Εγκαινιάζουμε σήμερα μια νέα στήλη με ανταποκρίσεις και αναλύσεις του Γιώργου Βασσάλου από τις Βρυξέλλες
Γιώργος Βασσάλος
Ανταπόκριση Βρυξέλλες
Την Τετάρτη 31 Μάη, η Κομισιόν δημοσίευσε ένα «έγγραφο προβληματισμού για την εμβάθυνση της ΟΝΕ». Βασικό νέο στοιχείο είναι η παροχή μιας καινοτόμας «εναλλακτικής στα ευρωομόλογα» που να θελήσει να αποδεχθεί η Γερμανία.
Δεδομένης της γερμανικής άρνησης σε κάθε αμοιβαιοποίηση των χρεών των κρατών της Ευρωζώνης, η Κομισιόν προτείνει τη δημιουργία «εξασφαλισμένων με κρατικά ομόλογα τίτλων» (sovereign bond-backed securities – SBBS). Οι χρηματοπιστωτικοί αυτοί τίτλοι δε θα εκδίδονται – λέει η Κομισιόν – με μια κοινή πράξη των 19 κρατών της Ευρωζώνης που θα παράγει ποιοτικά νέες εγγυητικές υποχρεώσεις για το κάθε κράτος αλλά θα βασίζονται σε μια αλχημεία δανεισμένη από τις πρακτικές των τραπεζών με τα στεγαστικά δάνεια που οδήγησαν στη μεγάλη κρίση του 2008:
H EE θα αγοράζει ομόλογα των κρατών μελών τα οποία στη συνέχεια θα εντάσσει μέσα σε τιτλοποιημένα παράγωγα μαζί με πολλούς άλλους τίτλους και δείκτες και θα τα πουλά στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Με τον τρόπο αυτό, ευελπιστεί να διευκολύνει τον δανεισμό όλων των κρατών της Ευρωζώνης και να κρατήσει χαμηλά τα περιβόητα spreads που την έχουν φέρει τόσες φορές στο χείλος της διάλυσης.
Προς ένα νέο γαλλο-γερμανικό συμβιβασμό;
To πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται η ανακοίνωση αυτή είναι η εκλογή Μακρόν για την οποία η γερμανική ελίτ πανηγυρίζει περισσότερο από κάθε άλλη, αφού τον στήριξε αναμειγνυόμενη για νιοστή φορά στα εσωτερικά άλλου κράτους. Μετά την ανακούφιση, όμως – κυρίως απέναντι στο ενδεχόμενο μιας αριστερής έκπληξης – πρέπει να περάσουν στο δια ταύτα. Κι εδώ είναι που οι προγραμματικές διαφορές όσο αφορά το μέλλον της Ευρωζώνης ανάμεσα στο «κίνημα» του Μακρόν και τα δύο μεγάλα γερμανικά κόμματα είναι πασιφανείς όσο και αναμενόμενες αφού εκφράζουν τις διαφορές δύο εθνικών αρχουσών τάξεων που η θέση τους στο συσχετισμό δυνάμεων έχει αλλάξει.
Η μεν γαλλική συνεχίζει να χρειάζεται την ΕΕ για να ξεφορτωθεί τις εργατικές κατακτήσεις στο εσωτερικό της που θεωρεί ότι την κρατάνε πίσω. Ταυτόχρονα όμως δεν είναι ικανοποιημένη από την παρούσα λειτουργία της Ευρωζώνης που την οδηγεί σε σχετική απώλεια αγορών και πολιτικής επιρροής. Εξ ου και η θέση του Μακρόν υπέρ των ευρωομολόγων.
Η δε γερμανική είναι απόλυτα βολεμένη με την παρούσα κατάσταση που συνεχίζει να την ισχυροποιεί μέρα με τη μέρα. Αυτό που φοβάται είναι ότι κάθε κίνηση προς αμοιβαιοποίηση των χρεών θα μειώσει τα κίνητρα των άλλων εθνικών κυβερνήσεων να εφαρμόζουν την εξοντωτική λιτότητα. Κυριαρχείται δε από το υπαρξιακό άγχος της του (ανύπαρκτου) πληθωρισμού και ζητά – προς το παρόν χωρίς αποτέλεσμα – τη λήξη της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και τον τερματισμό των έκτακτων αγορών κρατικών ομολόγων, των χαμηλών επιτοκίων και της ποσοτικής χαλάρωσης.
