εθνικισμός ευρώπη

Ακραίο κέντρο και άκρα δεξιά συναντιούνται πριν από την κρίση

Tου Γιώργου Βασσάλου*

Πόσο πιθανή είναι μια νέα διεθνής ύφεση ανάλογη αυτής του 2008; Στις 5 Σεπτέμβρη 2018, η Danièle Nouy, επικεφαλής του τμήματος επιτήρησης τραπεζών της ΕΚΤ, δήλωσε: «Είμαστε βέβαιοι ότι θα έχουμε μια νέα κρίση. Αγνοούμε όμως πότε και για ποιον ακριβώς λόγο θα ξεσπάσει».

Τα ίδια περίπου είπε κι ο Scott Freidheim, Νο 2 της Λέμαν Mπράδρες όταν αυτή κατέρρευσε πριν από δέκα χρόνια, σε στήλη του στους Financial Times στις 6 Σεπτέμβρη 2018: «να μην επαναλάβουμε τα λάθη του 2008 ενώ ετοιμαζόμαστε για την επόμενη κρίση που θα έρθει σίγουρα, ακόμα κι αν δεν είναι ακριβώς όπως αυτή του 2008».
Τόσο τραπεζίτες όσο και οι ρυθμιστικές αρχές λοιπόν θεωρούν την έλευση μιας επόμενης κρίσης, συγκρίσιμης σε μέγεθος με αυτή του 2008, αναπόφευκτη.

Παρά τους πρόσκαιρους πολιτικούς πανηγυρισμούς για το «ξεπέρασμα της κρίσης» από «ιθύνοντες» όπως ο Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, οι ρυθμοί ανάπτυξης στην Ευρωζώνη είναι αναιμικοί: μόλις πάνω του 0,2%, με ρεκόρ το 0,8% από το 2014 και με τάση να πέσουν πάλι κάτω από το 0,2%.

Αυτή η έλλειψη δυναμικότητας μετά από μια μεγάλη κρίση κάνει ορισμένους οικονομολόγους να μιλούν για «είσοδο στην περίοδο του καπιταλισμού-ζόμπι». Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του; Όπως και στην προ του 2008 περίοδο, μόνο ο πολλαπλασιασμός των δανείων, η σύναψη δηλαδή όλο και περισσότερων νέων δανείων, μπορεί να οδηγήσει την ανάπτυξη. Η διαφορά είναι ότι οι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας δεν έχουν συνέλθει από το 2008. Ως αποτέλεσμα, δεν υπάρχει αρκετή παραγωγική δραστηριότητα για να αποπληρώνονται τα παλιά δάνεια. Στην εποχή που υποτίθεται ότι τα ρομπότ απειλούν να αντικαταστήσουν τους εργαζόμενους, η παραγωγικότητα σέρνεται και σε κλίμακα δεκαετίας είναι η χαμηλότερη που έχει καταγραφεί από τη δεκαετία του ‘50.

Ακόμα κι η αναιμική ανάπτυξη που έχουμε είναι προϊόν της επισήμως «έκτακτης» απευθείας στήριξης τραπεζών και πολυεθνικών από τις κεντρικές τράπεζες με δημιουργία χρήματος εκ του μηδενός για το μαζικό απευθείας δανεισμό τους: στην ευρωζώνη αυτό πήρε τη μορφή της «ποσοτικής χαλάρωσης», με την αγορά από την ΕΚΤ τραπεζικών κι εταιρικών ομολόγων αξίας δεκάδων δις, κάθε μήνα από το 2015, μέχρι φέτος που υποτίθεται ότι το πρόγραμμα θα λήξει.

