Δεν νομίζω ότι οποιοσδήποτε σε αυτή τη χώρα είναι τόσο εύπιστος, ώστε να πιστεύει πως η αναβίωση από την κυβέρνηση της υπόθεσης του εμπρησμού της Μαρφίν έχει κίνητρα ανθρωπιστικά, τιμής προς τα θύματα και «καταδίκης της βίας».
Ή τουλάχιστον όχι οποιοσδήποτε δεν λαμβάνει μερίδιο από τα 20 εκατομμύρια του μποναμά προς τα ΜΜΕ και δεν έχει σχέσεις συγγενικές ή κομματικές με την κυβέρνηση.
Διότι θα ήταν εξαιρετικά αφελές να πιστέψει κανείς ότι ξαφνικά, 10 χρόνια μετά τον δολοφονικό εμπρησμό, έπιασε ο πόνος για τους νεκρούς της Μαρφίν μία κυβέρνηση, της οποίας σχεδόν το σύνολο των στελεχών βρισκόταν σε θέσεις εξουσίας στην πλειοψηφία αυτών των 10 χρόνων, στα οποία δεν έκαναν απολύτως τίποτα για την υπόθεση.
Αποκορύφωμα φυσικά, ο διδάκτωρ θράσους Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, που δηλώνει πως θα ξανανοίξει τον φάκελο της υπόθεσης, την οποία δεν μπόρεσε να εξιχνιάσει κάποιος άχρηστος υπουργός Δημόσιας Τάξης με το όνομα Μιχάλης Χρυσοχοΐδης. Απλή συνωνυμία θα είναι, διότι αν δεν είναι, πρόκειται για πρωτοφανή ξεδιαντροπιά, και δεν είναι τέτοιος άνθρωπος ο Μιχάλης.
Όπως πρωτοφανής ξεδιαντροπιά θα είναι και αν ισχύσουν τα όσα κατήγγειλε ο Νίκος Μπογιόπουλος από την εκπομπή του στο ραδιόφωνο του Real εχθές, ότι δηλαδή το ελληνικό Δημόσιο θα αιτηθεί την αναίρεση της δικαίωσης των συγγενών των θυμάτων στην εκδίκαση της υπόθεσης στο ΣτΕ την 1η Ιουνίου.
Με δεδομένη αυτήν την ξεδιαντροπιά, η αναβίωση της υπόθεσης και, φυσικά, η φανφαρόνικη κατάθεση τιμητικής πλακέτας που πρόκειται να γίνει αύριο Σάββατο από την κυβέρνηση με τη συμμετοχή του ΚΙΝ.ΑΛ, αποκαλύπτεται ως τίποτε άλλο παρά πολιτική σκοπιμότητα. Τίποτε άλλο παρά επιχείρηση συκοφάντησης και περιθωριοποίησης, από τη μία εκ νέου των παρελθόντων λαϊκών αγώνων, και αφετέρου πιο σημαντικά των αγώνων που έρχονται.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσονται και οι δηλώσεις του Μάκη Βορίδη, υπουργού της ΝΔ σήμερα, αλλά στελέχους της ΕΠΕΝ κάποτε, μιας ΕΠΕΝ που, τουλάχιστον μέσω Μιχαλολιάκου δεν ήταν ξένη στις βομβιστικές επιθέσεις με ανθρώπινους στόχους. Ο Βορίδης στοχοποιεί ξεκάθαρα για το έγκλημα της Μαρφίν ολόκληρους πολιτικούς χώρους, την αναρχία και την αριστερά, τους χώρους που θα πρωτοστατήσουν στις αντιδράσεις κατά όσων η κυβέρνηση προετοιμάζει για τη γούνα των πολιτών.
Η πλακέτα, το άνοιγμα του φακέλου, η τοποθέτηση της υπόθεσης της Μαρφίν σε μείζον ζήτημα της πολιτικής ζωής του τόπου, δεν είναι παρά προληπτική δράση ενάντια στις διαδηλώσεις, τις διαμαρτυρίες, τους αγώνες που η κυβέρνηση γνωρίζει πως θα έρθουν. Των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν τη συκοφάντηση όσων θα σταθούν απέναντί τους.