Μια ερμηνεία της νέας πρότασης της Κομισιόν θα μπορούσε να είναι ότι δημιουργεί τη δυνατότητα ενός πιθανού συμβιβασμού: σφίξιμο της νομισματικής πολιτικής με αντάλλαγμα τη συμφωνία της Γερμανίας στην τιτλοποίηση των κρατικών ομολόγων.
Η ίδια η πρόταση της βέβαια θα ήταν ακατανόητη αν δεν είχε ορίζοντα την αμοιβαιοποίηση των χρεών την οποία αποκηρύσσει για το άμεσο μέλλον. To έγγραφο της 31ης Μάη περιέχει λοιπόν και την πρόταση έκδοσης ενός «Ευρωπαϊκού Ασφαλούς Περιουσιακού Στοιχείου» μετά το 2019 ως μέσου «κοινής έκδοσης τίτλων χρέους». Εξ ου και η ακόλουθη αντιφατική δήλωση του Μοσκοβισί: «τα ασφαλή περιουσιακά στοιχεία στα οποία αναφέρθηκε έγγραφο της Επιτροπής, δεν θα πρέπει να συγχέονται με τα ευρωομόλογα, όσο κι αν μπορεί να θεωρηθούν ενδεχομένως ένα πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση».
Το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών δε φάνηκε προς το παρόν τουλάχιστον να πείθεται από τις προτάσεις αυτές και ήδη από την Τετάρτη αντέδρασε αρνητικά. Είναι μάλλον αναμενόμενο να μην έχουμε εντυπωσιακές εξελίξεις πάνω στο θέμα πριν από τις γερμανικές εκλογές.
Η τιτλοποίηση ως λύση;
Θα έχανε όμως κανείς το δάσος, αν στην πρόταση για τιτλοποίηση των κρατικών ομολόγων (SBBS) έβλεπε μόνο μια προσπάθεια γαλλογερμανικού συμβιβασμού. Πρόκειται για ένα ακόμα πετραδάκι στην προσπάθεια της ΕΕ να επιστρέψουν οι χρηματοπιστωτικοί κολοσσοί στην προ της κρίσης κυριαρχία τους. Το ίδιο το «έγγραφο προβληματισμού» δεν κρύβει την πρόθεση να τους στηρίξει αναφέροντας ότι το SBBS «θα μπορούσε να προσφέρει πολυάριθμα οφέλη στις χρηματοπιστωτικές αγορές …με τη μεγαλύτερη διαφοροποίηση των ισολογισμών των τραπεζών και με την προώθηση του επιμερισμού των κινδύνων στον ιδιωτικό τομέα». Η διάσωση του ευρώ και η διάσωση των τραπεζών – τεράτων που θα είχαν χρεοκοπήσει χωρίς τα χρήματα των εργαζομένων που τους χάρισαν οι κυβερνήσεις πάντα πήγαιναν μαζί εξάλλου.
Μια μέρα πριν την ανακοίνωση του σχεδίου για το ευρώ, οι τρεις βασικοί θεσμοί της ΕΕ συμφώνησαν σε νομοθετική πρωτοβουλία για την επανεκκίνηση της τιτλοποίησης κάθε είδους δανείων και στην πράξη κυρίως των στεγαστικών. Πρόκειται για την πρακτική που οδήγησε τις τράπεζες σε πολλές χώρες να μοιράζουν στεγαστικά χωρίς να τις νοιάζει αν οι δανειζόμενοι θα μπορούσαν να αποπληρώσουν ή τι θα γινόταν αν αυτοί έχαναν τις δουλειές τους, αφού προτεραιότητα γι’ αυτές ήταν να αυξήσουν το τζίρο τους και να βγάλουν επιπλέον κέρδη εντάσσοντας τα ανοιχτά στεγαστικά τους σε τιτλοποιημένα παράγωγα που πωλούσαν. Περιττό να πούμε ότι κυβερνήσεις ενθάρρυναν κάθε σκέλος της πρακτικής αυτής. Όταν η φούσκα έσκασε με πάταγο, οι κυβερνήσεις έσωσαν κάθε εμπλεκόμενη τράπεζα πλην της Λέμαν. Η ΕΕ που ενέκρινε τις τερατώδεις διασώσεις προσπαθεί τώρα να αναστήσει την πρακτική αυτή υποσχόμενη ότι θα φέρει «150 δισ. επιπλέον χρηματοδότησης στην οικονομία».
