Η βιομηχανία ένδυσης έφτασε να αντικατοπτρίζει όλες τις λάθος επιλογές που πραγματοποίησε η ανθρωπότητα από την εποχή των σπηλαίων μέχρι σήμερα. Δεν υπάρχει λόγος όμως να είναι έτσι.
Πριν από μερικές μέρες ερευνητές του Ινστιτούτου Επιστήμης της Ανθρώπινης Ιστορίας Μαξ Πλανκ απέδειξαν ότι άνθρωποι που ζούσαν σε σπηλιές στο σημερινό Μαρόκο είχαν ειδικά εργαλεία για να φτιάχνουν ρούχα πριν από 120.000 χρόνια. Αν και δεν είναι σε θέση να προσδιορίσουν ποια μορφή είχε ο ρουχισμός, γνωρίζουν ότι άλλαξε την εξελικτική πορεία του είδους μας και την τύχη ολόκληρου του πλανήτη. «Τα ρούχα και τα εργαλεία των πρώιμων ανθρώπων», εξηγούσε η ερευνήτρια Έμιλι Χάλετ, «αποτέλεσαν τμήμα ενός πακέτου που οδήγησε στην προσαρμοστική επιτυχία των ανθρώπων και την ικανότητά μας να κυριαρχήσουμε στον πλανήτη σε περιοχές με ακραίες κλιματικές συνθήκες».
Εκατόν είκοσι χιλιετίες αργότερα όμως αρκετοί θεωρούν τον τρόπο που ντυνόμαστε σαν καθρέφτη όλων των καταστροφικών επιλογών που έκανε η ανθρωπότητα τους τελευταίους αιώνες. «Η λέξη μόδα (fashion) αποτελεί πλέον βρισιά», έγραφε προ ημερών η Τζες Κάρτνερ Μόρλεϊ στην εφημερίδα «Guardian» αναφερόμενη στο σύνολο της βιομηχανίας ρουχισμού. «Έφτασε να συμβολίζει», συνεχίζει η ίδια, «όλα τα κακώς κείμενα του σύγχρονου κόσμου – από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μέχρι την οικονομική ανισότητα και από τον ακραίο καταναλωτισμό έως τα παράλογα πρότυπα ομορφιάς». Πραγματικά η βιομηχανία ρουχισμού με παγκόσμιο τζίρο 2,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, που απασχολεί 1,8 εκατομμύριο εργαζόμενους μόνος στις ΗΠΑ, υπολογίζεται ότι παράγει 8% με 10% των εκπομπών αερίων που ευθύνονται για την κλιματική κρίση. Συγκεκριμένα για την παραγωγή των συνθετικών ινών, που χρησιμοποιούνται στα ρούχα, καταναλώνεται περισσότερο πετρέλαιο από όσο χρησιμοποιεί ολόκληρη η Ισπανία.
Αντιλαμβανόμενες τον αντίκτυπο που έχει αυτό το φαινόμενο στη φήμη τους (και κατ’ επέκταση στις πωλήσεις), οι μεγαλύτερες βιομηχανίες ένδυσης προωθούν καμπάνιες στις οποίες παρουσιάζουν τα ρούχα τους ως ανακυκλώσιμα και φιλικά προς το περιβάλλον. Όπως απέδειξε όμως πρόσφατη έρευνα της οργάνωσης Changing Market Foundation, στην πλειονότητα των περιπτώσεων απλώς ψεύδονται. Συγκεκριμένα το 59% των στοιχείων που παρουσίασαν ευρωπαϊκές και βρετανικές εταιρείες για την υποτιθέμενη προστασία του περιβάλλοντος κρίθηκαν αναληθή. Σύμφωνα με την οργάνωση, πρωταθλητής στην παραπληροφόρηση αναδείχτηκε η εταιρεία H&M (με 96% ανακριβών στοιχείων) και ακολουθούσαν οι εταιρείες ASOS και Marks and Spencer. Παράλληλα εταιρείες όπως η Primark, η Boohoo, η Nike και η Patagonia δημοσιοποιούν τα λιγότερα στοιχεία σχετικά με τα υλικά και τον τρόπο παραγωγής των προϊόντων τους.
