Οι ιστορικοί στις ΗΠΑ σήκωσαν τα χέρια ψηλά όταν κλήθηκαν να θυμηθούν ένα ανάλογο περιστατικό με την εισβολή οπαδών του Τραμπ στο Κοινοβούλιο. Δυστυχώς οι Ευρωπαίοι συνάδελφοί τους είχαν περισσότερα να θυμηθούν από την ιστορία του φασισμού. Σύντομα όμως διαπίστωσαν ότι κάθε σύγκριση ενέχει τρομακτικούς κινδύνους.
Μία ημέρα μετά την εισβολή στο Καπιτώλιο οι Financial Times παρουσίασαν τις απόψεις διακεκριμένων πανεπιστημιακών, οι οποίοι υποστήριζαν ότι το περιστατικό δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα γεγονός στην αμερικανική ιστορία. Η πυρπόληση του Καπιτωλίου και του Λευκού Οίκου από τους Βρετανούς το 1814, εξηγούσε ο Φρέντρικ Λόγκβαλ από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, δεν έχει σχέση γιατί πραγματοποιήθηκε από τις ένοπλες δυνάμεις μιας ξένης χώρας.
Τα επεισόδια του 1932, όταν δεκάδες χιλιάδες βετεράνοι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που διεκδικούσαν καθυστερημένους μισθούς και επιδόματα, συγκρούονταν με την αστυνομία και τον στρατό στην Ουάσινγκτον, επίσης δεν προσφέρονται για παραλληλισμούς. Τα μέλη του λεγόμενου bonus army, εξηγούσε ο ιστορικός Τζέφρι Ένγκελ «δεν επιθυμούσαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση ή να διαταράξουν τις λειτουργίες της, αλλά απλώς να λάβουν νωρίτερα τα δεδουλευμένα τους».
Η εισβολή της 6ης Ιανουαρίου, επισήμαιναν οι Financial Times, δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με τη βομβιστική επίθεση που είχε πραγματοποιήσει το 1971 στο Καπιτώλιο η επαναστατική (τρομοκρατική κατά το FBI) οργάνωση Weather Underground ούτε με τις μεγάλες αντιπολεμικές κινητοποιήσεις του 1969 και του 1970 που έφτασαν τους 500.000 συγκεντρωμένους και συχνά κατέληγαν σε επεισόδια με την αστυνομία και την εθνοφρουρά έξω από τα μεγαλύτερα κυβερνητικά κτίρια.
Ένας επιτυχής ιστορικός παραλληλισμός θα είχε μεγάλη πρακτική σημασία και για την αμερικανική Δικαιοσύνη, η οποία καλείται να αποφασίσει εάν θα απαγγείλει στους δράστες κακουργηματικές κατηγορίες για «προτροπή σε εξέγερση με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης» – οι οποίες παρεμπιπτόντως θα μπορούσαν να αφορούν και τον πρόεδρο Τραμπ. Το διακύβευμα φυσικά είναι πολύ μεγαλύτερο, αφού από τα ιστορικά παραδείγματα θα μπορούσε να διδαχθεί και το λαϊκό κίνημα τρόπους για την αντιμετώπιση της φασιστικής απειλής. Παρ’ όλα αυτά, σε αντίθεση με τους Έλληνες κάθε λογής δημοσιολόγους και δημοσιογράφους, ελάχιστοι ακαδημαϊκοί στις ΗΠΑ φαίνονται διατεθειμένοι να προχωρήσουν σε εύκολες συγκρίσεις με ανάλογα περιστατικά στη χώρα τους.
Την ίδια ώρα, όμως, ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του φασισμού, ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κολούμπια, Ρόμπερτ Πάξτον, εντόπισε ένα παρεμφερές γεγονός όχι στις ΗΠΑ αλλά στην καρδιά της Ευρώπης. «Υπάρχει», έγραψε, «ένα ανατριχιαστικά σχετικό γεγονός που σημειώθηκε στα τέλη της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Πρόκειται για την απόπειρα δεξιών μαχητών (militants) να εισβάλουν στο Κοινοβούλιο τη νύχτα της 6ης Φεβρουαρίου του 1934. Στις οδομαχίες μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών οι οποίες σημειώθηκαν στη γέφυρα που συνδέει το Κοινοβούλιο με την πλατεία Κονκόρντ, σκοτώθηκαν 16 άτομα. Αυτή η διαδήλωση και η πόλωση την οποία αντικατόπτριζε (και ενέτεινε) θεωρούνται συχνά η απαρχή της διαδικασίας που οδήγησε στην πτώση της δημοκρατίας και την άνοδο του καθεστώτος Βισί».
