«Να υποθέσουμε ότι το καθεστώς της Συρίας είναι ανόητο;» αναρωτιόταν ο βρετανικός Γκάρντιαν όταν έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα της έρευνας που πραγματοποίησε ο ΟΗΕ για τις συνθήκες δολοφονίας του Λιβανέζου πρώην πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι.
Ήταν προφανές ότι η Δαμασκός δεν θα μπορούσε να έχει υποπέσει σε ένα τόσο μεγάλο σφάλμα, που θα την εξέθετε στη διεθνή κοινή γνώμη, τη στιγμή που ένιωθε την καυτή ανάσα της αμερικανικής υπερδύναμης στο γειτονικό Ιράκ. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι η Συρία είχε οπλίσει τους δολοφόνους του Χαρίρι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα το είχε κάνει με μεγαλύτερο επαγγελματισμό αποφεύγοντας την αναμενόμενη διεθνή κατακραυγή.
Η έρευνα του ΟΗΕ όμως απέτυχε να συμπεριλάβει στο σκεπτικό της αυτή την απλή παρατήρηση. Για την ακρίβεια απέτυχε να παρουσιάσει έστω και ένα τεκμηριωμένο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η Δαμασκός εμπλέκεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τη δολοφονία. «Η δολοφονία» διαβάζουμε στο πολύκροτο κείμενο «δεν θα μπορούσε να είχε αποφασιστεί χωρίς την έγκριση κορυφαίων αξιωματούχων ασφαλείας της Συρίας και δεν θα μπορούσε να είχε οργανωθεί χωρίς την συνεργασία των συναδέλφων τους στις υπηρεσίες ασφαλείας του Λιβάνου». Ακόμη και η Κοντολίζα Ράις θα ντρεπόταν να εμφανιστεί ενώπιων της διεθνούς κοινής γνώμης και να διαβάσει ένα κατηγορητήριο το οποίο στηρίζεται μόνο σε υποθέσεις.
Όμως ο Γερμανός ανακριτής Ντετλέβ Μεχλίς, που είχε αναλάβει την υπόθεση, δεν δίστασε να προχωρήσει στη δημοσιοποίηση της έκθεσης. Ο ίδιος ο ΟΗΕ μόλις διαπίστωσε ότι τα «ευρήματα» της έρευνας απλώς υποσκάπτουν το κύρος του οργανισμού, έδωσε νέα διορία στον Γερμανό επιθεωρητή για να συγκεντρώσει περισσότερα στοιχεία και να παρουσιάσει ένα νέο πόρισμα.
Ακόμη και η Ουάσινγκτον και το Λονδίνο που ανέμεναν με αγωνία ένα καταδικαστικό πόρισμα για τη Δαμασκό, δυσκολεύονταν να χρησιμοποιήσουν το συγκεκριμένο κείμενο για τους μηχανισμούς προπαγάνδας τους. Έτσι τα μέσα ενημέρωσης του Μέρντοχ λόγου χάρη άλλαξαν ρότα και επιχείρησαν να πετύχουν με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: Η αρχική έκθεση, υποστηρίζουν διαβάζουμε στις εφημερίδες του ομίλου, περιείχε αναφορές σε συγκεκριμένα ονόματα του συριακού καθεστώτος που εμπλέκονται στη δολοφονία αλλά Χαρίρι. Τα στοιχεία αυτά όμως αφαιρέθηκαν ύστερα από προσωπική παρέμβαση του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν. Με αυτό τον τρόπο ο μηχανισμός προπαγάνδας του Μέρντοχ δικαιολογεί το γεγονός ότι το πόρισμα είναι ανυπόστατο ενώ παράλληλα επιτίθεται στον Ανάν ο οποίος δεν στήριξε με τον αναμενόμενο ζήλο της εκστρατεία ενοχοποίησης της Δαμασκού. Σύμφωνα λοιπόν με δημοσιεύματα των Τάιμς του Λονδίνου, το αρχικό πόρισμα απέδιδε ευθύνες στον Μαχέρ αλ Άσαντ (αδερφό του προέδρου αλ Άσαντ), τον Ασέφ Σακουάτ (γαμπρό του αλ Άσαντ) και αρκετούς ακόμη αξιωματούχους που έχει διορίσει ο πρόεδρος σε θέσεις κλειδιά των συριακών και των λιβανέζικων μυστικών υπηρεσιών. Τα στοιχεία αυτά, γράφουν οι Τάιμς διαγράφηκαν με εντολή του Κόφι Ανάν. Κάποιος όμως έκανε λάθος και καθώς αποθήκευε τις αλλαγές στον υπολογιστή του, άφησε και τα ονόματα, τα οποία διέρρευσαν στον Τύπο. Πρόκειται φυσικά για γελοιωδέστατα σενάρια που μόνο οι αναγνώστες των εφημερίδων του Μέρντοχ θα μπορούσαν να πιστέψουν. Παρόλα αυτά, το μήνυμα των ΗΠΑ έκανε το γύρο του κόσμου. Το καθεστώς της Δαμασκού παρουσιάστηκε σαν μια μαφιόζικη οργάνωση που συντηρείται και επεκτείνεται με δεσμούς αίματος και η οποία δεν διστάζει να δολοφονήσει εν ψυχρώ τους πολιτικούς της αντιπάλους.
