Σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις της Κομισιόν, αλλά και της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) επιτρέπεται η δημιουργία Εθνικών Εταιρειών Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων, δηλαδή Εθνικών Εταιρειών αγοράς «κόκκινων Δανείων» και μάλιστα με συμμετοχή του Δημοσίου. Οι όροι και οι προϋποθέσεις δημιουργίας και λειτουργίας αυτών των εταιρειών, οι κοινώς λεγόμενες Κακές Τράπεζες (Bad Banks), δεν έχει ακόμα αποσαφηνισθεί πλήρως. Οι πληροφορίες που διαρρέουν είναι ότι θα αποτελούνται από δημόσια και ιδιωτικά κεφάλαια και μάλλον θα αφορά τον τομέα των «κόκκινων δανείων επιχειρήσεων», δηλαδή δεν θα εντάσσονται στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια.
Γιατί λαμβάνεται τώρα αυτή η απόφαση, όταν μάλιστα ισχύει η κοινοτική οδηγία 2014/59 που δεν επιτρέπει πλέον κρατική ενίσχυση των τραπεζών;
Ο πρώτος λόγος είναι ότι δεν υπάρχει συμφωνία για εμβάθυνση της ευρωπαϊκής τραπεζικής ενοποίησης, δηλαδή την πανευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων και την απευθείας ενίσχυσης προβληματικών τραπεζών από τον ESM. Οπότε η δημιουργία «εθνικών bad bank» εκτιμούν ότι μπορεί να αποτελέσει ένα αποσπασματικό αντίβαρο για την σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος. Ο δεύτερος λόγος είναι η ύπαρξη μεγάλου όγκου καθυστερημένων δανείων στην ΕΕ που επίσημα αγγίζει το 1 τρισ ευρώ, με το πρόβλημα να είναι ιδιαίτερα έντονο στις χώρες του Νότου, που ως ποσοστό ανέρχονται στο 50% στην Ελλάδα και στην Ιταλία, Ισπανία, Βουλγαρία, Σλοβενία, Πορτογαλία μεταξύ 20-25%. Τέλος, η σταδιακή μείωση του μηχανισμού της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ο οποίος αποτελούσε έναν εύκολο και φθηνό μηχανισμό παροχής ρευστότητας τραπεζών και επιχειρήσεων, χρειάζεται ένα νέο «μαξιλάρι ασφαλείας» σε περίπτωση που η οικονομική συγκυρία επιδεινωθεί.
Ο επίσημος μύθος πίσω από την δημιουργία Ελληνικής Bad bank, είναι ότι θα αποτελέσει θετικό στοιχείο για την οικονομία, καθότι οι τράπεζες θα επικεντρωθούν στο παραδοσιακό τους ρόλο αυτόν της χρηματοδότησης, και επιπλέον θα «απελευθερωθούν» κεφάλαια τα οποία θα χρηματοδοτήσουν την οικονομία. Αυτή όμως η προσέγγιση συσκοτίζει την αλήθεια. Οι τράπεζες δεν στερούνται προσωπικού, τουναντίον διώχνουν υπαλλήλους, οπότε δεν τίθεται θέμα εργαζομένων που να ασχολούνται και με καθυστερήσεις και με νέες χρηματοδοτήσεις.
Επίσης, οι ίδιες οι τράπεζες που υπερτονίζουν ότι είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, γνωρίζουν καλά ότι η απόφαση για αύξηση των χρηματοδοτήσεων κρίνεται κυρίως από την εκτίμηση που έχουν για την ανάπτυξη της οικονομίας, και για την ελληνική περίπτωση από την επιστροφή καταθέσεων και την κερδοφορία λόγω υψηλού «αναβαλλόμενου φόρου» επί της κεφαλαιακής επάρκειας. Στη σημερινή συγκυρία η εκκαθάριση «κόκκινων δανείων» από το χαρτοφυλάκιο τραπεζών θα οδηγήσει σε μείωση του ELA (δανεισμός από την Κεντρική τράπεζα) και όχι αυτομάτως σε αύξηση πιστώσεων.