Πρόκειται για νούμερο – πυροτέχνημα με σκοπό να ξεχαστούν τα 4,5 τρισ. της δημόσιας βοήθειας στις τράπεζες, τα 213 δισ. που έχασαν για πάντα οι κυβερνήσεις της ΕΕ ως άμεση συνέπεια των διασώσεων αυτών και το γεγονός ότι κάθε χρόνο από το 2008 τουλάχιστον μία μεγάλη ευρωπαϊκή τράπεζα σώζεται από τους φορολογούμενους δηλαδή βασικά από τους εργαζόμενους.
Με βάση την αντίληψη της Κομισιόν, το πρόβλημα της ανάπτυξης στην Ευρώπη έγκειται στο ότι οι τράπεζες δεν έχουν αρκετά περιθώρια κέρδους για να δανείζουν την «πραγματική οικονομία» καθότι «βαραίνονται» από το «αναγκαίο κακό» της μικρής αύξησης του ορίου κεφαλαιακής επάρκειάς τους μετά την κρίση. Το πρόβλημα είναι επίσης ότι δε «διαχέουν αρκετά τα ρίσκα» σε άλλους θεσμικούς επενδυτές (ασφαλιστικές, ταμεία διαχείρισης περιουσιών κλπ.). Το ξέσπασμα αυτοκριτικής τη στιγμή του πανικού το 2008 όταν ο Σαρκοζί αποκαλούσε «τρέλα» το «ότι παριστάναμε ότι εξαφανίζουμε τα ρίσκα όταν τα διαχέουμε» έχει προ πολλού ξεχαστεί. Η ΕΕ σε πλήρη συγχρωτισμό με τους λομπίστες του χρηματοπιστωτικού τομέα βάζει ήδη πλάτη για να γιγαντωθούν και πάλι οι φούσκες που έσκασαν το 2008.
Στόχος: να φτάσει η έκδοση τιτλοποιημένων προϊόντων τα προ της κρίσης επίπεδα. Όλα είναι θέμα οπτικής βέβαια καθότι όπως παρατηρεί ο δημοσιογράφος Peter Teffer του EU Observer αν πάρουμε τον ετήσιο μέσο όρο των ετών 1996-2006 η τιτλοποίηση ήταν στα 168 δισ. Αν συμπεριλάβουμε το 2007 πάμε στα 203 δισ. και με το 2008 φτάνουμε στα 251 δισ. Από το 2009 μέχρι το 2016 είμαστε σε ένα μέσο όρο 270 δισ. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να πει ότι το πλήγμα που δέχτηκε η τιτλοποίηση από την κρίση δεν ήταν και τόσο θανατηφόρο και να αναρωτηθεί αν η «ανάσταση» της – πέρα από τους κινδύνους για νέα κατάρρευση που εγκυμονεί – θα έχει κάποιο θετικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας.
Κολλημένη στα νεοφιλελεύθερα δόγματα που οδηγούν τη δράση της εδώ και δεκαετίες, η Κομισιόν δε θέλει να δει ότι το γεγονός πώς υπάρχουν μεγάλα περιθώρια κέρδους στη χρηματοπιστωτική σφαίρα συγκαταλέγεται στους λόγους για τους οποίους οι επενδύσεις στην παραγωγή που δημιουργούν θέσεις εργασίας είναι αναιμικές. Επομένως, όσο κι αν τα αυξήσει δεν είναι αυτό που θα δώσει ώθηση σε μια ανάπτυξη που να ωφελεί την πλειοψηφία της κοινωνίας.
Προσπαθώντας να δικαιολογήσουν τόσο την «επανεκκίνηση» της τιτλοποίησης όσο και τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις τραπεζών που δηλώνουν ανοιχτά ότι επιδιώκουν, Κομισιόν και ΕΚΤ προβάλουν επιχειρήματα που δεν αντέχουν σε στοιχειώδη κριτική πέρα από τους κύκλους με τους οποίους συγχρωτίζονται. Η «ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση» λένε θα βοηθήσει να μετριαστούν οι συνέπειες στο εισόδημα των πολιτών των χωρών εκείνων που θα χτυπηθούν στο μέλλον πιο έντονα από άλλες από την κρίση, καθότι οι πολίτες θα έχουν μετοχές και άλλες επενδύσεις σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή θα επωφελούνται καλύτερων επιτοκίων έχοντας δανειστεί από τράπεζες άλλων χωρών.
