«Μου προκαλεί φρίκη ο Βολταίρος με την Αικατερίνη του», έγραψε κάποτε ο Βρετανός συγγραφέας Οράτιος Γουόλπολ, βλέποντας ένα από τα μεγαλύτερα πνεύματα του 18ου αιώνα να μετατρέπεται σε γλοιώδη υμνητή μιας ξένης αυτοκράτειρας.
Στο πέρασμα της Ιστορίας εκατοντάδες μιμητές του Βολταίρου θα αναζητήσουν προστασία αλλά και πλούτη στους πιο αιμοσταγείς ηγεμόνες. Στο βιβλίο του «Διανοούμενοι και καλλιτέχνες, ευτελείς δούλοι της εξουσίας» ο Κυριάκος Σιμόπουλος αναζητά τους πρώτους «εξωνημένους» φιλόσοφους, ποιητές και ρήτορες στον 4ο π.Χ. αιώνα.
Ο Ξενοφώντας υμνεί στα έργα του τον σατράπη Κύρο και αργότερα το σπαρτιάτικο καθεστώς, που θα του προσφέρουν πλούτη όταν αυτός απαρνείται μετά βδελυγμίας το δημοκρατικό πολίτευμα της Αρχαίας Αθήνας. Οι Αθηναίοι τον εξοστρακίζουν, αλλά ο Ξενοφώντας ζει ευτυχισμένος στην πολυτελή έπαυλη που του προσφέρουν οι Λακεδαιμόνιοι στη Σκιλλούντα της Ηλιδος.
Τον τίτλο του αυλοκόλακα αποδίδει ο Σιμόπουλος και στον Πίνδαρο, τον υμνητή τυράννων όπως ο Ιέρωνας, ο Θήρωνας και ο Αρκεσίλαος. Ο Πλάτωνας, από την πλευρά του, μέσα στο ογκωδέστατο έργο του δεν θα αφιερώσει ούτε μια γραμμή για να καταδικάσει το αιμοσταγές καθεστώς των Τριάκοντα Τυράννων – ίσως γιατί σε αυτό συμμετέχουν και συγγενείς του, όπως ο Χαρμίδης και ο Κριτίας, που του ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες της εξουσίας. Αργότερα θα βρεθεί στις αυλές τυράννων, όπως ο Διόνυσος Α’ των Συρακουσών, οι οποίοι μάλιστα στέλνουν τριήρεις για τη μεταφορά του και φροντίζουν να τον γεμίσουν με πλούτη για την προσφορά του ως… οργανικού διανοούμενου.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις,
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πηαίνεις στον μονάρχην Aρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή τουΚωνσταντίνος Καβάφης – «Η Σατραπεία»
Χειρότερος όλων όμως, σύμφωνα πάντα με τον Κ. Σιμόπουλο, ο Ισοκράτης εκφράζει με κάθε ευκαιρία την απέχθειά του για τη δημοκρατία και εξυμνεί τους τυράννους των Συρακουσών, των Φερών και της Κύπρου πριν καταλήξει στην αυλή του βασιλιά Φιλίππου, τον οποίο καλεί μέσα από τα έργα του να καθυποτάξει με τη βία ολόκληρο τον Ελληνισμό.
Αποτελεί πάντως παράδοξο ότι στη σύγχρονη Ελλάδα οι επίγονοι του Ισοκράτη έφτασαν στο σημείο να παραφράσουν το -ούτως ή άλλως αντιδημοκρατικό- έργο του για να επιτεθούν εκ νέου στη δημοκρατία, όταν ένιωσαν ότι η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 απειλούσε την εξουσία τους (βλ. «Ελεύθερος Τύπος»).