Γενικά η δημιουργία Bad banks είναι μια διαδικασία που στόχο έχει αφενός την προστασία των μετόχων των τραπεζών, και αφετέρου την ανάληψη από το κράτος του ρίσκου και του κόστους εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος. Αντί οι μέτοχοι να χρειασθούν να κάνουν αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου για να καλύψουν ζημιές από επισφαλή δάνεια, το κράτος αναλαμβάνει αυτά τα προβληματικά δάνεια πληρώνοντας ένα τίμημα πάνω από την τρέχουσα αγοραία τους αξία, με σκοπό να εισπράξει ένα μέρος των χρημάτων αργότερα από την «ανατίμηση» αυτών των δανείων λόγω βελτίωσης της συγκυρίας.
Οι νέοι μέτοχοι των ελληνικών τραπεζών εισήλθαν στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα μετά την 3η ανακεφαλαιοποίηση, ποντάροντας κυρίως στην διαχείριση των «κόκκινων δανείων» τα οποία ανέρχονται στο 52% του συνόλου. Στο αισιόδοξο σενάριο, δηλαδή μιας σημαντικής ανάπτυξης της οικονομίας, εκτιμούσαν ότι θα δημιουργούντο υπεραξίες στα κόκκινα δάνεια γιατί μέρος τους θα μετατρεπόταν σε ενήμερα, ενώ η ανατίμηση των ακινήτων που είχαν ληφθεί σαν εξασφαλίσεις θα λειτουργούσε θετικά σε περίπτωση καταγγελίας μη εξυπηρετούμενων δανείων. Στο απαισιόδοξο σενάριο, δηλαδή της οικονομικής στασιμότητας, που μάλλον φαίνεται να επικρατεί, οι τραπεζίτες και τα συμφέροντα που κρύβονταν πίσω τους θα επωφελούντο από τον έλεγχο της «μπροστινής πόρτας» των τραπεζών προκειμένου να βγάλουν κέρδη από την «πίσω» που είναι οι εταιρίες διαχείρισης δανείων και τα κερδοσκοπικά Funds. Πάντως, σε κάθε περίπτωση η αναδιαμόρφωση του επιχειρηματικού και οικονομικού χάρτη της χώρας μέσω της διαχείρισης των «κόκκινων δανείων» είναι πολύ σημαντικό χαρτί που οι μέτοχοι και οι διοικήσεις των τραπεζών δεν θα εκχωρήσουν χωρίς αντάλλαγμα.
Οι τραπεζίτες, θα συμφωνούσαν ασμένως στην δημιουργία Bad bank, φροντίζοντας 3 κυρίως παραμέτρους:
Πρώτο, να έχουν πρόσβαση στην λειτουργία της, το οποίο μπορεί να επιτευχθεί είτε μέσω απευθείας συμμετοχής είτε μέσω κερδοσκοπικών κεφαλαίων με τα οποία συνδέονται.
Η δεύτερη παράμετρος αφορά τα χαρακτηριστικά των δανείων τα οποία θα μεταβιβασθούν στην κακή τράπεζα. Οι τράπεζες θα προσπαθήσουν να μεταβιβάσουν: Α) καθυστερημένα δάνεια τα οποία κρύβουν μεγάλες επισφάλειες οι οποίες δεν έχουν αποτιμηθεί (πχ προβληματική αξία ενυπόθηκων ακινήτων, δικαστικές διαμάχες, υποχρεώσεις σε εργαζόμενους και Δημόσιο, κλπ), Β) Δάνεια τα οποία εκτιμούν ότι η βιωσιμότητα τους προϋποθέτει «μεγάλο» κούρεμα και Γ) δάνεια των οποίων η αναδιάρθρωση επισύρει ευθύνες για τα τραπεζικά στελέχη.
Τέλος, θα επιδιώξουν αυξημένη συμμετοχή του Δημοσίου και μειοψηφική των ιδιωτών στο κεφάλαιο της κακής τράπεζας, γιατί όσο πιο πολλά χρήματα βάζει ο ιδιώτης τόσο πιο φθηνά θα αγοράζονται τα δάνεια άρα δημιουργούνται προϋποθέσεις ζημιών για τις τράπεζες.
