Πηγή: Brian Eno – the Guardian
Μετάφραση: Ανδρέας Κοσιάρης
Είμαι μόνο ένας από τους πολλούς καλλιτέχνες που έχουν επηρεαστεί από τον νέο ΜακΚαρθισμό που έχει εδραιωθεί μέσα σε ένα κλίμα μισαλλοδοξίας στη Γερμανία. Η συγγραφέας Καμίλα Σαμσί, η ποιήτρια Κέι Τέμπεστ, οι μουσικοί Young Fathers και ο ράπερ Ταλίμπ Κουελί, ο εικαστικός καλλιτέχνης Ουαλίντ Ραάντ και ο φιλόσοφος Ακίλ Μπεμπέ είναι ανάμεσα στους καλλιτέχνες, ακαδημαϊκούς, επιμελητές και άλλους, που έχουν εγκλωβιστεί σε ένα σύστημα πολιτικής ανάκρισης, τοποθέτησης σε μαύρες λίστες και αποκλεισμού, που είναι τώρα ευρέως διαδεδομένο στη Γερμανία, χάρη στην ψήφιση το 2019 ενός κοινοβουλευτικού ψηφίσματος. Στην ουσία πρόκειται για τη στοχοποίηση της κριτικής απέναντι στην πολιτική του Ισραήλ προς τους Παλαιστίνιους.
Πρόσφατα, μια έκθεση έργων τέχνης μου ακυρώθηκε στα πρώιμα στάδιά της διότι υποστηρίζω το μη βίαιο κίνημα Μποϊκοτάζ, Αποεπένδυσης και Κυρώσεων (BDS) υπό την ηγεσία των Παλαιστίνιων. Η ακύρωση δεν ανακοινώθηκε δημόσια, αλλά από ό,τι καταλαβαίνω ήταν το αποτέλεσμα του φόβου των πολιτιστικών εργαζομένων στη Γερμανία να μην τιμωρηθούν για την προώθηση κάποιου που έχει χαρακτηριστεί ως «αντισημίτης». Αυτό είναι έργο της τυραννίας: να δημιουργήσει μία κατάσταση όπου οι άνθρωποι φοβούνται αρκετά για να κρατήσουν τα στόματά τους κλειστά και η αυτολογοκρισία θα αναλάβει τα υπόλοιπα.
Αλλά καθώς η δική μου ιστορία είναι σχετικά ελάσσων, θα ήθελα να σας μιλήσω για τη φίλη μου, τη μουσικό Νιρίτ Σόμερφελντ.
Η Νιρίτ γεννήθηκε στο Ισραήλ και μεγάλωσε στη Γερμανία, και διατηρεί τη δια βίου σύνδεσή της και με τα δύο μέρη, συμπεριλαμβανόμενης της ευρύτερης οικογένειάς της στο Ισραήλ. Ως καλλιτέχνης, αντιμετωπίζει τις σχέσεις μεταξύ Γερμανών, Ισραηλινών και Παλαιστίνιων για πάνω από 20 χρόνια, μέσα από τραγούδια, κείμενα και παραστάσεις, αφιερώνοντας όλες τις συναυλίες της στη διεθνή και δια-θρησκευτική κατανόηση.
Όμως σήμερα η Νιρίτ δεν μπορεί να πραγματοποιήσει την πολιτιστική εργασία της ελεύθερα. Κατά την εξέταση της αίτησής της για καλλιτεχνική χρηματοδότηση, κρατικοί αξιωματούχοι είπαν στη Νιρίτ ότι πρέπει να ελέγξουν το έργο της∙ όταν προσπάθησε να κλείσει έναν συναυλιακό χώρο στο Μόναχο, την πόλη της, οι οργανωτές της είπαν ότι η συναυλία θα ακυρωνόταν εάν δεν επιβεβαίωνε γραπτώς ότι δεν θα περιείχε «στήριξη για το περιεχόμενο, το θέμα και τους στόχους» της εκστρατείας BDS. Έχει επανειλημμένα γίνει στόχος εκστρατειών σπίλωσης.
