Μία ερώτηση που μου απηύθυναν πολλοί γνωστοί, φίλοι και συγγενείς την στιγμή που ο καθένας τους πληροφορήθηκε ξαφνικά την απρόσμενη είδηση. Τι να πρωτοπείς και τι να πρωτοσχολιάσεις σε μία τόσο εύκολη φαινομενικά ερώτηση τεσσάρων λέξεων, όταν στην απάντηση της κρύβεται μία μεγάλη και πολυσύνθετη ανάλυση. Θα επιδιώξω λοιπόν να απαντήσω αγγίζοντας επιφανειακά και μόνο, κάποιους από τους λόγους που με οδήγησαν σε αυτή την απόφαση, επιχειρώντας συνάμα και μία καταγραφή προσωπικών εμπειριών και βιωμάτων.
Το γεγονός είναι πως στην ουσία δεν σταμάτησα ποτέ να παίζω ποδόσφαιρο. Αγωνίζομαι τους τελευταίους μήνες στην ομάδα του ΑΠΕΙΘΑΡΧΟΥ. Μία αυτοοργανωμένη ομάδα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που κοσμεί τα ερασιτεχνικά πρωταθλήματα των Ιωαννίνων τόσο με την παρουσία της μέσα στα γήπεδα όσο και έξω από αυτά. Στην πραγματικότητα αυτό που έχω αφήσει πίσω μου, είναι το ποδόσφαιρο σε ότι έχει να κάνει με την επαγγελματική του μορφή και υπόσταση.
Ξεκινώντας από πολύ μικρή ηλικία να κλωτσάω μία μπάλα σε γειτονιές, δρόμους κι αλάνες, βιώνοντας το ποδόσφαιρο στην πιο αγνή και καθάρια του μορφή, ποτέ μου δεν φαντάστηκα πως θα αποτελέσω κάποια στιγμή πιόνι και μέρος ενός συστήματος ακατάσχετης κερδοφορίας που οι εκφραστές του, θα εκμηδένιζαν προσωπικότητες, θα καταπατούσαν αξιοπρέπειες και θα φίμωναν με τον τρόπο τους όλες τις αντίθετες φωνές, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν τις ματαιόδοξες ορέξεις τους. Το ποδόσφαιρο όπως και ο αθλητισμός είναι κατά βάση ένα δημόσιο και κοινωνικό αγαθό που έχει μεταλλαχθεί από τη σύγχρονη κοινωνία σε εμπόρευμα για να εξυπηρετεί το κέρδος. Φυσικά και η εμπορευματοποίηση του διευκολύνει κατά κύριο λόγο τον καπιταλισμό, όταν πίσω του κρύβονται τεράστιες βιομηχανίες. Κατασκευαστικές εταιρίες, στοιχηματικές εταιρίες, εταιρίες αθλητικών προϊόντων και πολλές ακόμα που συγκαταλέγονται στον μακρύ κατάλογο. Έτσι σε μία καλή περίπτωση ο αμειβόμενος ποδοσφαιριστής πληρώνεται από τις χορηγίες των εκάστοτε εταιριών που και αυτές εκμεταλλεύονται με τη σειρά τους τον μόχθο των εργαζομένων τους που δουλεύουν με εξευτελιστικούς μισθούς και κάτω από αντίξοες συνθήκες. Επί του πρακτέου λοιπόν συμμετέχει στην διεύρυνση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων. Η συνειδητοποίηση πως τα πάντα στο ποδόσφαιρο έχουν να κάνουν με το χρήμα ήταν η αρχή για να ξετυλιχθεί ένα κουβάρι αλληλένδετων γεγονότων που μου ασκούσαν τρομερή πίεση προκαλώντας μου δυσφορία και έντονο προβληματισμό.
