Πηγή: Ταξικές Μηχανές
Τα δύο στρατόπεδα που φαίνεται να έχουν δημιουργηθεί εντός της ελληνικής κοινωνίας τον τελευταίο καιρό και ειδικά μετά την αναγγελία διεξαγωγής δημοψηφίσματος, δηλαδή από τη μία αυτό που κινείται στη λογική ενός «έντιμου συμβιβασμού εντός του ευρώ» και αντιμετωπίζει με εχθρότητα τους «αδίστακτους» εταίρους που θέλουν να «ταπεινώσουν την εθνική μας αξιοπρέπεια», και από την άλλη εκείνο που στηρίζει τις προτάσεις των «εταίρων» και θεωρεί αδιαπραγμάτευτη την παραμονή της χώρας εντός της Ε.Ε., στην πραγματικότητα αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αντανακλούν, τολμούμε να πούμε, τη διαπάλη (εντός των κυρίαρχων κύκλων) ανάμεσα σε δύο βασικά σχέδια που έχουν ξετυλιχθεί στην Ελλάδα και διεθνώς για τη διαχείριση της κρίσης. Θα μπορούσαμε, σχηματικά, να τα ονομάσουμε «νομισματική χαλάρωση» και «δημοσιονομική λιτότητα». Αν θέλουμε να είμαστε κάπως πιο ακριβείς, μέσα στην Ε.Ε., αυτά εμφανίζονται με τη μορφή του ανταγωνισμού των «σχεδίων διάσωσης-λιτότητας» ανάμεσα στη Γερμανία και τους συμμάχους της από τη μια και τις χώρες που θέλουν να ακολουθήσουν το μοντέλο μιας «λιγότερο σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής» από την άλλη.
Ο κοινός παρονομαστής, όμως, είναι ένας: η συνέχιση και εμβάθυνση της ταξικής επίθεσης του κεφαλαίου απέναντι στον κόσμο της εργασίας. Πρόκειται, δηλαδή, για τον ανταγωνισμό διαφορετικών μερίδων του κεφαλαίου σχετικά με το ποιό πλάνο ανάπτυξης θα επικρατήσει εντός της Ε.Ε., κάτι που, εκτός από την έκφρασή του σε επίπεδο επιτελείων των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, ως αντιπαράθεση έχει διαχυθεί στο σύνολο της κοινωνίας και πλέον εκφράζεται εκ νέου και εντός τμημάτων εκμεταλλευόμενων (ή τουλάχιστον μη εκμεταλλευτικών) στρωμάτων και τάξεων.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα λέγαμε ότι αποτελεί αντανάκλαση της ιδιότυπης ιστορικής συνάντησης των αντιλήψεων που ηγεμόνευσαν στην «πάνω» και την «κάτω» πλατεία του Συντάγματος το καλοκαίρι του 2011. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, η οποία ιεραρχεί την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής καταστροφής ως πρώτη πράξη επίλυσης του ζητήματος της εθνικής κυριαρχίας της χώρας. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης της καπιταλιστικής κρίσης ερμηνεύεται ως ανθρωπιστική κρίση, ερμηνεία η οποία καθορίζει το άμεσο περιεχόμενο μιας πολιτικής ταξικής ειρήνης.
Την ιστορική φάση μιας πενταετίας σκληρών ταξικών αγώνων στην ελληνική κοινωνία, με την κωδική ονομασία «Μνημόνια», διαδέχεται η ιστορική φάση των εθνικών-πατριωτικών αγώνων, με την κωδική ονομασία «Διαπραγμάτευση». Πριν, όμως, από τη διαπραγμάτευση στο «εξωτερικό», αυτήν δηλαδή με τους «εταίρους», προηγήθηκε μία εξίσου κομβικής σημασίας διαπραγμάτευση στο «εσωτερικό» της χώρας. Προηγήθηκε ο «έντιμος συμβιβασμός» του ΣΥΡΙΖΑ με την ελληνική αστική τάξη. Οι σχέσεις ιδιοκτησίας και παραγωγής, αλλά και η αναπαραγωγή του πολιτικού συστήματος, έστω και με νέους όρους, ήταν το αντικείμενο αυτής της διαπραγμάτευσης που έληξε ομαλά πριν από τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου (ένα υποκεφάλαιο της συμφωνίας που παραμένει ανοιχτό είναι η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τμήματα των ντόπιων ΜΜΕ). Η εσωτερική διαπραγμάτευση ήταν η πρωταρχική προϋπόθεση της εξωτερικής διαπραγμάτευσης. Μια Ελλάδα στην οποία θα μαίνονταν οι ταξικές συγκρούσεις, δεν θα μπορούσε να έχει «αξιοπιστία», ώστε να διαπραγματευτεί με Δ.Ν.Τ και Ε.Ε. Στην εξωτερική διαπραγμάτευση που διεξάγει η κυβέρνηση, λοιπόν, δεν διακυβεύεται κάποιο ταξικό περιεχόμενο, αλλά η ένταση, ο ρυθμός και το μείγμα των αντιλαϊκών πολιτικών που θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται, αφού η παρούσα κυβέρνηση είναι ένας νέος πολιτικός διεκπεραιωτής των συμφερόντων των κυρίαρχων μερίδων του ντόπιου κεφαλαίου που προσπαθεί να εξασφαλίσει καλύτερο μερίδιο της πίτας για λογαριασμό τους εντός της Ε.Ε. και δε σκοπεύει επ’ ουδενί να συγκρουστεί με το οικοδόμημα αυτό.
