργκ, με τις οποίες προκατέβαλε τη στέρηση του δικαιώματος χρήσης της Πρώτης Τροπολογίας διότι ο Ασάνζ δεν είναι Αμερικανός πολίτης.
Ο δικηγόρος των ΗΠΑ, James Lewis KC, δεν μπόρεσε να διαβεβαιώσει το δικαστήριο ότι θα επιτραπεί στον Ασάνζ να στηριχτεί στην πρώτη τροπολογία, παρά μόνο ότι θα του επιτραπεί «να επιδιώξει να στηριχτεί» σε αυτήν, καθότι «δεν είναι πρόσωπο που, ως ζήτημα δικαίου ή πεδίου εφαρμογής, καλύπτεται από το Σύνταγμα των ΗΠΑ».
Ο δικηγόρος των αμερικανικών επιχείρησε να δικαιολογήσει το παραπάνω λέγοντας πως οι πράξεις του Ασάνζ δεν ανήκουν στις προστατευόμενες από την Πρώτη Τροπολογία «όχι λόγω της εθνικότητάς του αλλά διότι, δυνητικά, από νομική άποψη, είναι αλλοδαπός που εκτελεί πράξεις σε ξένο έδαφος που αφορούν την εθνική ασφάλεια». Εδώ ο νομικός εκπρόσωπος των ΗΠΑ προσπαθεί να πείσει πως ο αμερικανικός νόμος Κατασκοπείας δίνει στις ΗΠΑ το δικαίωμα να ασκήσουν δίωξη σε οποιοδήποτε άτομο (στη συγκεκριμένη περίπτωση έναν δημοσιογράφο) σε όλο τον πλανήτη θεωρούν ότι «απειλεί την εθνική ασφάλεια», χωρίς να υποχρεούνται να του προσφέρουν βασικές δημοκρατικές προστασίες για μια δίκαιη δίκη — είτε είναι Αμερικανός πολίτης είτε όχι.
Κατανοητά, οι δικαστές Dame Victoria Sharp και Justice Johnson δεν ικανοποιήθηκαν από τις διαβεβαιώσεις της αμερικανικής πλευράς, και αποφάσισαν ότι ο Ασάνζ έχει το δικαίωμα να καταθέσει έφεση ενάντια στην απόφαση έκδοσής του, λόγω των κινδύνων προκατάληψης κατά τη δίκη λόγω εθνικότητας και στέρησης του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης.
Όπως συμβαίνει συνήθως στις νομικές υποθέσεις των πολλών σταδίων και της γραφειοκρατίας, πρόκειται για μία μικρή μεν, αλλά εντούτοις σημαντική νίκη για τον Ασάνζ. Εάν το δικαστήριο αποφάσιζε αντίθετα, η έκδοσή του στις ΗΠΑ θα ήταν θέμα ωρών — εκτός κι αν αποφάσιζε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να παρέμβει την τελευταία στιγμή.
Το βρετανικό δικαστήριο ακολούθησε τη νομολογία της χώρας, που απαγορεύει την έκδοση για μια σειρά από λόγους, αλλά και τη λογική, καθώς οι κατατεθειμένες «διαβεβαιώσεις» των Αμερικανών δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν τέτοιες από τον πιο εύπιστο άνθρωπο.
Όμως, χωρίς προς το παρόν να έχει οριστεί ημερομηνία για την κατάθεση έφεσης, ο Ασάνζ θα παραμείνει έγκλειστος στην υψίστης ασφαλείας φυλακή του Μπέλμαρς στο Λονδίνο, όπου οι συνθήκες κράτησής του έχουν καταρρακώσει την ψυχική και σωματική του υγεία.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους και υποστηρικτές έξω από το δικαστήριο η σύζυγος του Ασάνζ, Στέλλα, δήλωσε πως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει «απλά να εγκαταλείψουν αυτήν την ντροπιαστική επίθεση στους δημοσιογράφους, τον Τύπο και το κοινό που συνεχίζεται επί 14 χρόνια». «Αυτή η υπόθεση είναι ντροπιαστική, και επιβαρύνει πάρα πολύ τον Τζούλιαν. Βρίσκεται υπό τεράστια πίεση. Βρίσκεται στη φυλακή Belmarsh για πάνω από πέντε χρόνια (…) Αυτή η υπόθεση πρέπει απλά να εγκαταλειφθεί. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα έπρεπε να την είχε εγκαταλείψει από την πρώτη μέρα», συμπλήρωσε.
Η δίωξη κατά του Ασάνζ ξεκίνησε κατά την προεδρία Ομπάμα και συνεχίστηκε επί προεδριών Τραμπ και Μπάιντεν. Μεταξύ άλλων, οι ΗΠΑ έχουν αναγκάσει τον Ασάνζ να αναζητήσει πολιτικό άσυλο το 2012 στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο, όπου παρακολουθούσαν αυτόν, τους γιατρούς και τους δικηγόρους του, ενώ ταυτόχρονα ετοίμαζαν σχέδια για απαγωγή και δολοφονία του. Όταν το 2019 η νέα κυβέρνηση του Ισημερινού υπάκουσε στις αμερικανικές πιέσεις και ήρε το άσυλο του Ασάνζ, εκείνος συνελήφθη με θεατρικό τρόπο και κρατείται έκτοτε στη φυλακή Μπέλμαρς, για μεγάλο διάστημα σε πλήρη απομόνωση. Στην υπόθεση της έκδοσής του, οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν την κατάθεση ψευδομάρτυρα, ενώ είχαν και μέσω των παρακολουθήσεων γνώση των νομικών τακτικών της δικηγορικής ομάδας του Ασάνζ.
Όλα αυτά, διότι ο Ασάνζ δημοσίευσε εμπιστευτικά έγγραφα για τους πολέμους των ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν, που αποκάλυπταν εγκλήματα πολέμου. Τα έγγραφα είχαν δημοσιευτεί από το Wikileaks σε συνεργασία με ορισμένα από τα μεγαλύτερα δημοσιογραφικά συγκροτήματα. Σημαντικά, η διαρροή των εγγράφων δεν έγινε από τον Ασάνζ, αλλά από την πληροφοριοδότη δημοσίου συμφέροντος Τσέλσι Μάνινγκ, η οποία είχε πρωτόδικα καταδικαστεί σε 35 χρόνια κάθειρξη, με τον πρόεδρο Ομπάμα να της απονέμει χάρη μειώνοντας την ποινή της σε επτά χρόνια, και δίνοντάς της το δικαίωμα να αποφυλακιστεί το 2017.