Μια ιδιωτική εταιρεία μισθοφόρων, που εκπαίδευε Έλληνες αστυνομικούς και κατηγορείται για βιασμούς, εκβιασμούς και μαζικές δολοφονίες αμάχων, προτίθεται να ανατρέψει την κυβέρνηση της Βενεζουέλας.
«Kραυγάστε “όλεθρος” και αμολήστε τα σκυλιά του πολέμου». H περίφημη φράση που Σέξπιρ από το έργο «Ιούλιος Καίσαρας» επανέρχεται πολλές φορές στο προσκήνιο εδώ και αιώνες. Τα τελευταία χρόνια, όμως, οι λέξεις dogs of war έγιναν συνώνυμο των ιδιωτικών εταιρειών μισθοφόρων που εξαπλώνουν τη δράση τους σε ολόκληρο τον πλανήτη. Καθώς μάλιστα ο Ερικ Πρινς, δημιουργός της διαβόητης Blackwater, φέρεται να ζητά από τον Λευκό Οίκο το πράσινο φως (και το πράσινο χρήμα) για να ανατρέψει την κυβέρνηση της Βενεζουέλας με την αποστολή 5.000 μισθοφόρων, αρκετοί μιλούν και πάλι για την ιδιωτικοποίηση του πολέμου.
Η δημιουργία της Blackwater, η οποία μετονομάστηκε αρχικά σε Xe Services και στη συνέχεια σε Academi (κάθε φορά για να ξεπλένει από πάνω της το αίμα δεκάδων αμάχων), αποτέλεσε σημείο-σταθμό στην εισβολή ιδιωτικών εταιρειών σε έναν χώρο που θεωρούνταν το τελευταίο καταφύγιο του κράτους.
Μια διαδικασία που συμπτωματικά εγκαινιάστηκε από τον πρώην υπουργό Αμυνας των ΗΠΑ, Ντόναλντ Ράμσφελντ, μία ημέρα πριν από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας του εναντίον της «γραφειοκρατίας του Πενταγώνου». Σήμερα η αξία της εταιρείας Academi, που ενηλικιώθηκε στα χρόνια του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», ξεπερνά το ένα δισεκατομμύριο δολάρια ενώ ο εξοπλισμός της θα έκανε τους στρατούς αρκετών μικρών χωρών να παραδοθούν αμαχητί.
Ενώ όμως οι οπαδοί της ελεύθερης αγοράς θα χαιρετίσουν την κυριαρχία της Academi σαν ακόμη μια επιτυχία του ιδιωτικού «επιχειρείν», η συγκεκριμένη εταιρεία ίσως να αποτελεί το σύγχρονο πρότυπο του κρατικοδίαιτου παρασιτισμού. Στελεχωμένη από πρώην αξιωματούχους του Πενταγώνου και της CIA, η Blackwater κόλλησε σαν βδέλλα στην πλάτη των Αμερικανών φορολογουμένων στους οποίους υπολογίζεται ότι έχει στοιχίσει περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο δολάρια.
Αρκετά από τα μετέπειτα στελέχη της εταιρείας, όπως ο Κόφερ Μπλακ, ο οποίος είχε υπηρετήσει στη CIA ως συντονιστής της «αντιτρομοκρατικής» εκστρατείας των ΗΠΑ, δημιούργησαν μια νέα αγορά για τις ιδιωτικές εταιρείες μισθοφόρων, μεταφέροντας το έργο κρατικών υπηρεσιών ασφαλείας σε ιδιώτες υπεργολάβους. Σήμερα η Academi στηρίζεται και χρηματοδοτείται από ορισμένους από τους σημαντικότερους χορηγούς του Αμερικανού προέδρου ενώ έχει άμεση πρόσβαση στον Λευκό Οίκο χάρη, μεταξύ άλλων, και στην Μπέτσι Ντέβος, αδερφή του δημιουργού της Blackwater, η οποία διορίστηκε υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Τραμπ.