Μπορεί δηλαδή, λέει η ΕΕ, να επιβάλουμε τη λεηλασία των μισθών και του κράτους πρόνοιας ως απάντηση στην κρίση αλλά στο μέλλον θα έχετε μετοχές και διακρατικά δάνεια κι έτσι θα το νιώσετε λιγότερο. Από τη φούσκα του ελληνικού χρηματιστηρίου (1999) στα δομημένα ομόλογα (2007) και στη μεγάλη κρίση του 2008, οι εμπειρίες των ευρωπαϊκών κοινωνιών στο «λαϊκό καπιταλισμό» ήταν οδυνηρές. Το να προωθούνται πλέον τέτοια επιχειρήματα αποτελεί κυνική ταξική κοροϊδία. Το ποσοστό των νοικοκυριών της Ευρωζώνης που κατέχουν χρηματοπιστωτικούς τίτλους ήταν πάντα κάτω του 11% και κάτω του 6% στη νότια Ευρώπη (>3% στην Ελλάδα) και μειώθηκε σημαντικά ως συνέπεια της κρίσης. Το επιχείρημα των δανείων είναι ακόμα φαιδρότερο, καθώς κατά την κρίση της Ευρωζώνης, τα επιτόκια δανεισμού κινήθηκαν σε αντίθετες κατευθύνσεις σε ασθενείς και ισχυρές χώρες εντείνοντας στην ουσία τις αρνητικές συνέπειες στην κατανάλωση στις πρώτες.
Κομισιόν και ΕΚΤ θεωρούν ότι με τις διακρατικές τραπεζικές συγχωνεύσεις και την τιτλοποίηση των κρατικών ομολόγων (SBBS) θα σπάσει αυτό που αποκαλούν «τοξικό εναγκαλισμό τραπεζών και κρατών» και θα περιορίσουν μακροπρόθεσμα τις αβυσσαλέες διαφορές στα σπρεντς κατά το ξέσπασμα κρίσεων.
Η πλευρά που υποτιμούν είναι ότι αν βάλουν μία δημόσια ευρωπαϊκή ρυθμιστική αρχή να αξιολογήσει τα ομόλογα των διαφορετικών κρατών ώστε να φτιάξει το τιτλοποιημένο προϊόν της (SBBS), αυτό θα ρίξει λάδι στη φωτιά των ασυμμετριών. Θα επισημοποιήσει και θα εντείνει την ιεραρχία ανάμεσα στις διαφορετικές οικονομίες. Το αποτέλεσμα δηλαδή μπορεί να είναι το ακριβώς αντίθετο του επιδιωκόμενου.
Ο τρόπος που η ΕΕ θέλει να «λύσει» το πρόβλημα του «εναγκαλισμού τραπεζών και κρατών» είναι κάνοντας τις τράπεζες πιο «ανεξάρτητες» από τα κράτη και ανάγοντας αυτές στους υψηλούς εγγυητές της ενότητας της Ευρωζώνης. Θέλει δηλαδή να υποτάξει ακόμα περισσότερο τα κράτη στις τράπεζες.
Η πραγματική λύση είναι η εντελώς αντίθετη: να κοινωνικοποιηθεί η συσσωρευμένη υπεραξία που βρίσκεται στις τράπεζες και τον υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό τομέα και να αναδιανεμηθεί με τη μορφή κοινωνικά χρήσιμων δημοσίων επενδύσεων. Οι πολιτικοί και οι γραφειοκράτες που διοικούν την ΕΕ ίσως να μη πιστεύουν καν ότι κάποια μέρα θα γίνει και πάλι συμφέρον για τράπεζες και πολυεθνικές να «δημιουργούν» θέσεις εργασίας. Απλά, κόβουν επιδοτήσεις σε αυτούς που χρηματοδοτούν τα κόμματα και τις καμπάνιες τους και τους προσλαμβάνουν μετά το πέρας της «δημόσιας» θητείας τους.