Του Ανδρέα Κοσιάρη
Το διάγγελμα του πρωθυπουργού την Πέμπτη το βράδυ θα ήταν εξοργιστικό και μόνο διότι δεν περιείχε καμία ουσία, διότι ήταν απλά μία απελπισμένη προσπάθεια δικαιολόγησης.
Όμως είναι διπλά εξοργιστικό διότι κρυμμένη μέσα στον — υποτίθεται ψύχραιμο αλλά από το βλέμμα εμφανώς πανικόβλητο — λόγο του πρωθυπουργού υπήρχε μία στυγνή ομολογία αποτυχίας.
Το «επιτελικό κράτος», που σύμφωνα με τον Χρυσοχοΐδη και τον Χαρδαλιά ανέπτυσσε ένα «πρότυπο σχέδιο» αντιπυρικής προστασίας και που «λειτούργησε υποδειγματικά» όταν άφησε την πρώτη πυρκαγιά στη Βαρυμπόμπη να επεκταθεί χαοτικά, ουσιαστικά παραδέχτηκε ότι είναι ανήμπορο.
«Απλά ανέφικτη» ήταν, σύμφωνα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, «η ταυτόχρονη επίτευξη όλων αυτών των στόχων», δηλαδή της προστασίας ανθρώπων, περιουσιών περιβάλλοντος και υποδομών — με αυτή τη σειρά, έτσι τα έθεσε.
Φυσικά αυτή η φράση είναι απλά ψέμα, όπως τόσα άλλα του «σιμουλτανέ ηγέτη». Ναι, αν αφεθούν να γιγαντωθούν οι πυρκαγιές από άκρη σε άκρη της χώρας, έπειτα είναι από εξαιρετικά δύσκολο έως ανέφικτο να τις σταματήσεις. Όμως οι πυρκαγιές δεν γεννιούνται γιγαντιαίες. Γίνονται τέτοιες όταν αγνοείς, αρχικά την πρόληψή τους, κι έπειτα την έγκαιρη κατάσβεσή τους.
Αμφότερες οι δύο μεγάλες πυρκαγιές της Αθήνας των τελευταίων ημερών ξεκίνησαν από πολύ μικρές εστίες σε δασικές εκτάσεις δίπλα ή πολύ κοντά στο αεροδρόμιο Τατοΐου. Ακόμα κι αν αγνοήσουμε τη διαχείριση των δασών — που επιβάλλει πως θα έπρεπε να υπάρχει καθαρισμός, άνοιγμα δασικών δρόμων και ζωνών για εύκολη πρόσβαση της πυροσβεστικής και τακτικές περιπολίες κι επιφυλακή — το αεροδρόμιο Τατοΐου υποτίθεται πως είναι, σύμφωνα με το «επιτελικό σχέδιο», έδρα τουλάχιστον έξι πυροσβεστικών αεροσκαφών.
Πώς είναι δυνατόν να ξεκίνησε πυρκαγιά δίπλα ακριβώς σε αυτή την έδρα, και να μην υπήρξε μέριμνα γρήγορης κατάσβεσής της; Και πώς είναι δυνατόν την επόμενη αμέσως μέρα, μια δεύτερη πυρκαγιά λίγα χιλιόμετρα παραπέρα να αφέθηκε να γιγαντωθεί ακόμα περισσότερο, κατακαίγοντας ανεξέλεγκτη πλέον τα προάστια της Αθήνας;
Η απάντηση είναι απλή: αδιαφορία και αμέλεια. Τα «πρότυπα σχέδια» του Χρυσοχοΐδη και του «πολύ σκληρού» Νίκου Χαρδαλιά ήταν απλά καπνός, σαν αυτόν που πνίγει εδώ και μέρες ολόκληρη την Αθήνα.
Για να μην αναφερθούμε στην σχεδόν πλήρη αγνόηση των πυρκαγιών στα υπόλοιπα σημεία της χώρας. Μονάχα για την άμυνα του μουσείου της Αρχαίας Ολυμπίας και της Διεθνούς Ολυμπιακής Ακαδημίας μπήκε σε συναγερμό το κράτος. Από εκεί και πέρα, η Ηλεία, η Μεσσηνία και η Μάνη, η Βόρεια Εύβοια, η Φωκίδα, τα Γρεβενά και άλλες περιοχές αφέθηκαν να καούν.
Σε όλες τις περιπτώσεις, έγκαιρη και επαρκής επέμβαση θα μπορούσε να είχε αποτρέψει την καταστροφή. Αντ’ αυτού το κράτος δουλεύει μόνο με εκκένωση κι ατομική ευθύνη. Ακριβώς όπως και στην πανδημία: ουδεμία πρόληψη, «σχέδια» για το φαίνεσθαι της «δράσης», το «ανθρωπίνως δυνατόν» κι από εκεί και πέρα, είστε μόνοι σας.
Από δεκαετίες καταστροφών, επί όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων, η σημερινή έμαθε μόνο ένα μάθημα: ότι η επικοινωνία μίας καταστροφής είναι διαχειρίσιμη, αν δεν υπάρξει μεγάλη απώλεια ανθρώπινης ζωής.
Καλώς την προφυλάσσει, καλώς εκκενώνει προληπτικά τους οικισμούς και τα χωριά από όπου πρόκειται να περάσει η λαίλαπα. Όμως ο κίνδυνος για την ανθρώπινη ζωή δεν είναι ένα αναπόδραστο φαινόμενο, δεν είναι «ανέφικτη συνέπεια». Μέχρι να φτάσουμε στην ανάγκη εκκενώσεων, έχει επιδράσει η αδιαφορία και η έλλειψη μέσων και σχεδίου.
Είμαστε ακόμα στην αρχή της περιόδου πυρκαγιών και ήδη η χώρα φλέγεται. Ακόμα κι αν η περίοδος τελειώσει χωρίς κανέναν θάνατο (πράγμα ευκταίο), οι συνέπειες αυτής της απίστευτης καταστροφής σε φυσικό πλούτο θα είναι αισθητές για δεκαετίες και θα οδηγήσουν νομοτελειακά σε πολλούς θανάτους.
Η κλιματική αλλαγή, ο καύσωνας, η ξηρασία, είναι όλα παράγοντες της καταστροφής. Κύρια αιτία όμως θα είναι οι προτεραιότητες ενός κράτους, που διαχρονικά δεν θέλησε ποτέ να την προλάβει και να την αντιμετωπίσει. Όχι «δεν μπόρεσε», ούτε «δεν ήξερε». Δεν θέλησε.