Οι καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον είναι αποτέλεσμα της υπερπαραγωγής ρούχων, τα οποία πωλούνται σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές και καταλήγουν πολύ σύντομα σε χωματερές για να αντικατασταθούν από καινούργια. Αυτό με τη σειρά του επιτυγχάνεται με την απάνθρωπη υπερεκμετάλλευση εργαζομένων σε χώρες του Τρίτου Κόσμου και όχι μόνο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2018 ο μέσος Αμερικανός καταναλωτής αγόραζε 68 είδη ένδυσης τον χρόνο – δηλαδή περισσότερο από ένα την εβδομάδα. Μόνο η αλυσίδα Zara παράγει περισσότερα από 840 εκατομμύρια τεμάχια ρουχισμού κάθε χρόνο.
Για την παραγωγή αυτών των ρούχων υπολογίζεται ότι μόνο στη Βραζιλία εργάζονται 300.000 άνθρωποι σε συνθήκες πραγματικής σκλαβιάς, ενώ σε χώρες όπως το Μπανγκλαντές δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι πεθαίνουν από τοξικές ουσίες αλλά ακόμη και από πυρκαγιές και καταρρεύσεις κτιρίων που μετατρέπονται σε ομαδικούς τάφους. Η πρόσφατη πανδημία του κορονοϊού όμως ανέδειξε τα προβλήματα των εργατών της βιομηχανίας ένδυσης ακόμη και στις μητροπόλεις του καπιταλισμού, καθώς τα εργοστάσια όπου δουλεύουν ήταν από τα πρώτα που μετατράπηκαν σε εστίες υπερμετάδοσης του ιού.
Εξετάζοντας λοιπόν την αλυσίδα παραγωγής ενδυμάτων εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι η καταστροφή του περιβάλλοντος προκύπτει σε τελική ανάλυση από τις συνθήκες εργασίας στα μεγάλα εργοστάσια με βάση το σχήμα: υπερεκμετάλλευση εργαζομένων – υπερκατανάλωση φτηνών, αναλώσιμων προϊόντων – υπερπαραγωγή επικίνδυνων για το περιβάλλον αποβλήτων και σκουπιδιών.
Δεν είναι φυσικά τυχαίο ότι ο Κάρολος Μαρξ χρησιμοποιούσε συνεχώς στο «Κεφάλαιο» παραδείγματα από τις μεγάλες κλωστοϋφαντουργίες της εποχής του για να εξηγήσει διαφορετικά φαινόμενα όπως η αξία ενός προϊόντος, o φετιχισμός του εμπορεύματος, η άντληση υπεραξίας, η ανάπτυξη των αποικιών και το εμπόριο σκλάβων, η πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου κ.ο.κ. Και αυτό γιατί τα ρούχα που δημιουργήθηκαν πριν από 120.000 χρόνια συνόδευσαν και καθόρισαν την εξέλιξη του ανθρώπου και στη συνέχεια όλων των οικονομικών συστημάτων που αυτός εφάρμοσε.
Η απλουστευτική λοιπόν λογική που μας καλεί να γυρίσουμε απλώς το ρολόι της εξέλιξης προς τα πίσω είναι άτοπη, εκτός αν είμαστε διατεθειμένοι να επιστρέψουμε σε προκαπιταλιστικές στιγμές της Ιστορίας. Οι λύσεις όμως πάντα βρίσκονται από αυτούς που σκέφτονται μετά και όχι πριν από τον καπιταλισμό. Θα μπορούσαμε παραδείγματος χάριν να εμπνευστούμε από το όραμα της Λιούμποφ Πόποβα και της Βαρβάρα Στεπάνοβα, των δυο καλλιτεχνών της Σοβιετικής Ένωσης που σχεδίαζαν και ξεκίνησαν να εφαρμόζουν μονάδες παραγωγής υπό εργατικό έλεγχο που θα προσέφεραν ρούχα υψηλής ραπτικής για όλους. Το σχέδιό τους μπορεί να απέτυχε, αλλά ύστερα από 120.000 χρόνια εξέλιξης ίσως αξίζει να του δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία.