Καθώς η τιμή του κρυπτονομίσματος Bitcoin ξεπέρασε κάθε ρεκόρ προσεγγίζοντας τα 23.000 δολάρια στα τέλη του 2020, ξεκίνησε και πάλι η συζήτηση για το αν πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες φούσκες στην Ιστορία. Ελάχιστοι ασχολήθηκαν, όμως, με τις νεοφιλελεύθερες, ακροδεξιές και συχνά φιλοφασιστικές θέσεις ορισμένων εκ των οπαδών του.
Ποιοι χαίρονται κάθε φορά που η τιμή του Bitcoin ξεπερνά ένα ακόμη «ψυχολογικό φράγμα»; Η προφανής απάντηση είναι οι κερδοσκόποι και το οργανωμένο έγκλημα, που το χρησιμοποιούν σαν εργαλείο γρήγορου πλουτισμού και ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Δίπλα σε αυτούς τους «λογικούς» παίκτες όμως βρίσκονται και αρκετές ακόμη κατηγορίες ανθρώπων που θεωρούν ότι το Bitcoin και τα κρυπτονομίσματα γενικότερα αποτελούν ένα εργαλείο για την ριζοσπαστική αλλαγή της κοινωνίας.
Ελαφρώς απλουστευτικά, τους τελευταίους μπορούμε να τους χωρίσουμε σε συνειδητούς ακροδεξιούς και νεοφιλελεύθερους αλλά και σε καλοπροαίρετους «αριστερούς» και «αναρχικούς», οι οποίοι χωρίς να το καταλάβουν αναμασούν επιχειρήματα του Μίλτον Φρίντμαν, της Μάργκαρετ Θάτσερ και των πιο επικίνδυνων συνωμoσιολόγων του 20ού αιώνα.
Τις διαφορετικές αυτές «φυλές» παρουσιάζει ο Ντέιβιντ Γκολούμπια, αναπληρωτής καθηγητής Ψηφιακών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Virginia Commonwealth, στο βιβλίο του The Politics of Bitcoin. Ανάμεσά τους συναντάμε ετερογενείς ομάδες όπως οι cybelibertarians (ακραίοι κυβερνο-νεοφιλελεύθεροι), οι cypherpunks (που θεωρούν ότι η κοινωνική και πολιτική αλλαγή μπορεί να επέλθει από τεχνολογίες κρυπτονομισμάτων και κρυπτογραφίας), οι crypto-anarchists (που πρεσβεύουν την απόλυτη ελευθερία κρυπτογραφημένων επικοινωνιών αλλά και την ελεύθερη αγορά) κ.ο.κ Αν και η ανάλυση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε ομάδας ξεπερνά τα όρια αυτού του κειμένου υπάρχουν ορισμένες κοινές αρχές που διέπουν την «ιδεολογία» τους.
Βασικό επιχείρημα των οπαδών του Bitcoin είναι ότι παρακάμπτει τη δυνατότητα των κεντρικών τραπεζών (και σε δεύτερο επίπεδο των ιδιωτικών τραπεζών) να ελέγχουν την ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί στην αγορά. Η κριτική, βέβαια, δεν γίνεται από τα αριστερά (για το πώς οι κεντρικές τράπεζες ανεξαρτητοποιούνται από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις και μετατρέπονται σε όργανα των οικονομικών ελίτ) αλλά στηρίζεται σε ορισμένες από τις παλαιότερες θεωρίες συνωμοσίας που κυκλοφορούν στις ΗΠΑ.
Η σχετική ρητορική ξεκινά τη δεκαετία του ’50 από συγγραφείς όπως ο αντισημίτης, αρνητής του ολοκαυτώματος και φιλοφασίστας Γιούστας Μούλινς. Τη δεκαετία του ’60 τα ηνία παίρνει ο Τζον Μπιρτς, ο οποίος πίσω από την αμερικανική FED έβλεπε κομμουνιστικές, εβραϊκές και άλλους είδους συνωμοσίες που εξυπηρετούσαν μια «κυρίαρχη κλίκα» (τους λεγόμενους Insiders) που εξουσιάζει τον κόσμο.