Ο Πάξτον αναφέρεται στα επεισόδια που ξέσπασαν μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου πλαστών ομολόγων του Σταβίσκι – Γάλλου υπηκόου ρωσοεβραϊκής καταγωγής ο οποίος φέρεται να αυτοκτόνησε πριν συλληφθεί. Οι υπόνοιες για εμπλοκή μελών της κεντροαριστερής κυβέρνησης στο σκάνδαλο αποτέλεσε την αφορμή που ζητούσε η φασίζουσα Δεξιά για να εκφράσει τα αντισημιτικά και ξενοφοβικά ένστικτά της στους δρόμους. Η Γαλλία εισερχόταν με σχετική καθυστέρηση στη Μεγάλη Ύφεση και ακολουθούσε κατά πόδας την τρομακτική ιστορία του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού ναζισμού.
Αν και οι ιστορικοί διαφωνούν ακόμη και σήμερα για το αν τα γεγονότα της 6ης Φεβρουαρίου αποτέλεσαν ένα οργανωμένο σχέδιο φασιστικού πραξικοπήματος, ο ρόλος που έπαιξαν στην άνοδο του δωσίλογου Πετέν στην εξουσία είναι αδιαμφισβήτητος.
Τι μπορούμε να διδαχθούμε λοιπόν από τις ημέρες του 1934; Ο συχνά ευπειθής (στις δυνατότητες της μετριοπαθούς Αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας) δημοσιογράφος Πολ Μέισον επανέλαβε ότι η απάντηση που δόθηκε στη Γαλλία ήταν η δημιουργία ενός «λαϊκού μετώπου» από δυνάμεις της Αριστεράς και των φιλελεύθερων, που «άφησαν κατά μέρος τις διαφορές τους». Ως αντανάκλαση μάλιστα του λαϊκού μετώπου στη σημερινή πραγματικότητα ο Μέισον φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη στήριξη που παρείχε η αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών στον κεντρώο Μπάιντεν.
Αρκετά πιο προσγειωμένος στην πραγματικότητα ο καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, Αλεξ Καλίνικος, απάντησε αμέσως στον «πανικόβλητο», όπως τον χαρακτήρισε, Βρετανό δημοσιογράφο. «Το λαϊκό μέτωπο που προέκυψε (στη Γαλλία)», έγραψε ο Καλίνικος, «δεν αποτελεί το σωστό μοντέλο. Στη γερμανική εκδοχή του είδαμε τους σοσιαλδημοκράτες να στηρίζουν τον πρόεδρο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ εναντίον του Χίτλερ το 1932. Τον Χίντενμπουργκ, ο οποίος τον Ιανουάριο του 1933 διόρισε ως καγκελάριο τον Αδόλφο Χίτλερ».
Για τον Καλίνικος τα μετριοπαθή φιλολαϊκά μέτρα που έλαβε το λαϊκό μέτωπο της Γαλλίας όταν ήρθε στην εξουσία και το γεγονός ότι το κομμουνιστικό κόμμα έπεισε τους εργάτες να επιστρέψουν στα εργοστάσια με ελάχιστα ανταλλάγματα προκάλεσαν ηθική κατάπτωση. Έτσι «το Κοινοβούλιο που εξελέγη τον Μάιο του 1936 παρέδωσε πλήρεις εξουσίες στον Πετέν τον Ιούλιο του 1940 για να συγκροτήσει τη δικτατορία του Βισί, να συνεργαστεί με τους ναζί και να αρχίσει να στέλνει Εβραίους στο Ολοκαύτωμα».
Η συζήτηση για το τι πραγματικά συνέβη στις 6 Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο θα συνεχιστεί σε παγκόσμιο επίπεδο με ενδιαφέροντα επιχειρήματα από κάθε πλευρά. Κρίμα για εμάς να ζούμε σε μια χώρα όπου η μοναδική «ανάλυση» που μπόρεσαν να ψελλίσουν οι φιλελεύθεροι δημοσιολόγοι και μεγάλη μερίδα του πολιτικού και δημοσιογραφικού κόσμου ήταν ότι οι ναζιστές οπαδοί του Τραμπ αποτελούν την αμερικανική εκδοχή του… κινήματος των αγανακτισμένων.
♦Info: Διαβάστε
Η ανατομία του φασισμού (εκδ. Κέδρος)
Μια από τις σημαντικότερες μελέτες για την άνοδο του φασισμού από τον καθηγητή Ρόμπερτ Πάξτον.