Χριστιανοταλιμπάν είσαι και φαίνεσαι

islamophobia Αποκαλώντας κάθε βάνδαλο χριστιανό «Ταλιμπάν» και «ISIS» αναπαράγουμε τον ρατσιστικό οριενταλισμό της Δύσης. Του Άρη Χατζηστεφάνου | Εφημερίδα των Συντακτών
6 λεπτα

του Άρη Χατζηστεφάνου | Εφημερίδα των Συντακτών
Ποιο ήταν το πρώτο σας σχόλιο όταν πληροφορηθήκατε τον βανδαλισμό που πραγματοποίησε ένας ακροδεξιός βουλευτής στην Εθνική Πινακοθήκη; Η δική μου σκέψη ήταν να τον συγκρίνω με τα μέλη του ISIS. Επειδή το έχω κάνει πολλές φορές στο παρελθόν, το παρόν κείμενο αποτελεί πρωτίστως μια μορφή αυτοκριτικής.

Δυστυχώς στην πολιτική και ιδεολογική φούσκα που παρακολουθώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το ίδιο έκαναν δεκάδες άλλοι χρήστες που, όπως και εγώ, καταδικάζουν συνεχώς κάθε μορφή ισλαμοφοβίας. Τι ήταν λοιπόν αυτό που ώθησε μεγάλες ομάδες της Αριστεράς να σκέφτονται ότι η χειρότερη βρισιά για έναν φονταμενταλιστή χριστιανό είναι να τον παρουσιάσεις σαν… μουσουλμάνο;

Η πραγματικότητα, την οποία ασυναίσθητα επιμένουμε να αγνοούμε, είναι ότι καμία πίστη δεν έχει επιδοθεί τόσο συστηματικά αλλά και με τόση μανία στην καταστροφή πολιτισμικής κληρονομιάς άλλων θρησκειών όσο ο χριστιανισμός. Στο βιβλίο της «Η εποχή του λυκόφωτος» (εκδόσεις «Αλεξάνδρεια») η ιστορικός και συγγραφέας Κάθριν Νίξι συγκεντρώνει τα σημαντικότερα παραδείγματα από την «καταστροφή του κλασικού κόσμου από τον χριστιανισμό» εστιάζοντας μάλιστα σε πολλά μνημεία της αρχαίας Ελλάδας. Αντίθετα, στο συλλογικό υποσυνείδητο της Δύσης κυριαρχεί η εικόνα του χριστιανισμού σαν «διασώστη» της πολιτιστικής κληρονομιάς της αρχαιότητας κυρίως λόγω του ρόλου που έπαιξαν μεγάλα μοναστήρια στην αντιγραφή και φύλαξη αρχαίων κειμένων.

Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, όταν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ απαιτούσαν την προώθηση ενός νέου ισλαμοφοβικού αφηγήματος, το Ισλάμ έπρεπε να γίνει συνώνυμο ενός «βάρβαρου» κόσμου, ο οποίος σχεδόν υπάρχει για να καταστρέψει κάθε έννοια πολιτισμού. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα οι εξαιρετικά σπάνιες εικόνες καταστροφής μνημείων από εξτρεμιστές ισλαμιστές να προκαλούν πολύ μεγαλύτερη αγανάκτηση σε σχέση με τις εκατόμβες νεκρών των δυτικών επεμβάσεων, ακόμη και όταν εξελίσσονται σε γενοκτονίες.

Η Δύση που, όπως σημείωνε ο Εντουάρντ Σαΐντ, έχει το μονοπώλιο στην κατασκευή της εικόνας του αραβικού και ισλαμικού κόσμου, άρχισε να παραποιεί ακόμη και τις λέξεις προκειμένου να προωθήσει τις θέσεις της. Στο λεξιλόγιό μας ο «μεντρεσές», που στα αραβικά περιγράφει κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα (κοσμικό ή θρησκευτικό), παρουσιάζεται σαν κέντρο κατήχησης τρομοκρατών. Τον ρόλο του αρχιτρομοκράτη έλαβαν οι «μουλάδες», παρά το γεγονός ότι ο όρος περιγράφει απλώς κληρικούς, μελετητές της θρησκείας και τοπικούς ηγέτες -ακόμη και μεταξύ των εβραίων της Περσίας. Και φυσικά όποιος καταστρέφει μνημεία είναι «Ταλιμπάν» και «ISIS» – συμπτωματικά δηλαδή δύο ομάδες που δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν εξαιτίας αμερικανικών επεμβάσεων.