Οι αυλοκόλακες της Αρχαίας Ελλάδας θα βρουν «άξιους» συνεχιστές στα χρόνια της Ρωμαϊκής αλλά και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με εντολή του αυτοκράτορα Αύγουστου οι μεγιστάνες Μεσσάλας και Μαικήνας αναλαμβάνουν αυτό που θα κάνουν αιώνες αργότερα οι κρατικές και κομματικές επιδοτήσεις: να διαφθείρουν με χρήματα και δόξα μια ολόκληρη γενιά διανοουμένων (όπως ο Βιργίλιος, ο Οράτιος και ο Προπέρτιος) οι οποίοι μετατρέπονται στους πιο πιστούς υπηρέτες του συστήματος.
Αρκετούς αιώνες αργότερα η Μεγάλη Αικατερίνη θα επαναλάβει την πρακτική του Αύγουστου αναθέτοντας στον πράκτορά της, Πικτέ, να «στρατολογήσει στην αυλή της τον Βολταίρο, που δέχεται ανερυθρίαστα τις τιμές, αλλά και τους Ντιντερό και Νταλαμπέρ που υποκύπτουν ύστερα από μερικές ενστάσεις. Ο Βολταίρος θα χάσει σύντομα κάθε αίσθηση του μέτρου γράφοντας στίχους που θα του ανοίξουν διάπλατα τις πύλες της ρωσικής αυτοκρατορικής αυλής: «Ω Κατερίνα! Ευτυχισμένος όποιος σ’ ακούει! Ν’ αρέσεις και να βασιλεύεις, αυτό είναι το ταλέντο σου».
Η πολιτική της μεγάλης Αικατερίνης φαντάζει σαν προπομπός της πρακτικής των σημερινών πρεσβειών, που στρατολογούν διανοουμένους και δημοσιογράφους και (ανάλογα με την ισχύ της χώρας που εκπροσωπούν) τους «φυτεύουν» στα μεγαλύτερα μέσα ενημέρωσης.
Δεν είναι όμως μόνον οι φιλόσοφοι και οι συγγραφείς που υποτάσσουν τις πένες τους στον εκάστοτε ηγεμόνα. Τον 16ο και τον 17ο αιώνα ο Ρούμπενς και ο Βαν Ντάικ ωραιοποιούν με τη ζωγραφική τους την αριστοκρατία και τους βασιλείς της εποχής τους. Το έργο τους θα συνεχίσουν στον 20ό αιώνα καλλιτέχνες όπως ο Ελτον Τζον, που απολαμβάνει τη θαλπωρή του Μπάκιγχαμ, αλλά και ο Μπόνο των U2, ο οποίος γίνεται ομοκρέβατος των ισχυρότερων προέδρων και πρωθυπουργών του πλανήτη.
Αρκετοί αναλυτές και ιστορικοί, πάντως, θα υποστηρίξουν ότι δεν μπορούμε να κρίνουμε τους αυλοκόλακες του παρελθόντος, αποκομμένους από το ιστορικό τους πλαίσιο, καθώς η προσκόλλησή τους στην αυλή κάποιου ηγεμόνα αποτελούσε όρο επιβίωσης.
Θα μπορούσαν άραγε να το πουν αυτό για τον Ευριπίδη που έλεγε ότι «χειρότερο από τον τύραννο δεν υπάρχει στην πόλη», τον Μένανδρο που υποστήριζε ότι είναι «τρισάθλιοι όσοι ζητούν να είναι των άλλων τύραννοι» ή τον Αίσωπο που παρομοίαζε τους τυράννους με τα γουρούνια; Και αργότερα, στον 20ό αιώνα, θα μπορούσαν μήπως να το πουν για τους διανοουμένους και τους καλλιτέχνες της Αμερικής του Μακάρθι ή της Ρωσίας του Στάλιν που θυσίασαν την καριέρα τους ή και τη ζωή τους αρνούμενοι να στηρίξουν ένα αυταρχικό καθεστώς;
Σε κάθε εποχή, βλέπετε, υπήρχε ένας Προμηθέας δίπλα στον πιο αηδιαστικό αυλοκόλακα. Καθείς εφ’ ω ετάχθη.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα των Συντακτών – 24/8/2013