του Ανδρέα Κοσιάρη
Η απαίτηση φοιτητών και αλληλέγγυων για αποεπένδυση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων από εταιρείες που συνδέονται έμμεσα ή άμεσα με την ισραηλινή πολεμική βιομηχανία, τη συνεχιζόμενη γενοκτονία στη Γάζα, τους παράνομους εποικιστικούς οικισμούς στις κατεχόμενες παλαιστινιακές περιοχές και την εφαρμογή καθεστώτος απαρτχάιντ στο Ισραήλ, είναι που κλονίζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τις ηγεσίες αυτών των ιδρυμάτων. Είναι μια απαίτηση με παράδοση επιτυχίας, πετυχαίνει κάποιες νίκες στο σήμερα, και αφορά πανεπιστήμια σε ολόκληρο τον κόσμο — ναι, και το ελληνικό ΕΜΠ.
Μέρος Α’: Αποεπένδυση και Απαρτχάιντ
Οι φοιτήτριες και οι φοιτητές που καταλαμβάνουν τις τελευταίες εβδομάδες χώρους των πανεπιστημίων τους στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, εκδιώκονται δια της βίας από αυτούς με την αγαστή συνεργασία πρυτανικών αρχών, αστυνομίας και λοιπών αρχών, και παρ’όλα αυτά συνεχίζουν να διαμαρτύρονται ενάντια στη γενοκτονία που διαπράττει το Ισραήλ στη Γάζα, έχουν και μία κοινή απαίτηση από τα ιδρύματα στα οποία φοιτούν. Να αποεπενδύσουν πλήρως από εταιρείες που συνδέονται έμμεσα ή άμεσα με αυτή τη γενοκτονία.
Τι σημαίνει αυτό; Για πανεπιστήμια με επενδυτικούς βραχίονες, όπως το ιδιωτικό Columbia και το δημόσιο UCLA στις ΗΠΑ, που διαχειρίζονται μέσω των κληροδοτημάτων τους περιουσίες της τάξης των 13 δισ. και 8 δισ. δολαρίων αντίστοιχα, σημαίνει πρώτα και κύρια την πώληση μετοχών ισραηλινών εταιρειών που συμμετέχουν ή στηρίζουν τις πολιτικές γενοκτονίας και απαρτχάιντ· και εταιρειών αμερικανικής ή τρίτης ιδιοκτησίας που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνδέονται με αυτές τις πολιτικές: μπορεί να πωλούν όπλα και άλλα εφόδια στον ισραηλινό στρατό ή να πωλούν τα προϊόντα τους στους παράνομους κατά το διεθνές δίκαιο εποικιστικούς οικισμούς.
Σημαίνει, επίσης, τη διακοπή οποιασδήποτε συνεργασίας με τέτοιες εταιρείες, συνεργασία που μπορεί για παράδειγμα να αφορά ερευνητική εργασία του πανεπιστημίου στην οποία μπορεί να έχουν πρόσβαση ή προωθητικές ενέργειες που μπορεί να έχουν την άδεια να κάνουν εντός του πανεπιστημιακού χώρου.
Η απαίτηση δεν είναι καινούρια — ούτε σε ό,τι αφορά την αποεπένδυση από το ισραηλινό κράτος-απαρτχάιντ, καθώς είναι πάγιο αίτημα των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών που συνασπίζονται στο παλαιστινιακό κάλεσμα του BDS για Μποϊκοτάζ, Αποεπένδυση και Κυρώσεις. Ούτε σε ό,τι αφορά άλλα ζητήματα, καθώς τα προηγούμενα χρόνια έχουμε δει φοιτητικά κινήματα να απαιτούν και σε ορισμένες περιπτώσεις να πετυχαίνουν την αποεπένδυσή των πανεπιστημίων τους από εταιρείες για ζητήματα όπως τα ορυκτά καύσιμα, τα όπλα και την κερδοσκοπία από εμπόριο ανθρώπων.
Η τακτική όμως συνδέεται άρρηκτα συγκεκριμένα με το ζήτημα του απαρτχάιντ — του απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής.
Φοιτητές, μια τράπεζα και ένας νέος όρος
Στις 19 Μαρτίου 1965, φοιτητές και φοιτήτριες πραγματοποίησαν καθιστική διαμαρτυρία στο κεντρικό κατάστημα της τράπεζας Chase Manhattan στο κέντρο της Νέας Υόρκης. Εκπροσωπούσαν τρεις οργανώσεις: τη Φοιτητική Μη Βίαιη Συντονιστική Επιτροπή [Student Nonviolent Coordinating Committee – SNCC, οργάνωση που δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας από μέλη της φοιτητικής κοινότητας των μαύρων ως αντίδραση αρχικά στον φυλετικό διαχωρισμό στην εκπαίδευση], τους Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία [Students for a Democratic Society – SDS, φοιτητική οργάνωση της αμερικανικής Νέας Αριστεράς που δραστηριοποιήθηκε τη δεκαετία του ’60] και το Κογκρέσο Φυλετικής Ισότητας [Congress of Racial Equality – CORE, μια από τις παλαιότερες διαφυλετικές οργανώσεις πολιτικών δικαιωμάτων, που ιδρύθηκε το 1942 και είναι ακόμα ενεργή, αν και με αισθητά μειωμένη επίδραση].
Αιτία ήταν οι επενδύσεις της τράπεζας, και άλλων εταιρειών του ίδιου τομέα, στη Νότια Αφρική, που τότε ήδη εφάρμοζε το σύστημα του απαρτχάιντ για σχεδόν δύο δεκαετίες. Η διαμαρτυρία ήταν εμπνευσμένη από τον αγώνα και τα αιτήματα των μαύρων Νοτιοαφρικανών και στόχευε να κάνει γνωστό στο ευρύ κοινό πως το ρατσιστικό καθεστώς στηριζόταν από αμερικανικές τράπεζες.
Προέτρεπε «την τράπεζα να διακόψει την υποστήριξή της προς τη νοτιοαφρικανική κυβέρνηση» και «τους καταθέτες να ακυρώσουν τους λογαριασμούς τους έως ότου η τράπεζα λάβει αυτή την απόφαση». Παράλληλα, οι φοιτητές επιθυμούσαν να επεκτείνουν τον αγώνα τους, προτρέποντας σε ταυτόχρονη εθνική δράση σε «μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες που επενδύουν στη Νότια Αφρική».
Έναν χρόνο αργότερα, ο Αμερικανός Μεθοδιστής ιερέας και ακτιβιστής για τα πολιτικά δικαιώματα Τζορτζ Χάουζερ, έγραψε μία πολιτική πρόταση με ευθεία αναφορά σε εκείνη τη φοιτητική διαμαρτυρία. Πρότεινε την πολιτική δράση που θα στοχεύει σε αυτό που αποκάλεσε «απεμπλοκή» — την απόσυρση υπαρχόντων επενδύσεων στο νοτιοαφρικανικό καθεστώς και την αποτροπή νέων. «Το μοντέλο του Χάουζερ», σημείωνε το 2022 ο ιστορικός του κινήματος κατά του απαρτχάιντ Ζεμπ Λάρσον, ήταν ακριβώς η στρατηγική που τα επόμενα χρόνια θα αποκρυσταλλωνόταν ως «αποεπένδυση και, με πολλούς τρόπους, συνεχίζει να οδηγεί το κίνημα σήμερα».
Χρόνος κι επιμονή
Είναι αλήθεια πως αυτού του είδους η πίεση πήρε αρκετό χρόνο για να δώσει τους πρώτους της καρπούς. Επόμενος μεγάλος σταθμός του κινήματος αποεπένδυσης μπορεί να θεωρηθούν τα γεγονότα του Μαρτίου 1969 στο πανεπιστήμιο Princeton. Μια φοιτητική οργάνωση, ο πολυφυλετικός συνασπισμός του Ενωμένου Μετώπου Νότιας Αφρικής [United Front of South Africa], είχε πραγματοποιήσει στις 26 Φεβρουαρίου διαμαρτυρία, στην οποία καλούσε τον πρόεδρο του ιδρύματος να αποεπενδύσει από 39 εταιρείες που συνδέονταν με το νοτιοαφρικανικό καθεστώς.
Η διαμαρτυρία ακολουθήθηκε από μισόλογα του προέδρου και ρατσιστικά επεισόδια κατά μαύρων φοιτητών στο Princeton, που μαζί προκάλεσαν μια 11ωρη καθιστική διαμαρτυρία και κατάληψη που πραγματοποίησαν στις 11 Μαρτίου 1969 περισσότεροι από 100 φοιτητές και φοιτήτριες σε χώρους του campus, ενάντια στις επενδύσεις του πανεπιστημίου στη Νότια Αφρική.
Το αποτέλεσμα ήταν μικρό — το πανεπιστήμιο δημιούργησε μια επιτροπή που θα εξέταζε τις επενδύσεις του. Όμως τέθηκαν ξανά βάσεις — την 1η Φεβρουαρίου 1978, το Princeton είδε και πάλι φοιτητικές διαμαρτυρίες για το απαρτχάιντ. Το όργανο εκπροσώπησης ονομάστηκε Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Νότιας Αφρικής [People’s Front for the Liberation of South Africa] και για έναν μήνα ήταν δυο χούφτες άνθρωποι. Όμως επέμειναν και, κατά τη διάρκεια μιας χιονοθύελλας στις αρχές Μαρτίου, προσέλκυσαν περισσότερους από 100 συμπαραστάτες.
Το κίνημα μεγάλωνε και στις 14 Απριλίου 1978, κατελήφθη το εμβληματικό Nassau Hall, το παλαιότερο κτίριο του πανεπιστημίου — για ένα σύντομο διάστημα το 1783 λειτούργησε ως Καπιτώλιο των Ηνωμένων Πολιτειών, που κέρδιζαν την ανεξαρτησία από τους Βρετανούς. Η κατάληψη δημιούργησε αλληλεγγύη από μεγάλο κομμάτι της φοιτητικής κοινότητας και διήρκεσε 27 ώρες — η Επιτροπή Διαχείρισης των οικονομικών του πανεπιστήμιου έκανε ξανά ένα μικρό μόνο βήμα πίσω, δεχόμενη να υιοθετήσει πολιτική «επιλεκτικής αποεπένδυσης», ανοίγοντας ένα παραθυράκι για το μέλλον.
Έναν χρόνο αργότερα, αν και η συμμετοχή στην επετειακής φύσης διαμαρτυρία ήταν μικρή, έρευνα του φοιτητικού περιοδικού του πανεπιστημίου έδειξε πως η πολιτική της «αποεπένδυσης» είχε τη στήριξη της οριακής πλειοψηφίας του σώματος (51%).
Πίεση και έκρηξη
Μικρού μεγέθους διαμαρτυρίες κατά του νοτιοαφρικανικού απαρτχάιντ γίνονταν από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ανά τακτά διαστήματα στα αμερικανικά πανεπιστήμια και η πολιτική ζύμωση που παρήγαγαν όλα αυτά τα χρόνια διαχεόταν σταδιακά και στην κοινωνία.
To 1972 υπήρξε η πρώτη (προφανώς, αποτυχημένη) κατάθεση πρότασης νόμου για την «αποεπένδυση» από τη Νότια Αφρική, ενώ το 1977 δημιουργήθηκε η Επιτροπή για την Εναντίωση στα Τραπεζικά Δάνεια στη Νότια Αφρική [Committee to Oppose Bank Loans to South Africa – COBLA], μια συμμαχία αμερικανικών πολιτικών οργανώσεων που στόχευε συγκεκριμένα στις τράπεζες και τις δοσοληψίες τους με το καθεστώς και νοτιοαφρικανικές εταιρείες, χρησιμοποιώντας ως «όπλο» την ευαισθητοποίηση των εργατικών και μειονοτικών κοινωνικών στρωμάτων.