«Βγήκαν ξανά στον δρόμο οι εμπρηστές της Μαρφίν», είναι το μήνυμα που θα παίξει από σύσσωμο τον μηχανισμό κυβερνητικής προπαγάνδας, που συμπεριλαμβάνει και τους παραλήπτες των 20 εκατομμυρίων. Όπως και τότε, μία από τις μαζικότερες λαϊκές αντιδράσεις έσβησε μονομιάς υπό το βάρος και το πένθος των νεκρών της Μαρφίν, έτσι και τώρα, οι μέλλουσες μαζικές αντιδράσεις επιχειρείται να σβήσουν προληπτικά, ξανά υπό το βάρος των ίδιων νεκρών, ίσως για να μη χρειαστεί να δημιουργηθούν νέοι.
Εμείς έχουμε μια πρόταση για να κάνουμε ακόμα πιο εύκολη για την κυβέρνηση αυτήν την επιχείρηση συκοφάντησης. Αφού πάμε 10 χρόνια πίσω και «ανοίγουν φάκελοι», γιατί να μην πάμε 30; Ποιος σταματά τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη από το να ανοίξει και τον φάκελο του εμπρησμού του «Κάππα Μαρούση»;
Επειδή ίσως να μην θυμάστε, ήταν 11 Ιανουαρίου του 1991, την επαύριο της δολοφονίας Τεμπονέρα και εν μέσω των αντιδράσεων στο εκπαιδευτικό νομοσχέδιο Σουφλιά, όταν κατά τη διάρκεια διαδήλωσης 100.000 ανθρώπων, πιάνει φωτιά το βιβλιοχαρτοπωλείο Λίβα, στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους στο κέντρο της Αθήνας. Η φωτιά εξαπλώνεται στο κτίριο του «Κάππα Μαρούση» και όταν σβήνει, βρίσκονται νεκροί τέσσερις άνθρωποι.
Παρά τις επώνυμες μαρτυρίες που κάνουν λόγο για εκκίνηση της φωτιάς από ένα εκ των 4.000 δακρυγόνων που παραδέχτηκε ότι έριξε η ΕΛ.ΑΣ. εκείνη την ημέρα, η Ένορκη Διοικητική Εξέταση δεν βρίσκει φυσικά υπαιτιότητα της αστυνομίας και κάνει λόγο για «εμπρησμό του κτιρίου από αναρχικούς». Έξι χρόνια αργότερα, βούλευμα του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (3418/1997) κάνει λόγο για «βομβιστική επίθεση» και αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο η πυρκαγιά να προκλήθηκε «είτε από ρίψη βόμβας μολότοφ από τους αναρχικούς είτε από ρίψη δακρυγόνων με ειδικά τουφέκια από τους αστυνομικούς».
Γιατί όμως να μένει «ανοιχτό» το ενδεχόμενο; Γιατί να μην ενταχθεί και αυτός ο εμπρησμός στην επιχείρηση συκοφάντησης των κινημάτων του εγγύτερου μέλλοντος; Ας ανοίξει ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης και αυτόν τον φάκελο — δεν πειράζει που έκλεισε ανεπιτυχώς με υπαιτιότητα κάποιου άλλου και όχι του ιδίου.
Ιδέες δίνουμε, για το καλό της «εθνικής ενότητας» και της «ανάπτυξης της οικονομίας» και, εν τέλει, για τη δικαίωση των άοκνων προσπαθειών της κυβέρνησης για το καλό του τόπου, που θα παρεμποδιστούν σίγουρα από χιλιάδες «τρομοκράτες» που θα βγουν στους δρόμους. Από αγάπη το κάνουμε, μιας και δεν έχουμε δει δεκάρα από τα 20 εκατομμύρια.
Ανδρέας Κοσιάρης