Το ποδόσφαιρο πλέον όπως γίνεται αντιληπτό είναι μόνο η βιτρίνα, ενώ πίσω από αυτήν εξελίσσεται ένα παιχνίδι κέρδους. Από την στιγμή που έχει εισέλθει στον κόσμο των επιχειρήσεων έχει χαθεί κάθε μαγεία. Από εκεί βέβαια δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα στημένα παιχνίδια, δημοφιλές αποκύημα του στοιχήματος. Πάρα πολλοί παράγοντες πλουτίζουν στις πλάτες ανυποψίαστων ποδοσφαιριστών. Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα από αυτό της προδοσίας και της εκμετάλλευσης. Πολύ συχνά η ίδια η ομάδα στην οποία ανήκεις σε υποχρεώνει να χάσεις ή να διαμορφώσεις ένα αποτέλεσμα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που υπήρξα μάρτυρας δωροδοκίας από παράγοντες αντίπαλων ομάδων και συμμετέχων σε αγώνες με προκαθορισμένο αποτέλεσμα. Τα λόγια συνήθως των προέδρων για να δικαιολογήσουν το στήσιμο ενός αγώνα, είναι πως προβαίνουν σε τέτοιου είδους κινήσεις για να πληρωθούν οι παίκτες. Οι παίκτες ωστόσο μένουν απλήρωτοι και ψυχικά βιασμένοι, ενώ οι λογαριασμοί των εμπλεκόμενων φουσκώνουν. Ακόμα χειρότερο είναι όταν βλέπεις τους ίδιους σου τους συμπαίκτες να στοιχηματίζουν κατά της ομάδας σου. Είναι το σημείο όπου έχει απαξιωθεί ολωσδιόλου το άθλημα. Βάζοντας λοιπόν το χρήμα στην κορυφή της πυραμίδας, το αμέσως επόμενο στάδιο για την επίτευξη της κερδοφορίας έχει να κάνει με την επιβολή της νίκης. Στην αναζήτηση της πολυπόθητης νίκης πάση θυσία, μπαίνει στο παιχνίδι και η χορήγηση ουσιών και σκευασμάτων-συμπληρωμάτων προς τους αθλητές. Οι ομάδες άλλοτε επιβάλλουν την κατανάλωσή τους και άλλοτε το αφήνουν στην διακριτική ευχέρεια του καθενός. Οι πλειοψηφία των αθλητών που ασχολούνται επαγγελματικά με το ποδόσφαιρο λαμβάνουν συμπληρώματα. Πολλοί προπονητές επιβάλλουν με το ζόρι στους αθλητές τέτοιου είδους σκευάσματα και ουσίες είτε για να αυξήσουν τις επιδόσεις τους είτε για να έχουν γρηγορότερη αποκατάσταση. Φυσικά η υγεία των ποδοσφαιριστών είναι δευτερευούσης σημασίας αφού όλα γίνονται για την νίκη και η νίκη φέρνει χρήμα. Βέβαια υπάρχουν και οι περιπτώσεις των αθλητών που παίρνουν από μόνοι τους χωρίς την συγκατάθεση της ομάδας τους. Αυτοί δυστυχώς είναι θύματα της όλης κατάστασης.
Με την χρησιμοποίηση της έκφρασης <<όλα για τη νίκη>>, υποθάλπεται η κατάσταση ενός φυλακισμένου ποδοσφαιριστή στο να κερδίζει πάντα, αφού σύμφωνα με τους άγραφους νόμους του μοντέρνου ποδοσφαίρου, μόνο με την επίτευξη της νίκης μπορεί να εξασφαλίσει κανείς τα αυτονόητα(χρήματα, ενοίκια, σωστή μεταχείριση κ.τ.λ). Κάπου εκεί και στο κυνήγι του αποτελέσματος αρχίζουν και μπαίνουν στο παιχνίδι οι σκοπιμότητες. Καθυστερήσεις της ομάδας που ωφελείται από το σκορ, θεαματικές βουτιές, προκλήσεις αντιπάλων, αντιποδόσφαιρο κ.