Θυμάστε το περίφημο video του Ν. Μαστοράκη με την ανάκριση των φοιτητών στη χούντα; Θυμάστε τον πρώην υπουργό Υγείας, Α. Γεωργιάδη, να φωνάζει ναζιστικά συνθήματα με αναφορές στον Γκέμπελς ή τον Α. Σαμαρά να κατακεραυνώνει το μνημόνιο; Πως θα ήταν η ζωή μας αν ένα πρωί ξυπνούσαμε και ήταν πρακτικά αδύνατο να εντοπίσουμε σχετικά βίντεο και πληροφορίες στο Ιντερνετ; Και κυρίως πως θα ήταν η συνείδησή μας εάν ο σημαντικότερος σύμμαχός μας σε μια τέτοια δυστοπική κοινωνία ήταν ορισμένες από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές των ΗΠΑ όπως η Google η Amazon;
Ο Ουίνστον Σμίθ είχε μια πολύ συγκεκριμένη εργασία να εκτελεί κάθε πρωί στο γραφείο του. Αναθεωρούσε την ιστορία, ανάλογα με τις εντολές που λάμβανε από τους προϊσταμένους του και κατέστρεφε τα πρωτότυπα ιστορικά ντοκουμέντα πετώντας τα στη λεγόμενη «Τρύπα της Μνήμης». Εάν δεν σας λέει κάτι το όνομά του ήταν ο ήρωας στο «1984» του Τζορτζ Όργουελ που εργαζόταν στο «Υπουργείο Αλήθειας». Και αν έμαθε κάτι από αυτή τη διαδικασία είναι πως «αυτός που ελέγχει το παρελθόν ελέγχει το μέλλον, και αυτός που ελέγχει το παρόν ελέγχει το παρελθόν».
Τρείς δεκαετίες μετά το έτος σταθμό του Τζορτζ Όργουελ η Ευρωπαϊκή Ένωση φρόντισε να θεσμοθετήσει μια σύγχρονη «Τρύπα της Μνήμης», στην οποία πολίτες αλλά και επιχειρήσεις θα μπορούν να «καταστρέφουν» στοιχεία για το παρελθόν τους. Το περίφημο «δικαίωμα στη λήθη – right to be forgotten», που επέβαλε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, υποχρεώνει την Google και όλες τις μηχανές αναζήτησης που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ, να αφαιρούν –κατόπιν αίτησης ενός χρήστη – οποιαδήποτε σύνδεση σε πληροφορίες που αφορούν παλαιότερες πράξεις του. Θεωρητικά η αρχική πληροφορία δεν χάνεται (αν λόγου χάρη έχει δημοσιευτεί σε μια εφημερίδα παραμένει στο αρχείο ή στο site της) αλλά καθίσταται πλέον πολύ δύσκολο έως αδύνατο για έναν χρήστη να την αναζητήσει μέσω του διαδικτύου. Σε μια εποχή που το να εμφανίζεσαι στα αποτελέσματα μιας μηχανής αναζήτησης καθορίζει το αν υπάρχεις η όχι, το δικαίωμα στη λήθη μπορεί να μετατραπεί στο όνειρο κάθε αναθεωρητή της ιστορίας. Θεωρητικά αμφισβητεί ένα από τα βασικότερα προτερήματα του Ιντερνετ, που ήταν η δυνατότητα κάθε χρήστη να έχει άμεση πρόσβαση σε ιστορικά δεδομένα – είτε αυτά αφορούν περασμένους αιώνες ή περασμένες εβδομάδες.