Πέρα από αυτές τις ενέσεις ρευστού στο κεφάλαιο και την άνευ προηγουμένου επίθεση στους εργαζόμενους, ουσιαστικά δεν άλλαξε κάτι άλλο στο οικονομικό σύστημα τα τελευταία 10 χρόνια. Απεναντίας, η Κομισιόν και η ΕΚΤ προσπαθούν με νύχια και με δόντια να ξαναστήσουν στα πόδια του το χρηματοπιστωτικό σύστημα όπως ακριβώς λειτουργούσε μέχρι το 2008: οι διάφορες φούσκες ξανα-μεγαλώνουν, συμπεριλαμβανομένης αυτής των στεγαστικών δανείων. Απλά προσπαθούν να βασίζουν τα παράγωγα και τα τιτλοποιημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα περισσότερο σε δάνεια αυτοκινήτων και φοιτητικά δάνεια παρά σε στεγαστικά, που είναι μεγαλύτερα, και γενικά να τα τυποποιήσουν περισσότερο, ώστε να μη βρεθούν πάλι προ εκπλήξεως όπως το 2008.

Τα χαρακτηριστικά των αγορών τα οποία οδήγησαν στην κρίση του 2008 είναι όλα εδώ. Η διαφορά είναι ότι κανείς δεν μπορεί να το παίζει υπεραισιόδοξος ή να κηρύττει ακόμα και το τέλος των κρίσεων όπως έκανε ο Γκόρντον Μπράουν μέχρι τη δεκαετία του 2000.

Πώς ακριβώς λοιπόν ετοιμάζονται οι έχοντες τον πλούτο και την εξουσία για την επόμενη κρίση από πολιτικής απόψεως;

Αυτό που ζήτησε το πρώην στέλεχος της Λέμαν (και ενεργός επενδυτής στην αγορά ακινήτων μεταξύ άλλων) με τη στήλη του που ανέφερα στην αρχή του άρθρου ήταν «να χαλαρώσουν οι κανόνες για τη διάσωση των τραπεζών» ώστε αυτή να γίνει πιο εύκολη.
Προέβαλε μάλιστα τρία επιχειρήματα σχετικά με το γιατί ήταν λάθος να αφεθεί να καταρρεύσει η Λέμαν το 2008: 1) η απόφαση ήταν αποτέλεσμα λαϊκιστικών πιέσεων στις οποίες υπέκυψε ο πρόεδρος της FED Tim Geithner λιγότερο από δύο μήνες πριν από τις αμερικανικές εκλογές με Ομπάμα και ΜακΚέιν να λένε ότι δε πρέπει να σωθεί η Wall Street, 2) ότι ήταν προϊόν διάκρισης καθότι Goldmans Sachs και JP Morgan σώθηκαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ζητούσε να σωθεί η Λέμαν και 3) ότι αν είχε σωθεί η Λέμαν οι συνέπειες για τη παγκόσμια οικονομία θα ήταν πολύ πιο ήπιες. Τολμά μάλιστα να πει ότι ήταν δίκαιη τιμωρία να χάσει τη δουλειά του και την «αξία» του (να βγάζει δηλαδή μόνο δεκάδες κι όχι εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια το μήνα) αλλά ότι η Λέμαν έπρεπε να σωθεί για μην υποφέρει η παγκόσμια οικονομία. «Μαγειρεύαμε τα βιβλία ισολογισμών;» ρωτά ρητορικά τον εαυτό του για να απαντήσει: «Ναι, άλλα ήταν νόμιμο» και ούτως ή άλλως, εν ολίγοις, μόνο οι μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες μπορούν να χρηματοδοτήσουν την οικονομία.

Στα μυαλά των τραπεζιτών αυτών χωρίς τους εαυτούς τους, δεν υπάρχει οικονομία. Το καλύτερο που έχουν να κάνουν οι κυβερνήσεις την επόμενη φορά λοιπόν είναι να ξανα-σώσουν όλες τις τράπεζες με λιγότερους δισταγμούς ή δράματα, ώστε «να αποφευχθεί η πολιτική κρίση που ακολούθησε το 2008».

