Μεξικό

Από τον Ψυχρό Πόλεμο στον Πόλεμο των ναρκωτικών

Τις ημέρες που ολόκληρος ο πλανήτης παρακολουθούσε, αποσβολωμένος στις τηλεοράσεις του την πτώση του τείχους του Βερολίνου και τις εξεγέρσεις που ανέτρεπαν τα καθεστώτα του πρώην ανατολικού μπλοκ οι ΗΠΑ πραγματοποιήσαν μια από τις πιο «ήσυχες» εισβολές στην ιστορία της. Ο αμερικανικός στρατός αφού σκότωσε τουλάχιστον 4.000 άτομα συνέλαβε τον πρόεδρο του Παναμά Μανουέλ Νοριέγκα ο οποίος παρουσιαζόταν πλέον στα αμερικανικά ΜΜΕ ως ένας από τους μεγαλύτερους εμπόρους ναρκωτικών στον πλανήτη. Ελάχιστοι βέβαια ήθελαν τότε να θυμούνται ότι ο Νοριέγκα υπήρξε και πράκτορας της CIA, όταν διευθυντής της υπηρεσίας ήταν ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος, και συνεπώς το εμπόριο των ναρκωτικών δεν θα μπορούσε να γίνεται παρά μόνο με την ανοχή εάν όχι τη συνεργασία των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.

Η συγκεκριμένη επιχείρηση του Πενταγώνου, παρά το γεγονός ότι είχε ως μοναδικό στόχο των έλεγχο της διώρυγας του Σουέζ, έμεινε στο συλλογικό υποσυνείδητο των Αμερικανών πολιτών ως μια από τις μεγαλύτερες μάχες στον λεγόμενο πόλεμο κατά των ναρκωτικών, που είχε ξεκινήσει επί προεδρίας Ρίγκαν. Η Ουάσιγκτον έβρισκε στο πρόσωπο των ναρκέμπορων της Νότιας Αμερικής τον νέο απόλυτο εχθρό που ζητούσε για να αντικαταστήσει τη «σοβιετική απειλή» και να δικαιολογήσει νέες στρατιωτικές επιχειρήσεις στην λεγόμενη πίσω αυλή της. Η άμεση ή έμμεση συνεργασία των ΗΠΑ με τάγματα θανάτου σε χώρες όπως η Κολομβία και το Περού ήταν μια μόνο από τις τραγικές συνέπειες που υπέστη το νότιο ημισφαίριο από αυτή την πολιτική.

Το Μεξικό δεν θα μπορούσε φυσικά να μείνει ανέπαφο από τη νέα σταυροφορία της Ουάσινγκτον. Σειρά φιλοαμερικανών προέδρων, όπως ο Βινσέντ Φοξ, που ξεκίνησε την καριέρα του σαν διευθυντής της Coca Cola, άνοιξαν τις πόρτες της αστυνομίας και του στρατού στο FBI, την CIA αλλά και το Πεντάγωνο. Μέσω της λεγόμενης πρωτοβουλίας Μερίντα οι ΗΠΑ ενίσχυσαν τις αρχές ασφαλείας με τουλάχιστον τρία δισεκατομμύρια δολάρια ενώ άγνωστο παραμένει το ύψος της ενίσχυσης που ερχόταν απευθείας από τους λογαριασμούς του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας.

Όπως συνέβη και στην Κολομβία, όπου η παραγωγή κοκαΐνης αυξανόταν όσο κλιμακωνόταν η αμερικανική εμπλοκή, οι Μεξικανοί έμποροι ναρκωτικών κατάφεραν να εδραιώσουν την παρουσία τους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως ήταν η σταδιακή συνένωση τμημάτων της αστυνομίας με τις παραστρατιωτικές ομάδες των μεγαλύτερων καρτέλ ναρκωτικών. Όπως εξηγούσε ο ερευνητής και συγγραφέας Τζον Γκίλμπερ «δεν έχει πλέον νόημα να αναφερόμαστε σε διαφθορά στις τάξεις της αστυνομίας αφού σε ορισμένες περιοχές της χώρας λειτουργούν σαν ενιαίο σώμα με τα καρτέλ των ναρκωτικών». Η σύμπραξη της αστυνομίας με τους εμπόρους λειτουργεί πολλαπλασιαστικά και στις μορφές βίας που ασκούσαν οι δυο αυτές ομάδες: από τη μια του κρατικού αυταρχισμού εναντίον όσων πολιτών διαμαρτύρονται, διαδηλώνουν ή απεργούν απέναντι στην κυβέρνηση και από την άλλη της καθημερινής παραβατικότητας των συμμοριών που λειτουργούν σαν κράτος εν κράτη με τη στήριξη των καρτέλ αλλά και τμημάτων της αστυνομίας.