Οι θεωρίες αυτές συγκλίνουν συχνά με τις απόψεις των οπαδών του λιγότερου κράτους που συνοψίζονταν στη φράση του Ρόναλντ Ρίγκαν «η κυβέρνηση δεν αποτελεί τη λύση των προβλημάτων μας, η κυβέρνηση είναι το πρόβλημα». Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, μάλιστα, έβρισκαν πρόσφορο έδαφος σε πιο σοβαρές συζητήσεις, όταν η νεοφιλελεύθερη σχολή του Σικάγου κήρυξε τον πόλεμο στον πληθωρισμό, τον οποίο απέδιδε στη «μανία» των κεντρικών τραπεζών να τυπώνουν χρήμα.
Στις δημόσιες τοποθετήσεις τους, νεοφιλελεύθεροι και συνωμοσιολόγοι παρουσίαζαν τον πληθωρισμό σαν ένα εργαλείο με το οποίο οι «εξουσιαστές» πλήττουν τα εισοδήματα των λαϊκών στρωμάτων. Συνειδητά ή από αφέλεια, δηλαδή, απέκρυπταν μεταξύ άλλων ότι α) ένα μικρό ποσοστό πληθωρισμού είναι αναμενόμενο και θεμιτό σε μια οικονομία β) ότι ο πληθωρισμός πλήττει πρωτίστως τα κέρδη του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και γ) ότι μια κυβέρνηση μπορεί, αν θέλει, να προστατεύσει τα λαϊκά στρώματα με μηχανισμούς όπως η αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή.
Ένα άλλο σημείο στο οποίο συναντήθηκαν οι ακροδεξιοί και νεοφιλελεύθεροι υποστηρικτές του Bitcoin με τους cypherpunks και τους crypto-anarchists ήταν το μίσος τους για οτιδήποτε σχετίζεται με το κράτος και τον δημόσιο τομέα. Δυστυχώς και αυτή τη φορά το κράτος δεν αντιμετωπίστηκε σαν ένα όργανο των εκάστοτε οικονομικών ελίτ, αλλά σαν ένα πλήρως αυτονομημένο «τέρας» που καταπατά τις ελευθερίες των πολιτών. Στην πράξη ο «αντικρατισμός» δεν εστίασε στην κρατική βία ή τη λογοκρισία, αλλά μεταφράστηκε σε εκκλήσεις για λιγότερη ρύθμιση – το βασικό δηλαδή αίτημα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, που συνέβαλε στις μεγαλύτερες φούσκες και τις κρίσεις που ζήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες.
Δεν ήταν φυσικά τυχαίο ότι όλες αυτές οι θεωρίες βρήκαν εύφορο έδαφος σε ακροδεξιές ομάδες όπως το Tea Party και αργότερα το νεοφασιστικό, ρατσιστικό κίνημα Alt-Right, αλλά και σε ακραία νεοφιλελεύθερα ιδρύματα όπως το CATO. Από την πλευρά τους cypherpunks και οι crypto-anarchists αρνούνταν να ακούσουν την κριτική που ασκούσαν στο Bitcoin προοδευτικοί οικονομολόγοι όπως ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν. Οχυρωμένοι πίσω από την ψευδαίσθηση ότι οι γνώσεις τους για τους υπολογιστές και τη σύγχρονη τεχνολογία δικτύων επαρκούν για να εξηγήσουν σύνθετα πολιτικά και οικονομικά ζητήματα, βρέθηκαν από πολύ νωρίς στο λάθος στρατόπεδο.
Όπως έχουμε εξηγήσει από αυτή τη στήλη, κρυπτονομίσματα όπως το Bitcoin δεν πληρούν σχεδόν καμία από τις προϋποθέσεις για να αποτελέσουν πραγματικό χρήμα: Δεν χρησιμοποιούνται ευρέως σαν μέσο συναλλαγής, οι τρομακτικές διακυμάνσεις στην τιμή τους τα καθιστούν ακατάλληλα ως μέσα μέτρησης της αξίας ή ως μέσα αποθησαύρισης, ενώ ο πεπερασμένος αριθμός τους σημαίνει ότι δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες μιας οικονομίας για αύξηση ή μείωση των συναλλαγών. Ενώ όμως δεν είναι χρήμα, τα κρυπτονομίσματα λειτουργούν σαν μηχανισμοί προώθησης των πιο αντιδραστικών θεωριών της ελεύθερης αγοράς.
Διαβάστε
The Politics of Bitcoin: Software as Right-Wing Extremism (University of Minnesota Press)
Ο καθηγητής Ντέιβιντ Γκολούμπια αποκαλύπτει το σκοτεινό ιδεολογικό πρόσωπο των οπαδών του Bitcoin