Η πεντάμηνη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με Δ.Ν.Τ και Ε.Ε., ωστόσο, έκανε ακόμα πιο εμφανή την εγγενώς αντιδραστική φύση αυτών των θεσμών, που δεν επιτρέπουν ούτε σπιθαμή παρέκκλισης από τη γραμμή που επιβάλλουν. Όχι μόνο αυτό, όμως. Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όχι μόνο δεν «έσκισε τα μνημόνια» και δεν ανταποκρίθηκε στα λαϊκά αιτήματα, αλλά αντιθέτως, εξυπηρέτησε το «επαχθές ή απεχθές» χρέος, πρότεινε η ίδια, μια σκληρή αντιλαϊκή συμφωνία, έδωσε τις βάσεις για ένα νέο μνημόνιο. Κι αν τα αντιλαϊκά μέτρα ήταν διαχειρίσιμες διαφωνίες μεταξύ κυβέρνησης-θεσμών, οι φοροαπαλλαγές για τους εφοπλιστές, τα μέτρα για τον τουρισμό και οι πολεμικές δαπάνες ήταν η αιτία του «αριστερού casus beli». Η πρώτη αφορά στην κατάργηση των φοροαπαλλαγών των εφοπλιστών. Η κυβέρνηση σθεναρά υπερασπίστηκε την φοροασυλία των Ελλήνων εφοπλιστών (αυτών που πληρώνουν 4% φόρο) διατηρώντας 56 φοροαπαλλαγές για αυτούς που στήνουν τα δουλεμπορικά σωματεία στη ναυπηγοεπισκευαστική μαζί με τη Χρυσή Αυγή, για να υποδουλώσουν με τη βία τους ναυτεργάτες! Το ίδιο ήταν και το αίτημα για μείωση των πολεμικών δαπανών στα 400 εκ. ευρώ, με την κυβέρνηση να εμμένει στα 200 εκ. ευρώ και να μην αλλάξει την πολιτική της για την πολεμική βιομηχανία! Αυτά έχουν να κάνουν με το πώς αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση τη γεωστρατηγική θέση της χώρας, πώς αντιλαμβάνεται την έννοια της ασφάλειας ως προϋπόθεσης της ανάπτυξης, με τι όρους οικοδομεί το κράτος. Αφορούν στις διαμάχες διεθνοποιημένων μερίδων του κεφαλαίου, στο περιεχόμενο της πολιτικής ενοποίησης της Ε.Ε και στο ποιός θα το ορίσει.