Προωθώντας αυτή την εικόνα η Ουάσινγκτον επιχειρεί να ενισχύσει το διεθνή αποκλεισμό της Συρίας και να προετοιμάσει το έδαφος για την επιβολή σκληρών κυρώσεων. Και αυτή τη φορά φαίνεται ότι στο πλευρό της δεν έχει μόνο το πειθήνιο Λονδίνο αλλά και το Παρίσι. Η γαλλική διπλωματία αποφεύγει την ολομέτωπη αντιπαράθεση με την Ουάσινγκτον και συντάσσεται (έστω και με πιο πολιτισμένο και «ευρωπαϊκό» τρόπο) με τα αμερικανικά επιχειρήματα. Η αποτυχία του Παρισιού να διακόψει την προέλαση των αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ και οι νέες ισορροπίες δυνάμεων που προέκυψαν στην περιοχή, αναγκάζουν τη Γαλλία να αναθεωρήσει την πολιτική της στη Μέση Ανατολή. Χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει ποια θα είναι η στάση της χώρας σε περίπτωση που η Ουάσινγκτον θελήσει να λάβει πιο δραστικά μέτρα εναντίον της Συρίας, φαίνεται ότι επί του παρόντος οι Γάλλοι διπλωμάτες επιθυμούν απλώς να εκταμιεύσουν την πολιτική τους επιρροή στην περιοχή προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι της γεωστρατηγικής πίτας.
Έτσι οι μόνες δυνάμεις που όρθωσαν το ανάστημά τους για να αποτρέψουν την επιβολή κυρώσεων ήταν η Μόσχα και ο Αραβικός σύνδεσμος. Δυο παίκτες με σημαντικό πολιτικό βάρος οι οποίοι όμως είναι αμφίβολο εάν θα μπορέσουν να αναβάλλουν για μεγάλο χρονικό διάστημα τους αμερικανικούς σχεδιασμούς.
Η Ουάσινγκτον γνωρίζοντας ότι δεν είναι σε θέση να αντιπαρατεθεί στρατιωτικά με την Τεχεράνη, η οποία αποτελεί πλέον το βασικό της αντίπαλο στην περιοχή, στρέφεται λοιπόν και πάλι προς τη Συρία. Όπως ανέφερε αυτή την εβδομάδα η Γουόλ Στριτ Τζέρναλ: «η αυξανόμενη πίεση στο καθεστώς της Δαμασκού έχει ωθήσει αμερικάνους αξιωματούχους στην αναζήτηση αξιόπιστων ομάδων από το εσωτερικό της Συρίας που θα μπορούσαν να πιέσουν την κυβέρνηση – ή πιθανά ακόμη και να προσφέρουν μια εναλλακτική κυβέρνηση.
Δεν έχουν βρει πολλά πράγματα: οι αποκομμένες μεταξύ τους ομάδες της αντιπολίτευσης της Συρίας είναι οι πρώτες που αναγνωρίζουν την αδυναμία τους, μια και δεν έχουν καμιά επαφή με τους περισσότερους Σύρους και κυρίως είναι αναποτελεσματικές. Αλλά το πόρισμα του Μέχλις τις βοήθησε να ενεργοποιηθούν και τις ώθησε να κάνουν τα πρώτα τους νηπιακά βήματα στην κατεύθυνση σχηματισμού ενός πιο συνεκτικού μετώπου». Το πόρισμα ήταν λοιπόν μια τροχιοδεικτική βολή για την προετοιμασία μιας ακόμη «λαϊκής επανάστασης» στο πρότυπο των κινημάτων που οργανώθηκαν στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες αλλά και στο Λίβανο. Δεν μένει για το Στέιτ Ντιπάρτμεντ παρά να βρει ένα όμορφο χρώμα για να ντύσει την επανάσταση και ένα ακόμη όνομα λουλουδιού για να την ονομάσει.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα ΠΡΙΝ, Οκτώβριος 2005