Γιατί έχει συμβεί αυτό;
Διότι έχει μιλήσει για όσα έχει δει με τα ίδια της τα μάτια: τους ρατσιστικούς νόμους του Ισραήλ κατά των ίδιων του των πολιτών που είναι Παλαιστίνιοι∙ τα στρατιωτικά σημεία ελέγχου του Ισραήλ, τις κατεδαφίσεις σπιτιών, το τείχος διαχωρισμού, τις αρπαγές γης, τη φυλάκιση παιδιών, και τους Ισραηλινούς στρατιώτες να εξευτελίζουν και να σκοτώνουν Παλαιστίνιους όλων των ηλικιών. Έχει γίνει μάρτυρας της παράνομης χρήσης βομβών φωσφόρου κατά της Γάζας και την αδιαφορία – στην καλύτερη – πολλών στην Ισραηλινή κοινωνία.
Ρώτησα τη Νιρίτ πώς αισθάνεται για αυτήν την κατάσταση: «Αφότου επέστρεψα για δύο χρόνια στο Τελ Αβίβ, και έπειτα από πολλές επισκέψεις στις κατεχόμενες Παλαιστινιακές περιοχές, κατάλαβα ότι το Ισραήλ δεν ανταποκρίνεται στις δεδηλωμένες υψηλές ηθικές αξίες του. Το μάθημα του Ολοκαυτώματος ήταν “Ποτέ ξανά!”. Αλλά προορίζεται μονάχα για την προστασία ημών των Εβραίων; Για εμένα το “Ποτέ ξανά!” πρέπει να συμπεριλάβει το “ποτέ ξανά στον ρατσισμό, την καταπίεση, την εθνοκάθαρση οπουδήποτε – όπως και το ποτέ ξανά στον αντισημιτισμό».
Η μουσική της Νιρίτ τιμά το Εβραϊκό της παρελθόν και παρόν μέσω του τραγουδιού. Ως μία καλλιτέχνης της οποίας ο παππούς δολοφονήθηκε στη Ναζιστική γενοκτονία, βρίσκει «βαθιά ανατριχιαστικό» το ότι υπόκειται σε λογοκρισία και ανακριτικό ΜακΚαρθισμό από Γερμανούς δημόσιους λειτουργούς και θεσμούς.
Κατά την άποψη της Νιρίτ: «Όταν οι υπερασπιστές του Ισραήλ επιμένουν ότι οι πολιτικές κατοχής και απαρτχάιντ γίνονται εν ονόματι όλων των Εβραίων παγκοσμίως, τροφοδοτούν τον αντισημιτισμό. Η μάχη κατά του αντισημιτισμού δεν πρέπει και δεν μπορεί να γίνεται μέσω της δαιμονοποίησης του αγώνα για τα δικαιώματα των Παλαιστίνιων».
Η εμπειρία της Νιρίτ είναι ένα παράδειγμα της Καφκικής κατάστασης στην οποία έχουμε βυθιστεί: μια Εβραία γυναίκα, η δουλειά της οποίας είναι γεμάτη ιστορία, μνήμη, δικαιοσύνη, ειρήνη και κατανόηση, κατηγορείται ψευδώς για αντισημιτισμό – από Γερμανικούς θεσμούς. Ο παραλογισμός της κατηγορίας κάνει ξεκάθαρο ένα πράγμα: στην πραγματικότητα αυτό δεν έχει να κάνει καθόλου με τον αντισημιτισμό, αλλά με τον περιορισμό της ελευθερίας μας να συζητάμε την πολιτική και ανθρωπιστική κατάσταση στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη.
Πώς έχει προκύψει αυτή η κατάσταση;
Το 2019, ψηφίστηκε στη Γερμανία ένα μη δεσμευτικό κοινοβουλευτικό ψήφισμα με ασαφή διατύπωση, εξισώνοντας ψευδώς το κίνημα BDS με τον αντισημιτισμό. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, το ψήφισμα αυτό άνοιξε τον δρόμο για μια ατμόσφαιρα παράνοιας, τροφοδοτούμενη από την παραπληροφόρηση και τον πολιτικό οπορτουνισμό.
