της Ιωάννας Αρχοντάκη
Η επιχείρηση αποναζιστικοποίησης της Γερμανίας στηρίχθηκε στην πεποίθηση ότι η επανεκπαίδευση των πολιτών είναι η πιο επαρκής λύση για να μην ανακάμψει ο ναζισμός. Σήμερα, σαστισμένοι αναλυτές προσπαθούν να εξηγήσουν την εκλογική επιτυχία του AfD σε Σαξονία και Θουριγγία, ενώ ο Γιόαχιμ Σταμπ, ο Γερμανός Επίτροπος για τη Μετανάστευση, φανερά επηρεασμένος από το κλίμα της εποχής πρότεινε την απέλαση των μεταναστών στην Ρουάντα.
Ο Σταμπ δήλωσε μάλιστα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μια «μοναδική ευκαιρία να εκμεταλλευθεί τις υπάρχουσες υποδομές στη Ρουάντα», μετά την ακύρωση παρόμοιας διμερούς συμφωνίας που είχε υπογράψει η κυβέρνηση Σούνακ με την αφρικανική χώρα. Ο Σταμπ, μέλος των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) που συμμετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό του Όλαφ Σολτς, ξεκαθάρισε ότι η πρόταση αυτή αφορά «10.000 ανθρώπους ετησίως». Η πρόταση Σταμπ μπορεί να χαρακτηριστεί έως και μετριοπαθής, αν αναλογιστούμε το σκάνδαλο που ξέσπασε πριν από μερικούς μήνες στη Γερμανία.
Τον Ιανουάριο του 2024, μέλη του AfD βρέθηκαν να συνομιλούν σε κεντρικό ξενοδοχείο του Βερολίνου με νεο-ναζί αλλά και δύο αντιπροσώπους των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) για να σχεδιάσουν την μαζική απέλαση σχεδόν 2 εκατομμυρίων ανθρώπων. Το σχέδιο αποσκοπούσε σε απέλαση ακόμα και Γερμανών πολιτών που το AfD θεωρεί «μη ενταγμένους», σε απροσδιόριστη χώρα της Αφρικής. Το σχέδιο αποκαλύφθηκε από τη δημοσιογραφική ομάδα Correctiv, με θολές φωτογραφίες των συνέδρων πίσω από κουρτίνες, και τη λαϊκή οργή να ξεχειλίζει στους δρόμους της Γερμανίας.
Παρόλες τις αντιδράσεις από τον προοδευτικό κόσμο, ο Ρενέ Σπρίνγκερ, εκλεγμένο μέλος του AfD στο Γερμανικό Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, έκανε στο Χ την εξής δήλωση: «Θα στείλουμε τους ξένους πίσω στις πατρίδες τους. Εκατομμύρια από αυτούς. Και αυτό δεν είναι μυστικό σχέδιο. Είναι υπόσχεση». Συγκρίσεις με το ναζιστικό σχέδιο που εκπόνησε ο Φρανζ Ράντεμαχερ το 1940, με το οποίο αποσκοπούσε να απελάσει τέσσερα εκατομμύρια «ανεπιθύμητων» στη Μαδαγασκάρη είναι αναπόφευκτες.
Σε τοποθέτηση του, ο Καγκελάριος Σολτς είχε τότε κατηγορήσει το AfD ως «φανατικούς με βίτσιο αφομοίωσης» που «αμαυρώνουν το όνομα της χώρας». Μάλιστα είχε συγχαρεί τους διαδηλωτές που βγήκαν στους δρόμους να διαμαρτυρηθούν ενάντια στο σχέδιο απέλασης του AfD, λέγοντας πως «Είμαι ευγνώμων που τις τελευταίες ημέρες δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους σε όλη τη Γερμανία – κατά του ρατσισμού και της δημαγωγίας – και υπέρ της ελευθερίας και της δημοκρατίας μας». Πώς φτάσαμε λοιπόν από εκείνο το σημείο στο σήμερα;
Συχνά οι αναλυτές των Γερμανικών εκλογών θεωρούν πως η Γερμανία αποτελούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα την εξαίρεση στον κανόνα: επί δεκαετίες, κανένα ακροδεξιό κόμμα δεν ξεπερνούσε το σχετικά υψηλό όριο του 5% για να εισέλθει στη γερμανική Μπούντεσταγκ. Αυτό άλλαξε μόλις το 2017, κατά τη διάρκεια της «προσφυγικής κρίσης», με την είσοδο του AfD στο κοινοβούλιο τέσσερα μόλις χρόνια μετά την ίδρυση του κόμματος. Υιοθετώντας πιο «προσεκτική» ματιά στην υποστήριξη του AfD σε αυτές τις εκλογές, οι αναλυτές εντοπίζουν την άνοδο της ακροδεξιάς στη Γερμανία στο χάσμα μεταξύ ανατολής και δύσης της χώρας.