Η γραμμή «ούτε ρήξη ούτε υποταγή», δεν είναι παρά η απόπειρα του έθνους-κράτους να ισορροπήσει ανάμεσα στις οικονομίες κλίμακας της ευρωπαϊκή ολοκλήρωσης και την ανεξαρτησία της εθνικής ταξικής πολιτικής. Αναδεικνύεται, ότι είναι αδύνατη η επιστροφή στο κράτος-πρόνοιας ως κοινωνικοοικονομικό μοντέλο και στη σοσιαλδημοκρατία, ως πολιτικό του περίβλημα, και αυτή η αδύνατη επιστροφή σε ένα αστικό μοντέλο κευνσιανής διαχείρισης εντός Ε.Ε δημιουργεί πολιτική αστάθεια σε όποιες δυνάμεις προσπαθούν να την πραγματοποιήσουν. Αυτή είναι η διαφορά με τη Ν.Δ, που δεν καθιστά τον ΣΥΡΙΖΑ μη αστικό κόμμα, αλλά αστικό ως προς την έννοια (βλ. αποδοχή των παραγωγικών σχέσεων και του συντάγματος) και αμφίβολα ορθολογικό στη πράξη, σε σχέση με τον ορισμό του. Όλη η διαπάλη στον ΣΥΡΙΖΑ αφορά στην πιο ορθολογική λύση για την ελληνική καπιταλιστική ανάπτυξη και ένα ανεκτό κοινωνικό συμβόλαιο. Οι αντιφάσεις του παράγονται από τη διάκριση ορθολογικού-ανορθολογικού και σε καμία περίπτωση από τη διάκριση καπιταλιστικού-αντικαπιταλιστικού. Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, λοιπόν, μπορεί να είναι ανορθολογική, ίσως, σε αρκετά της σημεία ως προς το πως αντιλαμβάνεται το προφίλ της ευρωπαϊκής δομής, καθώς προκύπτει από έναν ιστορικά καθορισμένο ταξικό συμβιβασμό διαφορετικό από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη, αποδεικνύεται αστικά ορθολογική, όμως, ως προς τις αξιώσεις της για τη βιωσιμότητα του καπιταλιστικού χρέους για την αναπαραγωγή του ελληνικού έθνους-κράτους. Οι παραπάνω αντιφάσεις, λοιπόν, η σκληρή στάση των βάρβαρων απαιτήσεων Ε.Ε., Δ.Ν.Τ., καθώς και η υπόκωφη πίεση των λαϊκών διαθέσεων να μπει τέρμα στην συνέχιση της ίδιας πολιτικής οδήγησαν την κυβέρνηση στην αναγγελία δημοψηφίσματος, καθώς βρέθηκε ενώπιον μιας κατάστασης που δυσκολευόταν να διαχειριστεί αλλιώς.
Το concept του δημοψηφίσματος δεν είναι φρέσκο, αλλά έρχεται από μια προηγούμενη φάση της πολιτικής κρίσης επί μνημονίου που έλαβε χώρα το φθινόπωρο του 2011 επί κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου. Το δημοψήφισμα, ως ελιγμός εκ μέρους της κυβέρνησης, είναι μια αποφασιστική και σκληρή απάντηση, η οποία λιγότερο έχει να κάνει με την αδυναμία διαμεσολάβησης των άλυτων κοινωνικών ταξικών συγκρούσεων της προηγούμενης πενταετίας, και περισσότερο έχει να κάνει με την απόπειρα οριστικής ενσωμάτωσης των ηττημένων εργατικών στρωμάτων ως «λαϊκά κυρίαρχων μαζών» σε εθνικά σχέδια επίλυσης της κρίσης. Η αστική δημοκρατία αντεπιτίθεται, είτε με ναι είτε με όχι. Εν μία νυκτί επανέφερε το status quo της νομιμοποίησης του κράτους και της αστικής δημοκρατίας ως το ιερό και το όσιο της πολιτικής ζωής.
Ας δούμε, όμως, από εκεί και πέρα, πιο συγκεκριμένα, ποιοί προπαγανδίζουν το ΝΑΙ και ποιοί το ΟΧΙ στο συγκεκριμένο δημοψήφισμα και πώς φαίνεται να διαμορφώνεται η (διαταξική) σύνθεση του κάθε μπλοκ.