Παρά τις τρομακτικές υπερκοστολογήσεις (ένας φρουρός της Blackwater στοιχίζει περίπου 1.200 δολάρια την ημέρα, δηλαδή έξι φορές περισσότερο από έναν Αμερικανό στρατιώτη), η εταιρεία ανέλαβε τεράστια προγράμματα προστασίας Αμερικανών διπλωματών αλλά και εκπαίδευσης στρατιωτών και αστυνομικών. Στην τελευταία κατηγορία εντάσσεται προφανώς και η εκπαίδευση που προσέφερε η Blackwater σε ειδικούς φρουρούς της ΕΛ.ΑΣ. πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004.
Προφανώς τα χρυσά συμβόλαια σε πρώην κυβερνητικούς αξιωματούχους και οι πολιτικές «κουμπαριές» με την κυβέρνηση Τραμπ δεν αρκούν για αν εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο είναι διατεθειμένες να επωμιστούν το δυσανάλογο κόστος των μισθοφόρων. Εταιρείες όπως η Academi λειτουργούν σε μια γκρίζα ζώνη του Διεθνούς Δικαίου επιτρέποντας σε κρατικούς δρώντες να πραγματοποιούν εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας χωρίς να απολογούνται ενώπιον διεθνών δικαστηρίων.
Δεν είναι φυσικά τυχαίο ότι το 100% των μεταφραστών και το 50% των ανακριτών (βλ. βασανιστών) στο κολαστήριο του Αμπου Γκράιμπ στο Ιράκ προέρχονταν από ιδιωτικές εταιρείες, όπως η Titan και η CACI (η τελευταία ιδρύθηκε από πρώην στελέχη του αντιδραστικού think tank RAND, το οποίο χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση των ΗΠΑ). Οπως επίσης δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με αποκαλύψεις των New York Times, το Πεντάγωνο είχε αναθέσει στην Blackwater τον εντοπισμό και την εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες ανώτατων στελεχών της Αλ Κάιντα.
Οι ΗΠΑ βέβαια δεν ξεχνούν το χρέος τους προς τα «σκυλιά του πολέμου». Σε αρκετές περιπτώσεις έχουν προσφέρει σε μισθοφόρους την ίδια ασυλία που καλύπτει και τους Αμερικανούς στρατιώτες για ιδιαίτερα ειδεχθή εγκλήματα εναντίον αμάχων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το Ιράκ. Οπως συμβαίνει δηλαδή και με τις Συμπράξεις Δημόσιου – Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), οι ιδιώτες απολαμβάνουν τα προνόμια ενός κρατικού υπαλλήλου ενώ κερδοσκοπούν ασύστολα στην πλάτη των φορολογουμένων.
Η ενδεχόμενη συμμετοχή της Academi στα αμερικανικά σχέδια εισβολής και ανατροπής της κυβέρνησης της Βενεζουέλας παραπέμπει στις πρώτες δεκαετίες μετά την πτώση της αποικιοκρατίας, όταν ευρωπαϊκές δυνάμεις και οι ΗΠΑ ανέθεταν σε ομάδες μισθοφόρων τις αποστολές που οι ίδιες δεν ήθελαν πλέον να πραγματοποιούν σε δημόσια θέα.
Τα «σκυλιά του πολέμου» όμως θα πρέπει να θυμούνται ότι αυτές οι επιχειρήσεις δεν είχαν πάντα αίσιο τέλος. Στην περίπτωση της Αγκόλας, παραδείγματος χάριν, αρκετοί μισθοφόροι του Εθνικού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Αγκόλας (FNLA), το οποίο χρηματοδοτούνταν από τις ΗΠΑ, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα – ανάμεσά τους και ο περίφημος Κύπριος μισθοφόρος Κώστας Γεωργίου.
Το επιχειρείν του πολέμου είναι ένας κλάδος με υψηλό ρίσκο και οι προηγούμενες αποδόσεις δεν διασφαλίζουν πάντα τις επόμενες.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα των Συντακτών – 11/05/2019