Το BDS είναι ένα ειρηνικό κίνημα που στοχεύει να πιέσει το Ισραήλ για να σταματήσει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Παλαιστίνιων και να σεβαστεί το διεθνές δίκαιο. Είναι βασισμένο πάνω στην παράδοση του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων των ΗΠΑ, και πιο αξιοσημείωτα του κινήματος κατά του απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική. Στοχεύει τη συνέργεια με ένα άδικο καθεστώς και στοχεύει θεσμούς, όχι άτομα ή ταυτότητες. Το BDS ενημερώνει τη δημόσια συνείδηση για ένα μη βιώσιμο και βαθιά άδικο στάτους κβο και κινητοποιεί δράση για να σταματήσει κάθε ανάμειξη στη συντήρησή του.
Όμως διευθυντές φεστιβάλ, συντονιστές και ολόκληροι δημόσια χρηματοδοτούμενοι θεσμοί υποβάλλουν τους καλλιτέχνες σε πολιτικά τεστ, ελέγχοντας αν έχουν ποτέ κριτικάρει την πολιτική του Ισραήλ. Αυτό το σύστημα παρακολούθησης και αυτολογοκρισίας έχει προκύψει διότι τα πολιτιστικά ιδρύματα δέχονται επιθέσεις από αντι-Παλαιστινιακές οργανώσεις όταν προσκαλούν έναν καλλιτέχνη ή έναν ακαδημαϊκό που έχει μία μη αποδεκτή από αυτές άποψη για την κατοχή του Ισραήλ.
Για να δώσω ένα παράδειγμα ανάμεσα σε πολλά, ο διευθυντής του Εβραϊκού Μουσείου του Βερολίνου, Πέτερ Σάφερ, αναγκάστηκε να παραιτηθεί αφότου το μουσείο τουίταρε έναν σύνδεσμο για ένα άρθρο σε Γερμανική εφημερίδα περί μιας ανοιχτής επιστολής 240 Εβραίων και Ισραηλινών ακαδημαϊκών, συμπεριλαμβανόμενων κορυφαίων ειδικών στο θέμα του αντισημιτισμού, που κριτίκαρε το ψήφισμα κατά του BDS.
Αλλά σήμερα, σε μια πρωτοφανή κίνηση, αντιπρόσωποι 32 από τα κορυφαία πολιτιστικά ιδρύματα της Γερμανίας, συμπεριλαμβανόμενου του Ινστιτούτου Γκέτε, έχουν εκφραστεί από κοινού, δηλώνοντας την ανησυχία τους για την καταστολή των κριτικών και μειονοτικών φωνών στη Γερμανία ως αποτέλεσμα του κοινοβουλευτικού ψηφίσματος κατά του BDS.
Η κοινή τους δήλωση λέει: «Με την επίκληση αυτού του ψηφίσματος, οι κατηγορίες αντισημιτισμού καταχρώνται για να παραγκωνίσουν σημαντικές φωνές και να διαστρεβλώσουν θέσεις κριτικής». Λίγες μέρες αργότερα, περισσότεροι από 1.000 καλλιτέχνες και ακαδημαϊκοί υπέγραψαν ανοιχτή επιστολή που υποστήριζε τη διαμαρτυρία των πολιτιστικών ιδρυμάτων.
Σε μια στιγμή που οι αποικιακές κληρονομιές αμφισβητούνται όλο και περισσότερο, η συζήτηση αυτής της συγκεκριμένης περίπτωσης συνεχιζόμενης αποικιοκρατίας γίνεται αντίθετα ταμπού. Αλλά ποτέ δεν έχει υπάρξει πιο επείγουσα: η κατάσταση για τους Παλαιστίνιους που ζουν υπό το καθεστώς απαρτχάιντ και κατοχής χειροτερεύει κάθε εβδομάδα.
Θα έπρεπε να μας ανησυχεί αυτός ο νέος ΜακΚαρθισμός. Οι καλλιτέχνες, όπως όλοι οι πολίτες, πρέπει να είναι ελεύθεροι να εκφραστούν ανοιχτά και να λάβουν σημαίνουσα δράση, που περιλαμβάνει τα ηθικά μποϊκοτάζ εναντίον συστημάτων αδικίας. Αν αφεθούν αναμφισβήτητες, η αποσιώπηση της διαφωνίας και η περιθωριοποίηση των μειονοτικών ομάδων δεν θα σταματήσει στους Παλαιστίνιους και όσους τους στηρίζουν.
Πηγή: BDS Greece