Βέβαια όταν ο Τζορτζ Μπους δήλωσε ότι «ο Θεός μού έδωσε την εντολή να εισβάλλω στο Αφγανιστάν και το Ιράκ», κανένας δεν απέδωσε στον χριστιανισμό τις καταστροφές ιστορικών μνημείων ή το γεγονός ότι ο αμερικανικός στρατός εγκατέλειψε σε πλιατσικολόγους ολόκληρα μουσεία, ενώ είχε την υποχρέωση φύλαξής τους βάσει του διεθνούς δικαίου.

Η ανοχή μας στον βανδαλισμό μνημείων εκτείνεται μάλιστα και σε «γειτονικές» θρησκείες αν αυτές προβάλλονται από συμμαχικά μας κράτη. Η μαζική καταστροφή από το Ισραήλ εκατοντάδων αρχαιολογικών και θρησκευτικών μνημείων στη Γάζα και τον Λίβανο, συμπεριλαμβανομένων χριστιανικών εκκλησιών, (ευτυχώς) δεν παρουσιάστηκε ποτέ σαν «εβραϊκή επίθεση», παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση Νετανιάχου εμφανίζει επανειλημμένα τις στρατιωτικές επιχειρήσεις σαν εκπλήρωση βιβλικών εντολών.

Ενώ λοιπόν θα ήταν άδικο και παράλογο να αποδώσει κανείς στον χριστιανισμό και τον ιουδαϊσμό τους βανδαλισμούς που πραγματοποιούν οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, σχεδόν κανένας δεν κάνει τη διάκριση θρησκείας και πολιτικής δράσης όταν τα εγκλήματα πραγματοποιούνται από ομάδες ισλαμιστών εξτρεμιστών.

Όπως εξηγούσε η ιστορικός Χαφσά Καντζουάλ στο Al Jazeera, αυτός ο τρόπος σκέψης διαιωνίζει την εικόνα του «εξτρεμιστή, φονταμενταλιστή μουσουλμάνου – ο οποίος δεν έχει ιστορική και πολιτική υπόσταση αλλά μόνο έναν ανεξήγητο φανατισμό». Παρεμπιπτόντως, όπως μας θυμίζει η ίδια, ο όρος «φονταμενταλιστής» δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα για να περιγράψει προτεστάντες χριστιανούς που ήθελαν να επιστρέψουν στις βασικές αρχές (fundamentals) της Αγίας Γραφής.

Στην περίπτωση του «χριστιανικού» βανδαλισμού της Εθνικής Πινακοθήκης έκανε την εμφάνισή της και μια δεύτερη κατηγορία επικριτών που σημείωνε ότι η επίθεση αποδεικνύει τα αντιδραστικά στοιχεία όλων των θρησκειών. Αν και φαινομενικά καλύτερη, η συγκεκριμένη στάση παραμένει βαθιά προβληματική. Φανταστείτε ότι σε μια πολιτική συγκέντρωση μια ομάδα φοιτητών δέχεται αναίτια επίθεση από την Ελληνική Αστυνομία. Προφανώς η ανακοίνωση που θα εκδώσουν δεν θα αναφέρει ότι η επίθεση αποδεικνύει τη βαναυσότητα των αστυνομικών δυνάμεων σε όλο τον κόσμο (ACAB). Η Ελληνική Αστυνομία τούς χτύπησε και από αυτή θα αναζητήσουν καταρχήν τις ευθύνες. Γιατί λοιπόν σε μια επίθεση χριστιανών φονταμενταλιστών δεν καταγγέλλουμε καταρχήν και καταρχάς τον χριστιανισμό και στη συνέχεια τις άλλες θρησκείες; Υπό μια έννοια επιδιδόμαστε σε ένα ιδιότυπο whataboutism (ναι, αλλά τα ίδια κάνουν και οι άλλοι) όπου η ευθύνη διαχέεται σε ένα ευρύτερο σύνολο απομακρύνοντας από το κάδρο τον βασικό δράστη. Παρεμπιπτόντως πρόκειται για την πάγια τακτική των λεγόμενων «νέων άθεων» (από τον Ρίτσαρντ Ντόκινς μέχρι τη Σώτη Τριανταφύλλου) οι οποίοι τυχαίνει να θυμούνται τη βαρβαρότητα «όλων των θρησκειών» ύστερα από κάθε έγκλημα εξτρεμιστών ισλαμιστών, αλλά συνήθως αρνούνται να δουν τα φονταμενταλιστικά χαρακτηριστικά πολλών ηγετών της Δύση.

Αν όμως μια τέτοια στάση είναι απόλυτα αναμενόμενη από τους φιλελεύθερους υποστηρικτές των σύγχρονων «σταυροφοριών» δεν έχει καμία θέση στο λεξιλόγιο και τα επιχειρήματα της Αριστεράς.

Μοιράσου το