Το περίφημο victim blaming, η απόδοση δηλαδή της ευθύνης ενός εγκλήματος στο θύμα, είναι βασικό χαρακτηριστικό της υπερασπιστικής γραμμής για δράστες βιασμού και παιδεραστίας. Οι πρώτοι ερευνητές όμως που ασχολήθηκαν με το φαινόμενο το εντόπισαν σε φασιστικά και ρατσιστικά καθεστώτα.
Όταν πριν από μερικά χρόνια ήρθε στο φως το δίκτυο παιδικής μαστροπείας του Τζέφρι Επστίν στις ΗΠΑ, ο διάσημος καθηγητής Νομικής Άλαν Ντέρσοβιτς ανέλαβε να οικοδομήσει την υπερασπιστική γραμμή του εκατομμυριούχου παιδεραστή. Όπως έχουμε εξηγήσει, ο Ντέρσοβιτς ήταν ταυτόχρονα νομικός σύμβουλος του Επστίν αλλά και κατηγορούμενος στην υπόθεση, αφού ένα από τα θύματα κατήγγειλε ότι την είχε βιάσει σε ηλικία 15 ετών.
Η στρατηγική του Ντέρσοβιτς είχε δύο βασικά χαρακτηριστικά: οι «μάχες» δεν θα δίνονταν στα δικαστήρια αλλά στα τηλεοπτικά στούντιο, στα οποία ο Αμερικανός καθηγητής προσπαθούσε να αποδείξει ότι την ευθύνη για τον βιασμό έφερε το ίδιο το θύμα. Ο Ντέρσοβιτς παρουσίασε το 15χρονο κορίτσι σαν μια «πόρνη» η οποία λάμβανε συνειδητές αποφάσεις για τη ζωή της. Η υπόθεση λοιπόν, σύμφωνα με τον Αμερικανό νομικό έπρεπε να οδηγηθεί στο αρχείο αφού δεν υπήρχαν θύματα.
Το 2011, σε ανάλογη περίπτωση στις ΗΠΑ, δικηγόρος επιχείρησε να αποδείξει ότι μια 11χρονη που βιάστηκε ομαδικά στο Κλίβελαντ του Τέξας, οδήγησε τους βιαστές της στην καταστροφή, αναγκάζοντάς τους να της επιτεθούν «όπως μια αράχνη κάθεται στον ιστό της και περιμένει μια μύγα να προσπαθήσει να την φάει». Το 1989, όταν ένα κοριτσάκι 14 ετών βρέθηκε γυμνό, βιασμένο και με το κεφάλι του πολτοποιημένο στο Στόκτον Μπιτς της Αυστραλίας, αρκετά μέσα ενημέρωσης απέδιδαν ευθύνες στους γονείς του για ελλιπή επιτήρηση. Εδώ και πολλά χρόνια, παρόμοια περιστατικά παρατηρούνταν και στην Ινδία, όπου δικηγόροι αλλά και πολιτικοί κατηγορούν τα θύματα βιασμών για το γεγονός ότι κυκλοφορούσαν αργά το βράδυ στον δρόμο.
Αν και τα συγκεκριμένα περιστατικά θεωρούνται ακραίες περιπτώσεις, το σκεπτικό δικηγόρων και ΜΜΕ έκανε την εμφάνισή του και στην υπόθεση Λιγνάδη. Οι αναφορές του Αλέξη Κούγια σε «επαγγελματίες ομοφυλόφιλους» και τα σχόλια της δημοσιογράφου του ΣΚΑΪ Ιωάννας Μάνδρου για τους γονείς των θυμάτων που δεν πρόσεχαν τα παιδιά τους, μοιάζουν βγαλμένα από κάποιο αόρατο εγχειρίδιο υπεράσπισης δραστών σεξουαλικής κακοποίησης.
Κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις περιπτώσεις είναι το λεγόμενο victim blaming, η προσπάθεια δηλαδή των δραστών να αποδώσουν την ευθύνη των πράξεών τους στα θύματά τους. Αν και η συγκεκριμένη πρακτική χάνεται στα βάθη της ιστορίας, η σοβαρή επιστημονική μελέτη του φαινομένου έχει ιστορία μόνο μερικών δεκαετιών. Ένας από τους πρώτους που ασχολήθηκαν ήταν ο περίφημος Γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Τέοντορ Αντόρνο.