Σε «ΝΑΙ» (συνέχιση της βαρβαρότητας) καλούν όλες οι δυνάμεις του κεφαλαίου, η ΕΕ, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ (παρά τις επιμέρους διαφορές τους), η αστική τάξη και οι πιστοί της ακόλουθοι, το παραδοσιακό πολιτικό της προσωπικό καθώς και διαπλεκόμενοι καναλάρχες και εκδότες που έχουν συμφέρον (οικονομικό και πολιτικό) από την παραμονή του κράτους εντός της Ε.Ε. με σκοπό να δείξουν σε όλους τους λαούς της Ευρώπης ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Ταυτόχρονα, έχει ξεκινήσει το κλίμα τρομοκράτησης από την πλευρά των μεγαλοεργοδοτών υπέρ του ΝΑΙ. Αυτό γίνεται είτε με ανακοινώσεις για αναστολή έργων και κλείσιμο εταιριών είτε με την μη καταβολή της μισθοδοσίας. Σε άλλες εταιρίες ανακοινώνεται ότι δίνεται άδεια άνευ αποδοχών μαζί με εκφοβισμούς για απολύσεις. Μάλιστα σε μεγάλες εταιρίες καλούν τους εργαζόμενους να συμμετέχουν στην συγκέντρωση «Μένουμε Ευρώπη», ενώ για όσους απουσιάσουν, αφήνουν σαφέστατα υπονοούμενα με απειλές για απόλυση. Η επιδίωξη της εργοδοσίας πίσω από αυτή την συντονισμένη κίνηση είναι η τρομοκράτηση των εργαζομένων. Έτσι, εκτός από τις ελίτ, δυστυχώς, φαίνεται σε μεγάλο τμήμα των εκμεταλλευόμενων τάξεων και στρωμάτων να έχει κυριαρχήσει ο φόβος που θα τους οδηγήσει να ψηφίσουν ΝΑΙ και για αυτό παρατηρούμε ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών συνωστίζεται στις ουρές των ATM, των super market και των βενζινάδικων. Πρόκειται για συνταξιούχους, αγρότες αλλά και νεολαίους που, μάλλον, δεν έχουν κάποιο υλικό συμφέρον από την επικράτηση του ΝΑΙ, απλώς δεν είναι αποφασισμένοι να σταματήσουν να ζουν σκυφτοί. Πλάι σε αυτούς είναι ευδιάκριτη επίσης, η παρουσία διευθυντικών στελεχών και μεσοστρωμάτων που συνδέθηκαν οργανικά με τις ροές χρημάτων της Ε.Ε κατά τις δεκαετίες του 1990 και 2000, πληττόμενων μικρομεσαίων ελευθέρων επαγγελματιών που ονειρεύονταν να γίνουν μεγάλοι και λούμπεν μικροαστών ευρωλάγνων που φαντασιώνονται ότι είναι «ευρωπαίοι πολίτες».
Η κυβέρνηση από την άλλη, προωθεί ένα ξέπνοο «ΟΧΙ» και, όπως διαμηνύει, εντάσσει το δημοψήφισμα στη λογική της συνέχισης των διαπραγματεύσεων για την επίτευξη ενός «αξιοπρεπούς συμβιβασμού», εντός του «κοινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος», του οποίου η Ελλάδα αποτελεί «αναπόσπαστο κομμάτι». Αποβλέπει σε ένα «ΟΧΙ» που πριμοδοτεί τη δική της πρόταση αντιλαϊκής πολιτικής που κατέθεσε προς συμφωνία που μπορεί να μετατραπεί ακόμα και σε «ΝΑΙ» αν οι δανειστές κάνουν έστω και ένα απειροελάχιστο βήμα προς την αντιλαϊκή πρόταση των 47 σελίδων. Υπό αυτή την έννοια, το δημοψήφισμα είναι απλώς, μια στιγμή της διαπραγμάτευσης των ροών κεφαλαίου. Δεν έχουμε, λοιπόν, «τη Δημοκρατία ενάντια στις Αγορές», αλλά την αστική δημοκρατία ως στιγμή της διαπραγμάτευσης του Κράτους με τις Αγορές. Είναι προφανές ότι «ΟΧΙ» θα ψηφίσει μια μεγάλη πλειοψηφία φτωχών, τμήματα της νεολαίας της εργασιακής περιπλάνησης και της επισφάλειας, ένα τμήμα της παραδοσιακής εργατικής τάξης, καθώς και μικρομεσαία στρώματα και άνεργοι που απλά δεν αντέχουν άλλη λιτότητα. Ταυτόχρονα, όμως, «ΟΧΙ» θα ψηφίσουν και όποια επιχειρηματικά λόμπι στηρίζουν τη σημερινή κυβερνητική επιλογή, αλλά και τμήματα που αποτέλεσαν τη βασική δεξαμενή των ψηφοφόρων των κομμάτων της συγκυβέρνησης. Και αναφερόμαστε σε συντεχνίες συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων-πελατών, υπερπατριώτες, υψηλόβαθμα (διαχρονικά ευνοημένα) στελέχη του δημοσίου και κρατικοδίαιτους συνδικαλιστές. Να μην ξεχνούμε, επίσης, ότι ΟΧΙ θα ψηφίσει και η Χρυσή Αυγή, για τους δικούς της λόγους τακτικής στην προσπάθειά της να εκμεταλλευτεί την λαϊκή δυσαρέσκεια και να την εγκλωβίσει στον φασισμό.