Η κυβέρνηση και η ΕΕ προσπαθεί να κρύψει μια ακόμη έμμεση μεταβίβαση κρατικού χρήματος προς τις τράπεζες πίσω από το επιχείρημα ότι τα χρήματα της Bad bank θα ανακτηθούν από την διαχείριση των δανείων, ενώ θεωρούν ότι η συμμετοχή ιδιώτη στο Μ.Κ. και ο «έλεγχος ποιότητας» των δανείων προς μεταβίβαση θα αποτρέψει φαινόμενα ευνοιοκρατίας. Στην πραγματικότητα γνωρίζουν ότι στην καλύτερη περίπτωση, θα λειτουργήσει σαν το μέσο για να διατηρηθούν ορισμένες επιχειρήσεις ζωντανές γιατί η «κακή τράπεζα» θα αναλάβει μεγαλύτερο κούρεμα δανείων από την τράπεζα για να επιτευχθεί βιωσιμότητα. Ουσιαστικά, το Δημόσιο θα αναλάβει το κόστος ώστε τα προβληματικά δάνεια να μην πωλούνται στις πολύ χαμηλές τιμές που τα αγοράζουν τα κερδοσκοπικά ιδιωτικά κεφάλαια, τα λεγόμενα «κοράκια».
Η κυβέρνηση προωθεί την δημιουργία Bad bank και έχει ενεργοποιήσει τις επαφές με διεθνείς τραπεζικούς συμβούλους για την λειτουργία της. Γνωρίζει ότι η οικονομική δραστηριότητα θα πληγεί από ενδεχόμενο μαζικής καταγγελίας καθυστερημένων δανείων και πλειστηριασμών, ενώ δεν την αφήνει καθόλου αδιάφορη η δυνατότητα να αποκτήσει εκλογική πελατεία από την διαχείριση και τα κουρέματα εταιρικών δανείων. Επίσης, η πιθανότητα ένταξης και στεγαστικών δανείων για ρύθμιση θα ήταν σίγουρα κάτι που η κυβέρνηση θα επιθυμούσε πολύ αν επιτρεπόταν. Το πρόβλημα για την κυβέρνηση αφορά στα κεφάλαια που απαιτούνται για την χρηματοδότηση και τους πολιτικούς όρους που θα τη συνοδεύουν. Η πιο πιθανή πηγή είναι τα αδιάθετα 10 δισ. ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αλλά στην ΕΕ φαίνεται να υπάρχουν δεύτερες σκέψεις.
Ενώ μέχρι πρόσφατα η Κομισιόν δήλωνε θετική για την ίδρυση Ελληνικής Bad bank, πριν από λίγες μέρες άρχισε διαρροές για το αντίθετο, με το σκεπτικό ότι η δημιουργία της θα πάρει μεγάλο διάστημα μέσα στο οποίο οι Ελληνικές τράπεζες θα αναστείλουν το ρυθμό μείωσης των κόκκινων δανείων. Στην πραγματικότητα η ΕΕ θέλει να χρησιμοποιήσει κάθε νέα χρηματοδότηση προς την χώρα αποσπώντας επιπλέον δεσμεύσεις για τον μελλοντικό έλεγχο της οικονομίας και την αύξηση της επιτροπείας. Το τραπεζικό σύστημα πάντα ήταν προνομιακό μέσο για την άσκηση πιέσεων από την ΕΕ, και σήμερα εκφράζεται τόσο με την πρόσφατη αυστηροποίηση των τραπεζικών κριτηρίων που οδηγούν σε νέες ανάγκες κεφαλαιακών ενισχύσεων των τραπεζών, όσο και με την διαχείριση του θέματος της Bad bank.
Ως συμπέρασμα, μετά από 3 ανακεφαλαιοποιήσεις όπου κοινωνικοποιήθηκαν ζημιές τραπεζιτών ύψους 55 δισ. ευρώ, εξετάζεται νέα ενίσχυση μέσω δημιουργίας ελληνικής Bad bank. Είναι μια ακόμη ένδειξη της αποτυχίας των ιδιωτικών τραπεζών που τα «θαλάσσωσαν» στην χρηματοδότηση της οικονομίας και συνεχίζουν να δικαιολογούν το ρόλο τους μόνο με την βοήθεια του κράτους. Είναι μια απόδειξη ότι το κόστος «εκκαθάρισης» των προβληματικών τομέων της οικονομίας θα αναληφθεί για μια φορά ακόμα από τον λαό.
Είναι όμως και μια ακόμα επιβεβαίωση ότι οι μηχανισμοί της ΕΕ ως προτεραιότητα έχουν την εξυπηρέτηση των μετόχων και των τραπεζών με δημόσιο χρήμα, την ίδια ώρα που για τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους επιφυλάσσουν ανασφάλεια και λιτότητα.
Ο Γιώργος Παυλόπουλος είναι τραπεζικός, μέλος του Γενικού Συμβουλίου της ΟΤΟΕ.