Από το 1947 παρουσίασε σειρά κειμένων για τον φασισμό, μεταξύ των οποίων και το διάσημο πλέον βιβλίο «Η αυταρχική προσωπικότητα». Σύμφωνα με τον Γερμανό στοχαστή, οι φασίστες απεχθάνονται τους αδύναμους ανθρώπους και επιχειρούν να αποδείξουν ότι είναι υπεύθυνοι για τα δεινά που βιώνουν. Ο Αντόρνο χρησιμοποίησε αυτή την παρατήρηση όταν, μαζί με άλλους συναδέλφους του, δημιούργησε τη λεγόμενη κλίμακα F-scale (από τη λέξη φασισμός) με την οποία επιχειρούσε να μετρήσει τον αυταρχισμό στην προσωπικότητα ενός ανθρώπου.
Αν και αρκετοί ερευνητές έχουν αμφισβητήσει την αποτελεσματικότητα του συγκεκριμένου τεστ καθώς και το γεγονός ότι συνδέει σύνθετες κοινωνικές διαδικασίες με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, οι σχέσεις του victim blaming με τον φασισμό παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Αρκετές από τις σκέψεις του Αντόρνο φαίνεται να εξηγούν μια από τις γνωστές περιγραφές της στάσης που κράτησε μεγάλο τμήμα της γερμανικής κοινωνίας απέναντι στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης: αρχικά διέψευδαν κατηγορηματικά την ύπαρξή τους, στη συνέχεια απέδιδαν την ευθύνη των φρικιαστικών εγκλημάτων σε χαμηλόβαθμους αξιωματούχους και όταν πλέον αποκαλύφθηκε ότι το ολοκαύτωμα αποτελούσε κεντρική επιλογή του Φίρερ υποστήριζαν ότι τα θύματα ανάγκασαν το ναζιστικό κόμμα να φτάσει σε αυτή την κατάσταση.
Για την ιστορία ο όρος victim blaming προέκυψε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 από τον ψυχολόγο Ουίλιαμ Ράιν και το βιβλίο του «Blaming The Victim». Ο Αμερικανός καθηγητής επιτέθηκε με δριμύτητα στις θεωρίες που προωθούσαν συνάδελφοί του αλλά και η αμερικανική κυβέρνηση, ότι για τη φτώχεια των Αφροαμερικανών δεν ευθύνονται ο ρατσισμός και οι διακρίσεις αλλά οι οικογένειές τους. Συγκεκριμένα, ο Ράιν ανέτρεψε τις ηθικολογικές απόψεις που έλεγαν ότι η γέννηση παιδιών εκτός γάμου και ο μεγάλος αριθμός μονογονεϊκών οικογενειών ευθύνονταν για το γεγονός ότι οι μαύροι πολίτες πετυχαίνουν πολύ χαμηλότερα ποσοστά εκπαίδευσης και επαγγελματικής επιτυχίας.
Οι πρώτες μελέτες, λοιπόν, για την απόδοση ευθυνών στα θύματα εντόπισαν το πρόβλημα σε φασιστικά ή βαθιά ρατσιστικά καθεστώτα. Προφανώς η μεταφορά στη σημερινή πραγματικότητα των εμπειριών του ναζισμού ή ακόμη και του συστημικού ρατσισμού, που χαρακτήρισε κοινωνίες και μετά την κατάργηση της δουλείας, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Τα μεγέθη δεν μπορούν και δεν πρέπει να συγκριθούν, ενώ οι ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις μάς απομακρύνουν από την κατανόηση σύνθετων φαινομένων. Αν όμως οι φασίστες και οι ρατσιστές είναι οι πρώτοι που αποδίδουν στα θύματά τους την ευθύνη για όσα δεινά τους προκαλούν οι ίδιοι, μήπως πρέπει να κοιτάξουμε και πάλι με διαφορετικό βλέμμα ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας;