Του Αρη Χατζηστεφάνου
Η είδηση ότι υπάρχουν διαθέσιμα στην αγορά μόνο δυο self test, τα οποία θα μπορούσαν να διατεθούν στον πληθυσμό της χώρας – και το ένα παράγεται από την Siemens – προκάλεσε έντονη αναταραχή στη χώρα της πολιτικής δυναστείας των Μητσοτάκηδων.
Για να μην υπάρχει παρεξήγηση, αυτό που κρίνεται δεν είναι η αξιοπιστία του τεστ αλλά η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος της χώρας.
Τα λεγόμενα rapid test είναι ένα πολύτιμο εργαλείο στη μάχη εναντίον του κορονοϊού. Κάθε εργαλείο, όμως – από ένα κατσαβίδι έως ένα μαχαίρι – μπορεί να χρησιμοποιηθεί με λάθος τρόπο.
Σε αντίθεση με όσα υποστήριξε δημόσια ο ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ ‘Ακης Σκέρτσος, ότι τα rapid test «έχουν υψηλό βαθμό ευαισθησίας και εγκυρότητας που προσεγγίζει το 95-99%», η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Καταρχήν κάθε τεστ κρίνεται με το ποσοστό ευαισθησίας (sencitivity: η πιθανότητα να δώσουν θετικό αποτέλεσμα αν το άτομο έχει μολυνθεί) και την ειδικότητα (specificity: η πιθανότητα να δώσουν αρνητικό αποτέλεσμα ενώ το άτομο δεν έχει μολυνθεί). Tα rapid test διασφαλίζουν πολύ καλά ποσοστά ειδικότητας αλλά υστερούν στα ποσοστά ευαισθησίας, σε σχέση με τα μοριακά τεστ. Αυτό σημαίνει ότι παράγουν σχετικά υψηλότερα ποσοστά «ψευδώς αρνητικών» αποτελεσμάτων – λένε ότι κάποιος που έχει μολυνθεί δεν έχει την ασθένεια.
Αυτό δε μειώνει ούτε κατ’ ελάχιστο την αξία χρήσης τους. Εάν χρησιμοποιηθούν σε μεγάλες ομάδες πληθυσμού (καθηγητές σχολείων, εργαζόμενους μεγάλων επιχειρήσεων κτλ) μπορούν να βοηθήσουν στο γρήγορο εντοπισμό και την απομόνωση μαζικών κρουσμάτων. Αν όμως παρουσιαστούν στον πληθυσμό σαν πανάκεια (κα αυτό ακριβώς επιχειρεί η κυβέρνηση) μπορεί να δημιουργήσουν μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας. Και ένας μολυσμένος πολίτης που αισθάνεται ασφαλής είναι η μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλεια των συνανθρώπων του.
Η κατάσταση χειροτερεύει εάν ο κόσμος υποπτεύεται ότι πίσω από την χορήγηση ενός τεστ ή ενός φαρμάκου μπορεί να κρύβονται επιχειρηματικά συμφέροντα. Κάπως έτσι γεννήθηκε άλλωστε και η μάστιγα των αντιεμβολιαστών: άνθρωποι που ορθώς επέκριναν τις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες για τις εμπορικές πρακτικές τους, στη συνέχεια άρχισαν να αμφισβητούν, χωρίς στοιχεία, την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των σκευασμάτων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα αντιγριπικά εμβόλια που είχαν αγοραστεί επί υπουργίας Αβραμόπουλου. Το πρόβλημα δεν ήταν η αξιοπιστία των εμβολίων αλλά το γεγονός ότι αγοράσαμε ποσότητες για… δυόμιση Ελλάδες. Αργότερα όμως αρκετοί βυθίστηκαν σε ένα κύμα γενικής δυσπιστίας η οποία δεν στρεφόταν μόνο εναντίον των επίορκων αξιωματούχων αλλά και των ίδιων των εμβολίων – τα οποία ήταν απόλυτα ασφαλή.
Στην περίπτωση των τεστ, η προϊστορία της οικογένειας Μητσοτάκη με την Siemens (ή μάλλον η προϊστορία όλης της δεξιάς παράταξης – αφού τα σκάνδαλα της Siemens ξεκινούν από την εποχή Μαρκεζίνη) κινδυνεύει να αλλοιώσει την συζήτηση που πρέπει να γίνεται για τα rapid test.
Χρειαζόμαστε σωστή χρήση των rapid test σε συνδυασμό με τα μοριακά τεστ. Αυτό που δεν χρειαζόμαστε είναι υφυπουργούς που συμπεριφέρονται σαν πλασιέ πλαστικών τάπερ. Πολύ περισσότερο δεν χρειαζόμαστε στο τιμόνι της χώρας, εν μέσω πανδημίας, μια πολιτική δυναστεία, που έχει συνδέσει το όνομά της με τις πιο σκοτεινές στιγμές της πολιτικής και επιχειρηματικής ιστορίας της Ελλάδας.