Ανάμεσα στα αποδεδειγμένα εγκλήματα της μεξικανικής αστυνομίας, η οποία προετοιμαζόταν για χρόνια από αμερικανούς εκπαιδευτές, περιλαμβάνονται οι βιασμοί δεκάδων γυναικών που κρατούνταν στο Σαν Σαλβαδόρ Ατένκο, η εξαφάνιση δεκάδων δασκάλων και η δολοφονία αυτοπτών μαρτύρων μετά την εξέγερση της Οαχάκα και φυσικά η πρόσφατη εξαφάνιση 43 μαθητών που έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας. Παρόμοια ήταν η κατάσταση και στον μεξικανικό στρατό ο οποίος τώρα κατηγορείται για την εκτέλεση 22 νεαρών στην περιοχή της Τλατλάγια.

Από την πρώτη στιγμή ερευνητές στις ΗΠΑ υποστήριζαν ότι ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών απλώς θα βυθίσει τις χώρες παραγωγής ναρκωτικών στο χάος και τη βία ενώ δεν θα προσφέρει καμία λύση αφού δεν αντιμετωπίζει το βασικό πρόβλημα που δεν είναι η παραγωγή στη Λατινική Αμερική αλλά η ζήτησή στις ΗΠΑ.

Αυτό όμως που πολύ λιγότεροι έχουν εξετάσει είναι ότι ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών λειτούργησε σαν ένα πανίσχυρο όπλο και στο εσωτερικό των ΗΠΑ για τον έλεγχο του «εσωτερικού εχθρού» και συγκεκριμένα των κοινοτήτων των μαύρων. Η Μισέλ Αλεξάντερ, καθηγήτρια νομικής στο πανεπιστήμιο του Οχάιο, υποστηρίζει ότι η αντανάκλαση του πολέμου κατά των ναρκωτικών στο εσωτερικό των ΗΠΑ επέτρεψε σε διαδοχικές κυβερνήσεις να επαναφέρουν τους μαύρους στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από τη δεκαετία του ’60 και πολύ κοντά στην εποχή της δουλείας. Παρά το γεγονός ότι τα εγκλήματα κατοχής, χρήσης και εμπορίας ναρκωτικών στις ΗΠΑ παρατηρούνται σε ανάλογα ποσοστά στο λευκό και το μαύρο πληθυσμό, οι φυλακές της χώρας συνέχιζαν να γεμίζουν με μαύρους και δευτερευόντως ισπανόφωνους. Σύμφωνα με την Μισέλ Αλεξάντερ με το να ποινικοποιήσουν σχεδόν τρείς στους τέσσερις μαύρους πολίτες της χώρας οι ΗΠΑ απλώς διαιωνίζουν τις φυλετικές διακρίσεις, με τη διαφορά ότι θύμα δεν λέγεται πλέον «νέγρος» αλλά «εγκληματίας». Το αποτέλεσμα είναι ότι η πλειονότητα του μαύρου πληθυσμού στερείται τα ίδια δικαιώματα στην εκπαίδευση, τη στέγαση, την κοινωνική πρόνοια και του δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, που στερούνταν και οι μαύροι σκλάβοι πριν από δυο αιώνες.

Εικοσιπέντε χρόνια μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, ένα από τα «υποκατάστατα» που δημιούργησαν οι ΗΠΑ αναζητώντας ένα νέο εχθρό, έχει αλλάξει ριζικά τις κοινωνικές, πολιτικές αλλά και γεωπολιτικές ισορροπίες σε ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο.

Άρης Χατζηστεφάνου
ΕΠΙΚΑΙΡΑ Νοέμβριος 2014

inffowar logo

Βοήθησε το INFO-WAR να συνεχίσει την ανεξάρτητη δημοσιογραφία

Για περισσότερες επιλογές πατήστε εδώ