Του Ανδρέα Κοσιάρη
«[Με την Εκκλησία] είμαστε συνοδοιπόροι στην αναζήτηση της αλήθειας και ελπίζουμε με τον εμβολιασμό να επανέλθουμε σε μία κανονικότητα», δήλωσε ο Σωτήρης Τσιόδρας έπειτα από την παρουσία αυτού και του υπουργού Υγείας Βασίλη Κικίλια στη συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.
Δε θα σχολιάσουμε το πώς είναι δυνατόν ένας επιστήμονας να «αναζητά την αλήθεια» με συνοδοιπόρο έναν οργανισμό που δογματικά ισχυρίζεται ότι την κατέχει απόλυτα.
Αντ’ αυτού θα μείνουμε καθαρά στα ζητήματα της πανδημίας, για τα οποία υποτίθεται πως συνεδρίασε η ΔΙΣ και τα οποία η Εκκλησία, με «συνοδοιπόρο» την κυβέρνηση και ένα θρησκόληπτο τμήμα της ελληνικής επιστημονικής κοινότητας, φάνηκε για άλλη μία φορά να βάζει σε δεύτερη μοίρα.
Ναι, είναι καταρχήν θετικό πως η ΔΙΣ δεν αποφάσισε να καταδικάσει τα εμβόλια ως «σατανικά» ή «αντιχριστιανικά», όπως κάνουν πλείστα μέλη του κλήρου κι ακόμα περισσότεροι πιστοί.
Κατά τα άλλα όμως, οι αποφάσεις της ΔΙΣ περιορίστηκαν στο λαϊκό «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε». Ούτε κουβέντα δεν έγινε για παρότρυνση, έστω, των κληρικών και των υπαλλήλων των ναών σε εμβολιασμό — πόσο μάλλον για την υποχρεωτικότητά του για αυτούς — παρά μόνο ανακοινώθηκε ως απόφαση η «ελεύθερη επιλογή» τους, λες και δεν την είχαν έτσι κι αλλιώς.
Μπορεί η καθολική υποχρέωση του πληθυσμού σε εμβολιασμό να είναι μια πρακτική αμφιβόλου ηθικής και νομιμότητας, εντούτοις όμως σε συγκεκριμένες εργασιακές ομάδες η υποχρεωτικότητα είναι απαραίτητη.
Είναι εγκληματικό να παραμένει ανεμβολίαστο το προσωπικό των οίκων ευγηρίας και των νοσοκομείων, όταν δεδομένα έρχεται σε καθημερινή επαφή με τα τμήματα εκείνα του πληθυσμού που έχουν και τις περισσότερες πιθανότητες να νοσήσουν βαριά ή/και να αποβιώσουν λόγω CoViD-19.
Το ίδιο όμως ισχύει και για τους ιερείς και τους λοιπούς υπαλλήλους των ναών. Μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι, πολλοί εξ αυτών με υποκείμενα προβλήματα υγείας, είναι οι κύριοι «θαμώνες» των ναών, και η ανευθυνότητα της ελληνικής Εκκλησίας έχει ήδη κοστίζει τις ζωές πολλών, πιστών αλλά και ιερέων.
Την ανευθυνότητα αυτή σιγόνταρε και συνεχίζει να σιγοντάρει η πολιτεία και το θρησκόληπτο κυρίαρχο τμήμα της επιστημονικής κοινότητας. Αν ο κ. Τσιόδρας «αναζητά την αλήθεια», δεν μπορεί να το κάνει μαζί με την Εκκλησία που συνεχίζει να ισχυρίζεται ότι η ανταλλαγή σάλιου μέσω ενός κουταλιού δεν μεταδίδει τον κορονοϊό, ούτε με τους λοιπούς «επιστήμονες» που είτε επιβεβαιώνουν αυτή την «αντιεπιστημονική» πίστη, είτε σιωπούν γι’ αυτήν.
Όπως αντίστοιχα και η πολιτεία δεν μπορεί να ισχυρίζεται πως δρα για την προστασία των πολιτών, όταν προτίθεται να εφαρμόσει γελοίες πολιτικές αποκλεισμού και «δικαιωμάτων μόνο για όσους το αξίζουν» σε κλειστούς χώρους μπαρ, εστιατορίων και λοιπών χώρων διασκέδασης, αλλά δεν έχει πράξει το παραμικρό για να μειώσει τα φαινόμενα συγχώνευσης σε Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, και αντιμετωπίζει τις εκκλησίες σαν χώρους όπου κανείς δεν μπορεί να κολλήσει τίποτα.
Ή όταν αρνείται πεισματικά να ενισχύσει το Δημόσιο Σύστημα Υγείας — και μάλιστα μιλά για «συγχωνεύσεις» νοσοκομείων και ιδιωτική υγεία — αλλά βρίσκει χρήματα για την Εκκλησία.
Σαν να μην έφτανε η γενικότερη αδιαφορία της Εκκλησίας για την υγεία των πολιτών, η ΔΙΣ μάλιστα προτρέπει στο ανακοινωθέν της σε «συχνή συμμετοχή στην λατρευτική Της ζωή», προτρέπει δηλαδή τον συχνό συνωστισμό πιστών στους ναούς. Κάτι που ενόψει και του Δεκαπενταύγουστου κατά τον οποίο η μετάλλαξη Δέλτα θα είναι στα «ντουζένια» της, πρόκειται αναμφίβολα να μετατρέψει και πάλι τους ναούς σε εστίες υπερμετάδοσης.
Μπορεί η Εκκλησία να αντιμετωπίζει τα εγκόσμια ως δευτερεύοντα, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της στην αμφιβόλου ύπαρξης μετά θάνατον ζωή — όμως το να συναινεί σε αυτό η πολιτεία και τμήμα του επιστημονικού κόσμου είναι εγκληματικό. Μπορεί ο Αρχιεπίσκοπος (και κάτι μεσίτες-ηγούμενοι μοναστηριών) να είχε πρόσβαση σε ολόδική του ΜΕΘ και στις ακριβότερες θεραπείες, αλλά οι πιστοί και οι λοιποί κοινοί θνητοί δεν θα έχουν αυτές τις πολυτέλειες.