Εδώ και μισό αιώνα επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η χρήση του όρου «φυσική καταστροφή» έχει στόχο να αποκρύψει τις ευθύνες του ανθρώπου και το γεγονός ότι κάθε καταστροφή αποτελεί ένα πολιτικό γεγονός. Κανένας όμως δεν φαίνεται να τους ακούει.
Τί θα συνέβαινε εάν η μεγαλύτερη καταιγίδα όλων των εποχών έπληττε μια ερημική, ακατοίκητη περιοχή του πλανήτη; Απολύτως τίποτα. Εάν όμως η ίδια καταιγίδα χτυπούσε το κέντρο του Μανχάταν αρκετοί θα μιλούσαν για «φυσική καταστροφή», ενώ εάν έπληττε μια φτωχογειτονιά στο Πουέρτο Ρίκο ή στις φαβέλες της Βραζιλίας, το ίδιο ακριβώς φυσικό φαινόμενο θα ονομαζόταν «θεομηνία».
Η φαινομενικά απλουστευτική αυτή παρατήρηση επέτρεψε σε επιστήμονες, ήδη από τη δεκαετία του ’70, να ισχυριστούν ότι δεν υπάρχει τίποτα «φυσικό» σε μια καταστροφή. Η χρήση του συγκεκριμένου όρου, εξηγούν, έχει έναν και μοναδικό στόχο: να συγκαλύψει τα πολιτικά χαρακτηριστικά των καταστροφών και τις ευθύνες του ανθρώπου γι’ αυτές. Η φράση «δεν υπάρχουν φυσικές καταστροφές» αποτέλεσε το σύνθημα της λεγόμενης Κριτικής Μελέτης των Καταστροφών (Critical Disaster Studies), ενός διεπιστημονικού πεδίου ερευνών που συγκεντρώνει από ιστορικούς και κοινωνιολόγους μέχρι μετεωρολόγους και γεωλόγους.
Αν και όλα αυτά θυμίζουν ένα απλό παιχνίδι λέξεων, στην πραγματικότητα βρίσκονται στην καρδιά μιας διαμάχης από την έκβαση της οποίας θα μπορούσαν να σωθούν ή να χαθούν εκατομμύρια ζωές τα επόμενα χρόνια.
Η καταστροφή, σύμφωνα με αυτή την άποψη, επέρχεται όταν ένα φυσικό φαινόμενο συναντά έναν ανθρώπινο πληθυσμό, ενώ το μέγεθός της εξαρτάται από τρεις παράγοντες: τις υποδομές που θα επιτρέψουν στους ανθρώπους να αντεπεξέλθουν στο φυσικό φαινόμενο, την πρόσβαση των ασθενέστερων στους μηχανισμούς διάσωσης και την ικανότητά τους να ανοικοδομήσουν τις περιοχές που επλήγησαν.
Η περίπτωση του τυφώνα «Κατρίνα» τo 2005 έδωσε νέα πνοή σε αυτή τη θεώρηση των φυσικών φαινομένων καθώς έφερε στο προσκήνιο τα ταξικά χαρακτηριστικά καταστροφών που σημειώνονταν στην καρδιά του καπιταλιστικού κόσμου.
Τα φτωχότερα στρώματα της Νέας Ορλεάνης έχτισαν τα σπίτια τους σε ζώνες υψηλού κινδύνου, όπου τους οδήγησε η ανέχεια και το «αόρατο χέρι» του Real Estate, και τελικά πνίγηκαν όταν υποχώρησαν τα φράγματα, τα οποία δεν είχαν συντηρηθεί ακριβώς επειδή βρίσκονταν σε περιοχές όπου κατοικούσαν φτωχοί.
Ακόμη και εκεί, όμως, τα μεσαία στρώματα διέθεταν την οικονομική άνεση να εγκαταλείψουν έγκαιρα την πόλη, ενώ οι απόλυτα φτωχοί βρέθηκαν στις ταράτσες των σπιτιών τους να περιμένουν εναέρια μέσα διάσωσης – τα οποία δεν έρχονταν γιατί εκτός από φτωχοί είχαν την ατυχία να είναι και μαύροι.