Ο κύκλος πολιτικής αποσταθεροποίησης από τα αριστερά μοιάζει να έχει κλείσει με ξεκάθαρη ήττα της αριστεράς, αν και αριστερές δυνάμεις με εκτεταμένες εθνικοποιήσεις και τη μη εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων Συνθηκών της ΕΕ στο πρόγραμμα τους συνεχίζουν να είναι πολιτικά επικίνδυνες σε Βρετανία, Γαλλία και Βέλγιο.
Τι γίνεται όμως με την Άκρα Δεξιά που εισέρχεται σε όλο και περισσότερες κυβερνήσεις κι ετοιμάζεται να σημειώσει σημαντική άνοδο και στις επόμενες ευρωεκλογές ;

Στις 8 Νοέμβρη, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) διάλεξε τον Γερμανό Χριστιανοδημοκράτη Μάνφρεντ Βέμπερ για υποψήφιό του για την προεδρία της επόμενης Κομισιόν. Ο Βαυαρός πολιτικός δηλώνει ανοιχτά ότι θα επιχειρήσει να «συνεννοηθεί» με ακροδεξιούς – «λαϊκιστές» όπως τους αποκαλεί – ηγέτες όπως ο Σαλβίνι, ο Ορμπάν (τον οποίο δε θέλει να διώξει από το ΕΛΚ), ο Καζίνσκι κλπ. Ο Βέμπερ έχει άλλωστε πολλά κοινά σημεία μ’όλους αυτούς: δηλώνει πχ. υπέρμαχος της θεσμοθέτησης μια κυρίαρχης κουλτούρας στην Ευρώπη, της Χριστιανικής βεβαίως βεβαίως. Η εκλογή του Βέμπερ – έναντι του πιο «κεντρώου» κι ένθερμου «αντι-ακροδεξιού» Αλεξάντερ Στουμπ από τη Φινλανδία φέρνει το αυστριακό σενάριο –μιας κυβερνητικής συνεργασίας Δεξιάς – Ακροδεξιάς πιο κοντά στην εφαρμογή του σε επίπεδο ΕΕ.

Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πληθαίνουν οι κυβερνήσεις με ακροδεξιά συμμετοχή (εκ των οποίων οι Βούλγαροι, που άσκησαν την προηγούμενη προεδρία της ΕΕ, και τώρα οι Αυστριακοί). Το 2019, οι κυβερνήσεις αυτές ενδέχεται να ορίσουν και Ακροδεξιούς Επιτρόπους.

Κι αν ποτέ, οι τρεις υπάρχουσες ευρω-ομάδες από τις οποίες δρουν οι Καζίνσκι, οι Λεπέν – Σαλβίνι και οι ανατολικοί σύμμαχοι του UKIP καταφέρουν να συνεννοηθούν, ίσως να υπάρξει ακροδεξιά πολιτική ομάδα που να είναι δεύτερη σε έδρες μετά το ΕΛΚ και να αντικαταστήσει έτσι τους φυλλοροούντες Σοσιαλδημοκράτες στον «ευρωπαϊκό μεγάλο συνασπισμό». Ο σχηματισμός μιας τέτοιας μεγάλης ακροδεξιάς πολιτικής ομάδας είναι πρακτικά πάρα πολύ δύσκολος. Η αγωνιώδης όμως αναζήτηση μια νέας πολιτικής σταθερότητας, ως βασικής προετοιμασίας για τη νέα κρίση από πλευράς τραπεζών και πολυεθνικών μπορεί να δώσει ώθηση σε σενάρια που δύσκολα φανταζόμαστε τώρα.

Σημειώστε ότι καμία ακροδεξιά δύναμη δεν αμφισβητεί τις ιδιωτικοποιήσεις και τη διάλυση της διαπραγματευτικής δύναμης των συνδικάτων και καμία δε βάζει ζήτημα μόνιμης εθνικοποίησης του τραπεζικού συστήματος. Διασώσεις τραπεζών, ιδιωτικοποιήσεις-σοκ και διάλυση του κοινωνικού κράτους θα μπορούν να εφαρμοστούν με νέα ορμή σε όλη την Ευρώπη στο ενδεχόμενο μιας νέας διεθνούς τραπεζικής κρίσης έχοντας μάλιστα και πολιτική νομιμοποίηση αν συνοδεύονται με μέτρα αντι-μεταναστευτικά και εμπέδωσης της «ανωτερότητας» της «κυρίαρχης χριστιανικής ευρωπαϊκής κουλτούρας». Η Αυστριακή κυβέρνηση και ο Ορμπάν δείχνουν το δρόμο.