α. Όλες οι προαναφερόμενες μέθοδοι και τακτικές κλέβουν την ομορφιά και την αίγλη του ποδοσφαίρου καταστηλιτεύοντας το. Έτσι παίχτες και θεατές βρισκόμαστε όλοι συμπρωταγωνιστές σε μια μεγάλη κωμική παράσταση. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι η μεγάλη συναισθηματική φόρτιση των αθλούμενων. Η πίεση λοιπόν που δέχεται ένας ποδοσφαιριστής για να κερδίσει , είτε αυτή ασκείται από τους προπονητές και τους διοικούντες, είτε από τους οπαδούς είναι αφόρητη και πολύ ψυχοφθόρα. Η φράση <<κέρδισε για να πληρωθείς>> είναι κάτι που όλοι λίγο πολύ έχουμε ακούσει στις ομάδες που έχουμε αγωνιστεί κατά καιρούς. Είναι στην ουσία ένας στυγνός εκβιασμός που θέτει υπό αμφισβήτηση τη δυνατότητα βιοπορισμού και τις αυτονόητες παροχές που πρέπει να έχει ένας ποδοσφαιριστής. Πολλοί συναθλητές μου μη μπορώντας να διαχειριστούν αυτή την κατάσταση, υποβάλλουν τον οργανισμό τους διαρκώς, σε μία κατάσταση στρες με αποτέλεσμα είτε να χάνουν τον ύπνο τους στην καλύτερη περίπτωση, είτε να εμφανίζουν ψυχοσωματικά προβλήματα. Πολλές φορές θυμάμαι να δυσκολεύομαι να διαχωρίσω την προσωπική μου ζωή από το ποδόσφαιρο, με αποτέλεσμα να τα ταυτίζω απόλυτα. Έτσι έφτανα σ’ ένα σημείο όπου ο καθορισμός της συναισθηματικής μου κατάστασης, εξαρτιόταν αποκλειστικά από το αποτέλεσμα της Κυριακής. Αυτή η αναγωγή του ποδοσφαίρου σε νούμερο ένα ανάγκη στην καθημερινότητά μας, έχει δημιουργήσει το σλόγκαν <<το ποδόσφαιρο είναι η ζωή μου>>. Το έχουμε τοποθετήσει τόσο ψηλά που όλες οι άλλες ανάγκες βρίσκονται υπό την σκέπη του. Το γεγονός αυτό στην ουσία μας καθιστά αδρανείς και αμέτοχους σε πολλούς και σημαντικούς τομείς της ζωής μας. Παραμερίζουμε οικογένειες, φίλους, σχέσεις, καταργούμε πολλές από τις επιθυμίες μας, βάζουμε περιορισμούς στην προσωπική μας ζωή, θέτουμε σε κίνδυνο την υγεία μας, τάσσουμε σε κατώτερη μοίρα την καλλιέργεια του εαυτού μας και αναλώνουμε όλη την πολύτιμη ενέργεια μας σ’ ένα και μόνο αντικείμενο χωρίς να έχουμε πολύ συχνά και τ’ αντίστοιχα ανταλλάγματα.
Για όλα τα παραπάνω λοιπόν, αποφάσισα να στραφώ στον ερασιτεχνικό αθλητισμό και συγκεκριμένα στην ομάδα του ΑΠΕΙΘΑΡΧΟΥ. Μία ομάδα που με εκφράζει απόλυτα γιατί διαφέρει εντελώς η δομή και ο τρόπος λειτουργιάς της από τις υπόλοιπες ομάδες του ποδοσφαιρικού χάρτη. Τόσα χρόνια λειτουργούσα σαν ένα γρανάζι στην τρομακτική μηχανή του μοντέρνου ποδοσφαίρου. Από εδώ και στο εξής δεν είμαι δούλος κανενός. Έπαψα να είμαι ένα προϊόν προς αγορά και προς πώληση, ένα μέσο εκμετάλλευσης και ένα αντικείμενο παραγωγής κέρδους. Πλέον το ποδόσφαιρο δεν είναι η ζωή μου. Είναι ένα μέσο όμως που την ομορφαίνει και οτιδήποτε είναι ικανό να το κάνει αυτό αξίζει την αγάπη μου. Η μπάλα από εδώ και στο εξής παίζεται διαφορετικά. Όχι για την νίκη, αλλά για το παιχνίδι και το παιχνίδι πλέον είναι ευχαρίστηση.
Μετά τιμής,
Σπαθάρας Δημήτριος