Όσο για την ανοικοδόμηση, είτε καθυστέρησε για χρόνια είτε ήρθε με τη μορφή εργολάβων που ιδιωτικοποίησαν βασικές κοινωνικές υπηρεσίες (νοσοκομεία, σχολεία κτλ) και προχώρησαν σε gentrification μεγάλων περιοχών απομακρύνοντας και τους τελευταίους κατοίκους που είχαν επιβιώσει από τον τυφώνα.
Παρακολουθώντας τη συνολική εικόνα μιας τέτοιας καταστροφής συνειδητοποιούμε πόσο απλουστευτική είναι η προσέγγιση που αποδίδει όλη την ευθύνη στους «ασυνείδητους» κατοίκους που χτίζουν τα σπίτια τους σε επικίνδυνες περιοχές.
Κανένας δεν θέλει να ζει σε ένα μπαζωμένο ρέμα εάν έχει την οικονομική δυνατότητα να το αποφύγει και αν το κράτος τον έχει προειδοποιήσει για τους κινδύνους, εξασφαλίζοντάς του παράλληλα το θεμελιώδες δικαίωμα της στέγασης. «Οι φτωχοί που ζουν σε πιο επικίνδυνα σπίτια», εξηγούσε ο ιστορικός Τζέικομπ Ριμς, «θυμίζουν μια γυναίκα που αναγκάζεται, για οικονομικούς και πολιτισμικούς λόγους, να συγκατοικεί με κάποιον που την κακοποιεί».
Εάν δεν με σκοτώσει η καταιγίδα, θα το κάνει η κυβέρνηση R.E.M. – Houston
Ένα φυσικό φαινόμενο, υποστηρίζει ο ίδιος στο βιβλίο του «Disaster Citizenship» («Πολίτης της Καταστροφής»), δεν είναι ρατσιστικό ή ταξικό, αλλά όταν συναντά μια ανθρώπινη κοινωνία και μετατρέπεται σε καταστροφή συνήθως αναπαράγει και ενισχύει τις κοινωνικές ανισότητες.
Ο κανόνας λοιπόν «όπου φτωχός και η μοίρα του» είναι συνήθως επαρκής για να προβλέψει το μέγεθος της καταστροφής που θα επιφέρει ένα φυσικό φαινόμενο. Σε τελική ανάλυση, όμως, όλα εξαρτώνται από το οικονομικό σύστημα που κυριαρχεί σε κάθε περιοχή και πώς αυτό διανέμει στους πολίτες τους πόρους που έχει στη διάθεσή του. Πρόσφατη έκθεση του Κέντρου Διεθνούς Πολιτικής (Center for International Policy) στις ΗΠΑ ανέφερε ότι ένας πολίτης έχει 15 φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνει από τυφώνα ίδιου μεγέθους στις ΗΠΑ σε σχέση με την Κούβα.
Η Κούβα κατέχει μία από τις πρώτες θέσεις στον πλανήτη στην εκπαίδευση και προετοιμασία του πληθυσμού αλλά και στις ταχύτερες μαζικές εκκενώσεις ολόκληρων περιοχών. Οι Αρχές είναι εφοδιασμένες με ειδικούς καταλόγους πολιτών με κινητικά προβλήματα και εγκύους, τους οποίους ενημερώνουν αρκετές ημέρες πριν από την έλευση του τυφώνα.
Ακόμη και εκεί, βέβαια, η ανοικοδόμηση των πληγεισών περιοχών ξεκινά από τα θέρετρα, καθώς αποτελούν τη βασική πηγή συναλλάγματος από την οποία εξαρτάται η οικονομία της χώρας – και τελικά η ικανότητά της να επιβιώσει από το επόμενο φυσικό φαινόμενο.
Κάθε καταστροφή είναι λοιπόν ένα πολιτικό γεγονός.
INFO
Διαβάστε:
Disaster Citizenship (University of Illinois Press, 2016)
Ο ιστορικός Τζέικομπ Ριμς εξηγεί τους μηχανισμούς με τους οποίους ένα φυσικό φαινόμενο αναπαράγει τα ταξικά χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα των Συντακτών – 25/11/2017