Σε αντίθεση με τις προσεγγίσεις εκείνες που βλέπουν να σχηματίζονται δύο εντελώς διαφορετικά, αντιμαχόμενα «στρατόπεδα» στα όρια του εθνικού διχασμού, η πραγματικότητα είναι μάλλον απογοητευτικά πιο σκληρή και πολιτικά πιο σύνθετη. Και αυτό επειδή, πέρα από τον κοινό φιλοΕΕ προσανατολισμό που βρίσκεται στον πυρήνα και των δύο μπλοκ που αναλύσαμε παραπάνω, υπάρχει ένα αξιοσημείωτο στοιχείο και των δύο τάσεων που σκιαγραφήθηκαν. Και αυτό δεν είναι άλλο από το λεγόμενο «εθνικό συμφέρον». Δίνεται, μάλιστα, μια πολιτική μάχη ερμηνείας πάνω στο τί είναι το «εθνικό συμφέρον» της χώρας. Όλες οι κυρίαρχες πλευρές ισχυρίζονται ότι εξυπηρετούν το εθνικό συμφέρον. Το να διαγραφεί μέρος του χρέους είναι εθνικό συμφέρον. Το να κλείσει η συμφωνία είναι εθνικό συμφέρον. Το να δοθούν νέα δάνεια είναι εθνικό συμφέρον. Το να μείνουμε στο ευρώ είναι εθνικό συμφέρον. Κάθε μια από τις πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονται στην καρδιά των δύο αυτών μπλοκ επιχειρεί στη βάση του «εθνικού συμφέροντος» να ενώσει τον πληθυσμό και να πλασάρει τη θέση του ως θέση που εκφράζει το σύνολο των ανθρώπων που κατοικούν σε αυτή τη χώρα ωσάν αυτοί να αποτελούν ένα ενιαίο και αδιαίρετο όλον με κοινά συμφέροντα.
Απέναντι στην «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» για την οποία μιλούν οι «από πάνω», χρειάζεται να προκαλέσουμε μια «πραγματική κατάστασης έκτακτης ανάγκης» με την έννοια της βαθύτερης αποσταθεροποίησης της αστικής κυριαρχίας. Έχοντας επίγνωση ότι η πορεία της ταξικής πάλης δεν κρίνεται σε μια ζαριά, και άρα δε θα κριθεί ούτε και από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, οφείλουμε να αξιοποιήσουμε το δημοψήφισμα στην κατεύθυνση εκείνη που θα συνεισφέρει στη μαχητική επανεμφάνιση και αντεπίθεση του κινήματος. Σηκώνοντας το γάντι που πετούν τα αφεντικά και τα παραδοσιακά αστικά κόμματα, τα οποία δίνουν στο δημοψήφισμα χαρακτήρα απόφασης για την παραμονή ή όχι στην Ε.Ε. και στην ευρωζώνη, χρειάζεται να πριμοδοτήσουμε αυτή τη νοηματοδότηση του δημοψηφίσματος και να δώσουμε τη δική μας απάντηση. Το δικό μας «ΟΧΙ» είναι αγωνιστικό και μαχητικό. Αυτό το «ΟΧΙ» εκτός από την κάλπη, το λέμε κυρίως με τους μαζικούς κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες.
Αλήθεια σε μια πραγματική κατάσταση που τα ATM δεν θα βγάζουν τίποτα, και αυτό θα είναι μια κατάσταση εβδομάδων ποιό είναι το πλάνο, πέρα από ένα Όχι στην κάλπη; Τι θα κάνει το κίνημα σε μια περίπτωση που το λεγόμενο «χάος» ξεσπά στους δρόμους και θα ζυμώνεται από το καθεστώς και από τους απελπισμένους η επιστροφή στην τάξη και την ασφάλεια; Εκεί λοιπόν, όταν έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα οι προσπάθειες και οι δομές κοινωνικής και εργατικής αλληλεγγύης των από τα κάτω και έχουμε όλοι αναλωθεί στο πώς θα απαντούσαμε στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, θα αναθεωρήσουμε ίσως πως το να επιβιώσει η τάξη σήμερα χωρίς το κράτος και το κεφάλαιο ήταν και πρέπει να είναι πρωταρχικός στόχος του κινήματος.