Ο ενθουσιασμός της Volkwagen, η θετική αντίδραση της Deutsche Bank και η χρηματοδότηση από το δεύτερο μεγαλύτερο μέτοχο της Carrefour στο βραζιλιάνο φασίστα Μπολσονάρο δε θα πρέπει λοιπόν να εκλαμβάνονται αποκλειστικά ως μια τακτική αναπροσαρμογή των ευρωπαϊκών πολυεθνικών για την εξασφάλιση των εκεί επενδύσεων τους.
Στην Ευρώπη σήμερα υπάρχουν πολλά ανοιχτά ζητήματα πάνω στα οποία ακροδεξιοί, «ακραίο κέντρο» και πολυεθνικές μπορούν να συμφωνήσουν: οικονομικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά, ακόμα και το μεταναστευτικό σε μεγάλο βαθμό. Η παρούσα σύγκρουση της ιταλικής κυβέρνησης της Λέγκας του Βορρά και των 5 αστεριών με την υπόλοιπη ΕΕ δεν πρέπει να συσκοτίζει το γεγονός αυτό.

Αντιθέτως, θα μπορούσαμε να «διαβάσουμε» τις πιέσεις στην Ιταλία να μην αναθεωρήσει προς τα πάνω το έλλειμμα της, ως μια προσπάθεια στοίχισης της ιταλικής ακροδεξιάς στη δημοσιονομική πειθαρχία. Αν κάτι τέτοιο γίνει δυνατό, στην περίπτωση των συγκεκριμένων δυνάμεων που έχουν κάνει σημαία τους την ανάγκη απελευθέρωσης της Ιταλίας από τον κορσέ αυτό, τότε μία ακόμα λεωφόρος θα έχει ανοίξει. Η συνεννόηση στα υπόλοιπα θα είναι πολύ πιο εύκολη και ευπρεπής από τον νέο-αποικιακό εξευτελισμό που υπέστησαν οι κυβερνήσεις συριζανέλ.

Το κύριο που απασχολεί το οικονομικό και το πολιτικό κατεστημένο στη γηραιά ήπειρο είναι να μην απειληθεί το σύμπλεγμα ΕΚΤ – μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών που εγγυάται στις ιδιωτικές τράπεζες τόσο την αυτονομία τους στη δημιουργία του μεγαλύτερου μέρους του κυκλοφορούντος χρήματος μέσω των δανείων που χορηγούν, όσο και την απαραίτητη κρατική κάλυψη και νομιμοποίηση στη λεηλασία ανθρώπινων και φυσικών πόρων στην οποία επιδίδονται μαζί με τις πολυεθνικές. Και το σημαντικότερο: να μη μας μπουν ιδέες ότι νόμισμα και πίστωση είναι πλέον το ίδιο και το αυτό κι ότι και τα δύο μπορούν να κυβερνηθούν με τρόπο πολιτικό και δημοκρατικό, χωρίς «ανεξάρτητες» κεντρικές τράπεζες και χωρίς ιδιωτικές τράπεζες-ζόμπι.

Το κείμενο στηρίχθηκε σε εισήγηση του Γιώργου Βασσάλου στην εκδήλωση που οργάνωσε η Πολιτική – Πολιτιστική Λέσχη Εκτός Γραμμής με τίτλο «Έξοδος από τα μνημόνια»: Η «νέα κανονικότητα» μπροστά στις αντιφάσεις της διεθνούς οικονομίας

inffowar logo

Βοήθησε το INFO-WAR να συνεχίσει την ανεξάρτητη δημοσιογραφία

Για περισσότερες επιλογές πατήστε εδώ