Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 16/10/2021
Καθώς η αμερικανική επιθετικότητα εναντίον της Κίνας κλιμακωνόταν, το Χόλιγουντ αρνούνταν να ακολουθήσει τον δρόμο του Λευκού Οίκου. Η περίοδος αυτή ίσως να φτάνει στο τέλος της με την παραγωγή νέων προπαγανδιστικών ταινιών. Θα αφήσει όμως μια βαθιά ουλή στην καρδιά της αμερικανικής βιομηχανίας του θεάματος.
Tις τελευταίες ημέρες υπέπεσαν στην αντίληψή μου δύο διαφορετικές τηλεοπτικές παραγωγές που ασχολούνται με γεωπολιτικούς αντιπάλους των ΗΠΑ. Το ντοκιμαντέρ «A la Calle» (Στο δρόμο), που προβάλλεται από το HBO, αποτελεί μια υστερική προπαγάνδα εναντίον της κυβέρνησης της Βενεζουέλας, η οποία –εκτός από τη διάρκεια– δεν διαφέρει σε τίποτα από τις συνήθεις αφηγήσεις ακροδεξιών δικτύων όπως το Fox News. Η δεύτερη παραγωγή, το «Pine Gap», που μεταδίδεται εδώ και μερικά χρόνια από το Netflix, αποτελεί μια τηλεσειρά για τον σταθμό ηλεκτρονικής κατασκοπείας που λειτουργούν από κοινού οι ΗΠΑ και η Αυστραλία κοντά στην πόλη Άλις Σπρινγκς. Το Pine Gap αποτελεί εδώ και δεκαετίες ένα από τα σημαντικότερα παρατηρητήρια της αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών NSA και πλέον παίζει καθοριστικό ρόλο στην ηλεκτρονική και δορυφορική παρακολούθηση της Κίνας.
Το παράδοξο δεν είναι ότι η σειρά μυθοπλασίας βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα σε σχέση με το ντοκιμαντέρ, αλλά το γεγονός ότι η αμερικανική βιομηχανία του θεάματος δείχνει να αντιμετωπίζει με σεβασμό την Κίνα. Σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες στιχομυθίες του «Pine Gap», η Αυστραλή διοικήτρια του σταθμού εξηγεί στον Αμερικανό ομόλογό της ότι «οι ΗΠΑ δεν αποτελούν πλέον την πιο ισχυρή χώρα στον κόσμο» και θα πρέπει «να εγκαταλείψουν τα σχέδια κυριαρχίας στην Ασία». Σε ορισμένες στιγμές η σειρά είναι τόσο ακριβής, σχετικά με τα κυριαρχικά δικαιώματα που διεκδικεί η Κίνα στην περιοχή, ώστε προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση της κυβέρνησης του Βιετνάμ, που βρίσκεται σε διαρκή αντιπαράθεση με το Πεκίνο για διαμφισβητούμενες ζώνες. Το Netflix μάλιστα αναγκάστηκε να διακόψει τη μετάδοση του «Pine Gap» στην περιοχή, καθώς ενοχλούσε τους συμμάχους των ΗΠΑ.
Οι δυο παραγωγές δεν αποτελούν εξαίρεση αλλά τον κανόνα στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει η αμερικανική βιομηχανία του θεάματος το Καράκας και το Πεκίνο. Σε σειρά τηλεοπτικών παραγωγών (όπως το «Legends», το «Homeland» και το «Jack Ryan») η Βενεζουέλα παρουσιάζεται σαν ένα αιμοσταγές καθεστώς, στο οποίο βαρόνοι ναρκωτικών προμηθεύουν την κυβέρνηση Μαδούρο με χημικά και πυρηνικά όπλα. Η προπαγάνδα ξεχειλίζει από τη μικρή οθόνη με τρόπο που θα ζήλευαν οι κινηματογραφιστές στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και οι δημιουργοί αμερικανικών ταινιών στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Αντίθετα, εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία, το Χόλιγουντ αποφεύγει να ακολουθήσει τα επιθετικά βήματα του Μπαράκ Ομπάμα, του Ντόναλντ Τραμπ και του Τζο Μπάιντεν εναντίον της Κίνας. Όταν κυκλοφόρησε το διαφημιστικό τρέιλερ της ταινίας «Top Gun: Maverick» (2022), οι παραγωγοί αναγκάστηκαν να αφαιρέσουν ένα σημαιάκι της Ταϊβάν από το μπουφάν του Τομ Κρουζ, το οποίο θα προκαλούσε την οργή του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών. Στην ταινία «Pixels» (2015), η Sony αποφάσισε να αντικαταστήσει μια σκηνή, όπου θα καταστρεφόταν το Σινικό Τείχος, με μια άλλη όπου ανατινάζεται το Ταζ Μαχάλ στην Ινδία. Στην ταινία «Παγκόσμιος Πόλεμος Ζ», η Paramount φέρεται να άλλαξε το σενάριο ώστε ένας ιός, που μετέτρεπε τους ανθρώπους σε ζόμπι, να μην προέρχεται από την Κίνα αλλά από την Ταϊβάν.
Η εξήγηση που δίνουν τα τελευταία χρόνια Αμερικανοί σχολιαστές σε αυτού τους είδους τις φιλοκινεζικές παρεμβάσεις είναι ότι «το Πεκίνο έχει αγοράσει το Χόλιγουντ». Η διαπίστωση, αν και προφανώς υπερβολική, δεν είναι ολοκληρωτικά αβάσιμη. Το πρώτο τέταρτο του 2018 το κινεζικό box office ξεπέρασε πρώτη φορά αυτό των ΗΠΑ, αγγίζοντας, στο τέλος της χρονιάς, τα εννέα δισεκατομμύρια δολάρια. Το 2017 πιστεύεται ότι η Κίνα εγκαινίαζε 25 κινηματογραφικές αίθουσες την ημέρα, γεγονός που μερικά χρόνια αργότερα της επέτρεπε να προβάλλει ταινίες σε 75.500 αίθουσες, δηλαδή περίπου 30.000 περισσότερες από αυτές των ΗΠΑ. Παράλληλα, εδώ και δυο δεκαετίες, κινεζικές εταιρείες άρχισαν να συμμετέχουν ως συμπαραγωγοί σε κολοσσιαίες παραγωγές του Χόλιγουντ ή να αγοράζουν ολόκληρα στούντιο (η Legendary Entertainment, δημιουργός ταινιών όπως το «Jurassic World» και ο «Godzilla», εξαγοράστηκε το 2016 από τον Κινέζο δισεκατομμυριούχο Γουάνκ Γιανλίν).
Η οικονομική ισχύς του Πεκίνου έφερε την αμερικανική βιομηχανία του θεάματος σε μια πρωτοφανή θέση: το κέρδος δεν ταυτιζόταν με το «εθνικό συμφέρον» των ΗΠΑ, όπως τουλάχιστον εκφραζόταν από τον Λευκό Οίκο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ μέσω της κλιμακούμενης επιθετικότητας εναντίον της Κίνας. Η φράση «Ό,τι είναι καλό για την General Motors είναι καλό για την Αμερική», που έλεγε κάποτε ο πρόεδρος της αυτοκινητοβιομηχανίας (και υπουργός Άμυνας του Αϊζενχάουερ) Τσαρλς Ουίλσον, δεν έδειχνε να συγκινεί τα αμερικανικά στούντιο. Στον νέο Ψυχρό Πόλεμο, το Χόλιγουντ δεν μπορούσε να επιτίθεται στην Κίνα, όπως έκανε παλαιότερα με την ΕΣΣΔ, η οποία εκπροσωπούσε ένα διαφορετικό οικονομικό σύστημα το οποίο δεν ανταγωνιζόταν πολιτισμικά (ούτε εξαγόραζε οικονομικά) τις αμερικανικές παραγωγές.
Να σημειωθεί ότι και πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μεγάλα στούντιο τηρούσαν φιλική στάση απέναντι στη χιτλερική Γερμανία, το έκαναν με την ανοχή ενός τμήματος του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου. Όχι σε σύγκρουση με αυτό.
Αρκετοί αναλυτές, βέβαια, υποστηρίζουν ότι το φλερτ του Χόλιγουντ με τον κινέζικο δράκο θα τερματιστεί καθώς η βιομηχανία του θεάματος της Κίνας στέκεται πλέον στα δικά της πόδια και οι εταιρείες της απαγκιστρώνονται από τους αμερικανικούς παραγωγούς. Οι προπαγανδιστικές αντικινεζικές ταινίες, λοιπόν, ίσως να αυξηθούν. Η τελευταία δεκαετία όμως ίσως μείνει στην ιστορία ως η εποχή που ο ρόλος του Χόλιγουντ, ως παγκόσμιου διαμορφωτή συνειδήσεων, διασπάστηκε από τον ρόλο του ως μιας καπιταλιστικής βιομηχανίας που αναζητά το κέρδος. Ίσως είναι και αυτό μια έκφραση του τέλους της αμερικανικής αυτοκρατορίας.