Πράγματι, η πλειοψηφία των Ανατολικογερμανών, και ακόμη περισσότερο οι ψηφοφόροι του AfD, αισθάνονται ότι είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ειδικότερα, η οικονομική ανασφάλεια είναι μεγαλύτερη στα ανατολικά και οι αντιμεταναστευτικές αντιλήψεις ισχυρότερες. Οι αντικαθεστωτικές στάσεις, μαζί με τη δυσαρέσκεια για την εκπροσώπηση των Ανατολικογερμανών στην πολιτική και την κοινωνία, είναι επίσης ευρέως διαδεδομένες. Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και τη λεηλασία της ανατολικής Γερμανίας από την Τρόιχαντ και τυχάρπαστους επιχειρηματίες, οι πολίτες είδαν στο πρόσωπο της Άνγκελα Μέρκελ μια ευκαιρία για ισότητα. Ωστόσο, οι ελπίδες τους γρήγορα διαψεύστηκαν.
Ορισμένοι παρατηρητές έχουν επίσης τονίσει ότι το AfD δεν είναι δημοφιλές στην «ανατολική Γερμανία» γενικά, αλλά στο νότιο τμήμα της, και κυρίως στην ύπαιθρο. Και πράγματι, μια πιο προσεκτική ματιά στα εκλογικά αποτελέσματα αποκαλύπτει διακυμάνσεις στη δύναμη του AfD στην ανατολική Γερμανία.
Τα αποτελέσματα των Γερμανικών εκλογών δεν αποτελούν έκπληξη.
Η τροχιά της Γερμανίας προς το φασισμό δεν ξεκινά ούτε με την προσφυγική κρίση, ούτε με κάποιο άλλο γεγονός-ορόσημο. Ξεκινά με τη νομιμοποίηση του ναζιστικού παρελθόντος, κυρίως σε αντιδιαστολή με τον φερόμενο «κίνδυνο» της αριστεράς. Σύμφωνα με τον Manès Weisskircher, πολιτικό επιστήμονα του Πανεπιστημίου της Δρέσδης, οι θέσεις του AfD έχουν αντίκτυπο στο ευρύ κοινό διότι για χρόνια νομιμοποιούνται από τα κόμματα της Δεξιάς, κυρίως το CDU/CSU και το FDP.
Η απαγόρευση του λόγου και των πολιτικών κινημάτων -βασικά στοιχεία του γερμανικού ήθους της «μαχητικής δημοκρατίας»- βασίζεται σε μια λαϊκή παρανόηση για την ιστορία της χώρας: ότι οι Ναζί ήρθαν στην εξουσία μέσω της «κατάχρησης» της ελευθερίας του λόγου. Αυτό δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια. Στην πραγματικότητα, οι Ναζί ανήλθαν στην εξουσία μετά από παρέμβαση μεγαλοβιομηχάνων και στελεχών των γερμανικών τραπεζών, οι οποίοι στις 19 Νοεμβρίου του 1932, απαίτησαν από τον καγκελάριο Χίντεμπουργκ να ορίσει ως επόμενο καγκελάριο το Χίτλερ. Στους πρώτους προστέθηκαν και συντηρητικοί πολιτικοί με αρχηγό τον Φον Πάπεν. Ο Χίντεμπουργκ τελικά ικανοποίησε το αίτημα τους σε λιγότερο από δύο μήνες, στις 30 Ιανουαρίου 1933. Έτσι και σήμερα, μερίδα του συντηρητικού τόξου κλείνει το μάτι στις ακροδεξιές βλέψεις του AfD, παρά τις διακηρύξεις Σολτς για την προάσπιση της Δημοκρατίας. Ας μην παραβλέπουμε ότι και μέλη του κυβερνώντος κόμματος παρευρέθηκαν στη «μυστική συζήτηση» για τις μαζικές απελάσεις «ανεπιθύμητων» Γερμανών πολιτών – κυρίως τα παιδιά των μεταναστών – γκασταρμπάιτερς της γενιάς του 1970.
Για του λόγου το αληθές, το 2017 το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας είχε επιτρέψει στο ναζιστικό NPD (Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα) να κατεβεί στις εκλογές, καθώς θεωρούσε πως ο κίνδυνος να προκληθεί συνταγματική εκτροπή από τη δράση του κόμματος ήταν πολύ χαμηλή. Σε μια χώρα που ούτε τα videogames δεν επιτρέπεται να εξάρουν τη ναζιστική περίοδο (πόσο μάλλον να χρησιμοποιούν ναζιστικά σύμβολα), το γεγονός ότι ένα πολιτικό κόμμα με ανοικτή ναζιστική ρητορική μπόρεσε να συμμετάσχει στις εκλογές έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου. Μπορεί το NPD να μην συγκέντρωσε τελικά τις απαραίτητες ψήφους για να μπει στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, αλλά η αποτυχία αυτή θα μπορούσε να εξηγηθεί και ως αποτέλεσμα της εκλογικής επιτυχίας του AfD, το οποίο και συγκέντρωσε την ακροδεξιά ψήφο.
Αν λάβουμε υπόψιν και τη γενικότερη ψυχροπολεμική στρατηγική της Γερμανίας, την αναμόρφωση και ένταξη πρώην ναζιστών στο πολιτικό σύστημα της Δυτικής Γερμανίας (όπως για παράδειγμα ο γνωστός σε εμάς Μαξ Μέρτεν, υπεύθυνος για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη και μετέπειτα Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Δυτικής Γερμανίας) και το δόγμα για τη θεωρία των δυο άκρων που ακολουθεί η Γερμανία σήμερα, φαίνεται πως το εγχείρημα του αποναζισμού που ξεκίνησε με την ήττα της Ναζιστικής Γερμανίας τελικά απέτυχε μπροστά στην απενοχοποίηση που προώθησαν συγκεκριμένα πολιτικά κέντρα λόγω γεωπολιτικών συμφερόντων. Όπως έλεγε ο διεθνολόγος Χέρζ «ο δρόμος για το δημόσιο, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό έλεγχο είναι πλέον ανοιχτός για τους φασίστες».
Ωστόσο, το φαινόμενο του εξτρεμισμού στη Γερμανία είναι ένα βαθύτερο πρόβλημα που ξεπερνά πολιτικές σκοπιμότητες. Θυμόμαστε όλοι τον Γερμανικό Τύπο την περίοδο της οικονομικής κρίσης, και ιδίως τις ρατσιστικές αναφορές του εναντίων των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου. Εκείνη την περίοδο, η κρίση και κυρίως οι πληττόμενες χώρες περιγράφονταν στον Γερμανικό Τύπο μέσω λεκτικών σχημάτων καταστροφολογίας (πχ. τσουνάμι, σεισμός κτλ) είτε ως φορείς θανατηφόρων ασθενειών με κίνδυνο διάδοσης και στην υπόλοιπη Ήπειρο, ανασύροντας έτσι ναζιστικές φυλετικές θεωρίες περί των «τεμπέληδων» και «εκφυλισμένων» μεσογειακών φυλών, σε αντιδιαστολή με τους «εργατικούς» και «φιλότιμους» Γερμανούς. Συμπωματικά, η ρητορική μίσους που χρησιμοποίησε ο γερμανικός Τύπος τότε ενάντια σε άλλους Ευρωπαίους σε λίγα πράγματα διαφέρει από τις συχνές εθνικιστικές κορόνες που εκτοξεύονται ενάντια στους μετανάστες από το AfD.
Σε ένα τέτοιο πολιτικό σκηνικό, είναι αλήθεια έκπληξη ότι το AfD κέρδισε σημαντικά στις τελευταίες εκλογές;