Το πανεπιστήμιο της Μινεσότα ψήφισε μια μορφή επιλεκτικής αποεπένδυσης το 1979 και η κυβέρνηση της πολιτείας έκανε το ίδιο το 1982. Εκατοντάδες ψηφίσματα υπέρ μιας μορφής αποεπένδυσης από τη Νότια Αφρική κατατίθενταν και υπερψηφίζονταν ανά αυτά τα χρόνια σε δημοτικά συμβούλια, πολιτειακά κοινοβούλια και άλλους μικρότερους τοπικούς ή υπερτοπικούς θεσμούς. Συχνά ήταν χωρίς ουσιαστικό αντίκρυσμα, πέρα από τη χρήση ως πάτημα για περαιτέρω πίεση.
Το κίνημα ήταν ευρύτατο, εξαιρετικά αποκεντρωμένο και, σημαντικά, με μεγάλη συμμετοχή βάσης [αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν «grassroots» — βλ. για την ψεύτικη εκδοχή του, το «astroturfing», στο βιβλίο «Προπαγάνδα και Παραπληροφόρηση» του Άρη Χατζηστεφάνου]. Σημαντικότερός του κόμβος, όμως παρέμεναν τα πανεπιστήμια.
Το 1985 δημιουργείται στο δημόσιο Πανεπιστήμιο Βόρειας Καρολίνας στο Τσάπελ Χιλ [UNC-Chapel Hill] η Ομάδα Στήριξης Αντι-Απαρτχάιντ [Anti-Apartheid Support Group], που απαιτεί αποεπένδυση του πανεπιστημίου από τη Νότια Αφρική. Μεταξύ άλλων στήνει μια παραγκούπολη κοντά στο Νότιο Κτίριο του πανεπιστημίου και καταλαμβάνει το γραφείο του Καγκελάριου, θέση αντίστοιχη με την πρυτανική.
Παρόμοια δράση αναλαμβάνουν λίγο αργότερα φοιτητές του Columbia — πετυχαίνουν την πλήρη αποεπένδυση του πανεπιστήμιου τους από τη Νότια Αφρική τον Οκτώβρη του ίδιου έτους. Το UNC-Chapel Hill θα υποκύψει το 1987 στις απαιτήσεις των φοιτητών του. Άλλα πανεπιστήμια θα δουν καταλήψεις, διαδηλώσεις και θα πάρουν παρόμοιες ή ίδιες αποφάσεις στο ενδιάμεσο: Princeton, Cornell, Berkeley, Johns Hopkins κ.α. Συνολικά, περισσότεροι από 110 φοιτητικοί σύλλογοι έπεισαν τις διοικήσεις των πανεπιστημίων τους να εφαρμόσουν κάποια μορφή αποεπένδυσης από το Απαρτχάιντ.
Ακόμα και η τράπεζα Barcleys, δεν άντεξε σε χρόνια πιέσεων, μεταξύ των οποίων φοιτητικές καθιστικές καταλήψεις καταστημάτων της και αποεπένδυσε πλήρως και επίσημα από τη Νότια Αφρική το 1987.
Το αμερικανικό (κυρίως φοιτητικό) κίνημα για αποεπένδυση δεν «έριξε» το καθεστώς του Απαρτχάιντ. Υπήρξε όμως ένας από τους σημαντικότερους μοχλούς της πτώσης του, προσθέτοντας το απτό αποτέλεσμα της οικονομικής απόσυρσης συνολικά εκατοντάδων εκατομμυρίων από το καθεστώς, στο κοινωνικό αποτέλεσμα της διεύρευνσης της γνώσης και της ευαισθητοποίησης για τον αγώνα των μαύρων νοτιοαφρικανών στην αμερικανική κοινή γνώμη.
Στο Β’ Μέρος θα δούμε ότι η σύνδεση του αγώνα για αποεπένδυση από τη Νότια Αφρική του Απαρτχάιντ με τον αγώνα για αποεπένδυση από το Ισραήλ της Γενοκτονίας στη Γάζα είναι άρρηκτη και αφορά ξανά τα πανεπιστήμια και τους φοιτητές — και τα ελληνικά πανεπιστήμια.