Έτσι, λοιπόν, στην προσπάθειά μας να οξύνουμε τις αντιφάσεις οφείλουμε, μέσα από συλλογικές αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, να προχωρήσουμε σε αντικυβερνητικές, αντιΕΕ διαδηλώσεις και απεργίες που να υπερβαίνουν τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, καθώς και στη δημιουργία ανεξάρτητων κέντρων αγώνα, με κύριο στόχο την επιβίωση και την πολιτικοποίηση των πληττόμενων ανεξάρτητα από το Κράτος και το Κεφάλαιο, που θα τους εντάσσει σε κοινότητες αγώνα που θα τους κάνει υποκείμενα της ταξικής πάλης και όχι αντικείμενα της κρατικής φιλανθρωπίας.
Τη στιγμή που η Ε.Κ.Τ επιβάλλει χρηματοοικονομική ασφυξία προβάλλει πιο αναγκαίο παρά ποτέ το ζήτημα του περάσματος των τραπεζών υπό δημόσιο, κοινωνικό, εργατικό έλεγχο ως μέσο για έναν αυτοδύναμο επανασχεδιασμό κάλυψης των αναγκών του πληθυσμού. Αυτό όμως δεν μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από προσευχή ή θεωρητική άσκηση αυτοαναφοράς αν έχει ήδη κερδίσει ο φόβος και η μεγάλη πλειοψηφία θα κατέβει στην κάλπη του δημοψηφίσματος αδειάζοντας τα ΑΤΜ, προσπαθώντας να φτιάξει την καλύτερη δυνατή καβάτζα σε περίπτωση που η κατάσταση στραβώσει.
Τα άμεσα αλλά και συνολικότερα, τα έκτακτα αλλά και σχεδιασμένα (από το ίδιο το οργανωμένο κίνημα) μέτρα ανακούφισης της κοινωνικής πλειοψηφίας, η συγκρότηση δομών αλληλεγγύης, η κάλυψη των κοινωνικών αναγκών ως μορφή άρνησης πληρωμής σε κεφάλαιο και κράτος είναι η άλλη -συμπληρωματική- πλευρά του πολιτικού και κοινωνικού αγώνα που καλείται και θα κληθεί το εργατικό κίνημα και τα όργανά του να δώσει κεντρικά ενάντια στην πολιτική της καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων., επιβάλλοντας
Μονομερή διαγραφή όλου του χρέους που αφορά στον κόσμο της εργασίας και στην κοινωνική πλειοψηφία, που είναι δέσμιοι των τραπεζών, ελληνικών και ξένων, και που ταυτόχρονα αδυνατούν να πληρώσουν λογαριασμούς δημοσίων αγαθών (ρεύμα, νερό, ΜΜΕ κτλ). Η μονομερής διαγραφή του χρέους και η ανατροπή-διάλυση της Ε.Ε και των υπερεθνικών μηχανισμών μέσα από τη συνεύρεση των κινημάτων διεθνιστικής αλληλεγγύης και πάλης συνδέεται, για εμάς, άρρηκτα με μια συνολική αντικαπιταλιστική ανατροπή και με την επιβολή μιας νέας πολιτικής εξουσίας.
1
Εποπτεία και έλεγχο οργανισμών στρατηγικής σημασίας, εκ μέρους των εργαζομένων και της κοινωνίας, μέσα από τα συλλογικά μορφώματα, για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών. Για κάθε εταιρεία που κλείνει ή μεταφέρεται αλλού, να επιδιώξουμε την απαλλοτρίωση των εταιρικών περιουσιακών στοιχείων του ιδιοκτήτη και τη λειτουργία της επιχείρησης κάτω από τον έλεγχο των εργαζόμενων. Επιδιώκοντας δωρεάν δημόσια περίθαλψη για όλους και όλες να συμβάλουμε στη δημιουργία δικτύου υγειονομικών δομών υπό κοινωνικό έλεγχο.
Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Αναμφίβολα πάμε για μάχη ιστορικών διαστάσεων, που συνδέεται με όλο το πριν, συνταράσσει το τώρα και προεικονίζει το μετά. Να αποκρουστούν τα σχέδια τρομοκράτησης. Να αποτύχει κάθε απόπειρα εκτόνωσης της λαϊκής οργής. Μπορεί αυτές οι μέρες να είναι η πρώτη εναγώνια πράξη του δράματος, όμως η τελική έκβαση της κατάστασης θα κριθεί μετά τις κάλπες της Κυριακής, σε έναν μακρύ κι επίπονο αγώνα.
Ή θα νικήσει ο τρόμος ή θα νικήσει ο δρόμος!
Ευσταθίου Γιάννης
Κεχρής Δημήτρης
Μανιάτης Πέτρος
Χαραλαμπόπουλος Νίκος