Σε πρακτικό επίπεδο, βέβαια, η απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου αποτελεί, μέχρι στιγμής, κενό γράμμα αφού κάθε χρήστης μπορεί να παρακάμψει τις ευρωπαϊκές σελίδες της Google, (πχ το Google.gr) και να πραγματοποιήσει την ίδια αναζήτηση μέσω του Google.com. Ως δικαστική απόφαση, όμως, θέτει ένα προηγούμενο το οποίο μπορεί να ανατρέψει τον χαρακτήρα του διαδικτύου. «Η απόφαση» εξηγούσε πρόσφατα ο Τζέρι Μπρίτο, καθηγητής νομικής στο πανεπιστήμιο Τζορτζ Μέισον των ΗΠΑ, «ανατρέπει την παραδοσιακή αντίληψη για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, την οποία θεωρούσαμε σαν εξαίρεση απέναντι στην ελευθερία του λόγου». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι είχαμε το δικαίωμα να μιλάμε μέχρι τη στιγμή που κάποιος θα αποδείκνυε ότι παραβιάζουμε την προσωπική του ζωή. Με τις νέες ρυθμίσεις, εξηγούσε ο Μέισον, το βάρος ης απόδειξης πέφτει στον ομιλητή, ο οποίος οφείλει να αποδείξει ότι ο λόγος του είναι μια «νόμιμη» εξαίρεση στο δικαίωμα της ιδιωτικότητας».
Για άλλη μια φορά η φιλελεύθερη ΕΕ προτάσσει το ατομικό δικαίωμα της προστασίας της προσωπικής ζωής σε βάρος του συλλογικού δικαιώματος μιας κοινωνίας στη γνώση. Πρόκειται φυσικά για την ίδια ΕΕ, η οποία προωθεί κάθε μορφή παρακολούθησης και φακελώματος, όταν τα στοιχεία εξυπηρετούν κρατικές υπηρεσίες και μέσω αυτών συγκεκριμένα ιδιωτικά συμφέροντα.
Όπως συμβαίνει και με κάθε απόπειρα λογοκρισίας στο Ιντερνετ οι θιασώτες του δικαιώματος στη λήθη προτάσσουν το δικαίωμα των πολιτών να προστατεύονται από κακόβουλες αναρτήσεις κυρίως σεξουαλικού περιεχομένου. Όταν κάποιος ποστάρει ένα βίντεο με την/τον γυμνή/ό σύντροφό του για να τον εκδικηθεί, το θύμα έχει κάθε δικαίωμα να ζητήσει την απομάκρυνση του συγκεκριμένου βίντεο. Μόνο που αυτό προβλεπόταν και από την υπάρχουσα νομοθεσία ενώ οι μεγάλες μηχανές αναζήτησης, όπως η Google, ανταποκρίνονταν πάντοτε θετικά σε σχετικά αιτήματα.
Μπαίνοντας σε ποιο ουσιαστικά ζητήματα οι υποστηρικτές της λήθης αναφέρουν ότι κάθε νέο παιδί θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να απομακρύνει από το διαδίκτυο ένα νεανικό του σφάλμα, το οποίο θα μπορούσε να το στιγματίσει για το υπόλοιπο της ζωής του. Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι ποιος απομακρύνει τι και από ποιόν. Η παρουσία λόχου χάρη του Σαμαρά στις εκδηλώσεις για τους δωσίλογους της κατοχής στο Μελιγαλά, ή οι επιθέσεις του Βορίδη με τσεκούρια, αποτελούν «νεανικά ατοπήματα» τα οποία θα μπορούν στο μέλλον να διαγράψουν από το Ιντερνετ;
Στην πραγματικότητα το δικαίωμα στη λήθη εμποδίζει τους πολλούς και ανυπεράσπιστους να αναζητούν στο Ιντερνετ το παρελθόν των λίγων και ισχυρών ενώ οι τελευταίοι διατηρούν το παραδοσιακό τους δικαίωμα να παραβιάζουν την προσωπική ζωή των πολλών μέσω παραδοσιακών μέσων. Ας πάρουμε το παράδειγμα των περίπου 700 διαδηλωτών από το κίνημα Occupy Wall Street, που συνελήφθησαν το 2011 στη γέφυρα του Μπρούκλιν. Τα ονόματά τους μπορεί να μην διαθέσιμα στο Ιντερνετ αλλά το γεγονός ότι συμμετείχαν σε μια διαδήλωση έχει καταγραφεί στο ποινικό τους μητρώο το οποίο είναι προσβάσιμο σε όλες τις εταιρείες στις οποίες ενδέχεται να αναζητούσαν εργασία. Πρόκειται για έναν ολοκληρωτικό κοινωνικό εξοστρακισμό, τον οποίο θα ζήλευαν οι μυστικές υπηρεσίες του Στάλιν και η ανατολικογερμανική Στάζι, αλλά αποτελεί καθημερινότητα για κάθε φοιτητή στο «δημοκρατικό» καθεστώς του Μπαράκ Ομπάμα. Ενώ λοιπόν επιχειρήσεις και κρατικές υπηρεσίες θα συνεχίσουν να έχουν πρόσβαση σε προσωπικές πληροφορίες των πολιτών, οι πολίτες χάνουν σταδιακά το δικαίωμα να ερευνούν το παρελθόν δημοσίων προσώπων, που τους προσέφερε το Ίντερνετ.
Αν το δικαίωμα στη λήθη, συνιστά μια φιλελεύθερη επίθεση στο συλλογικό δικαίωμα της ιστορικής μνήμης μια άλλη ρύθμιση, που προωθείται στις ΗΠΑ, υπόσχεται να μετατρέψει το αταξικό Ιντερνετ σε ένα ακόμη φέουδο των πλουσίων. Η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών των ΗΠΑ (FCC) επεξεργάζεται εδώ και μήνες πρόταση νόμου, η οποία θα επιτρέπει στους παρόχους του Ιντερνετ να προσφέρουν προνομιακή μεταχείριση (υψηλότερες ταχύτητες μεταφοράς δεδομένων) στους μεγάλους πελάτες τους. Αν μια μεγάλη εφημερίδα πληρώσει τον πάροχο τα κείμενά της θα είναι ευκολότερα προσβάσιμα στο κοινό σε σχέση με τα κείμενα ενός μικρότερου εντύπου, όπως λόγου χάρη το Unfollow. Αντίστοιχα μια νέα εφαρμογή, όπως ήταν κάποτε το Skype, η οποία μετέφερε εικόνα και ήχο μέσω του διαδικτύου ίσως να μην είχε γίνει ποτέ γνωστή καθώς δεν θα μπορούσε να συναγωνιστεί τα μεγαθήρια των τηλεπικοινωνιών, ακόμη αν οι υπηρεσίες τους ήταν πολύ κατώτερης ποιότητας.
Μεταξύ άλλων η μεγαλύτερη ταχύτητα μεταφοράς δεδομένων παίζει καθοριστικό ρόλο στην κατάταξη στην οποία εμφανίζεται ένα κείμενο στις μηχανές αναζήτησης. Το αποτέλεσμα είναι ότι όσοι δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν για την προώθηση των πληροφοριών, των ιδίων και των καινοτομιών τους θα πετάγονται στις πίσω σελίδες της Google. Ακόμη δηλαδή και ένα αποκαλυπτικό κείμενο ή ένα βίντεο, που θα μπορούσε να ανατρέψει ένα ολόκληρο καθεστώς, θα παραμένει πρακτικά χαμένο στα βάθη του διαδικτύου εάν δεν το ανασύρουν οι εταιρείες που πληρώνουν περισσότερα για την προώθηση των πληροφοριών τους. Και σε αυτή την περίπτωση η πληροφορία θεωρητικά δεν εξαφανίζεται αλλά πρακτικά κρύβεται μέσα στις λεωφόρους μεταφοράς δεδομένων.
Αν και εκ πρώτης όψεως το θέμα φαίνεται να έχει μόνο τεχνικό ενδιαφέρον οι επιπτώσεις του μπορεί να καθορίσουν το είδος της ψηφιακής κοινωνίας στην οποία θα ζήσουμε τις επόμενες δεκαετίες. Ουσιαστικά, όπως και το δικαίωμα στη λήθη, κρίνεται το ποια τμήματα του πληθυσμού θα έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες και ποια θα ζουν σε ένα επικοινωνιακό γκέτο στο οποίο θα εισέρχονται μόνο τα δεδομένα που έχει εγκρίνει το «υπουργείο της Αλήθειας» – στην περίπτωσή μας δηλαδή μια μικρή ομάδα πολυεθνικών επιχειρήσεων.
Οι νέες προτάσεις ουσιαστικά ακυρώνουν τη νομική αρχή της «ίσης πρόσβασης», που ισχύει στις ΗΠΑ και η οποία εξασφάλιζε σε όλους τους πολίτες ίδια δικαιώματα στη χρήση βασικών υπηρεσιών και υποδομών. Θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε την κατάστασης με έναν αυτοκινητόδρομο, στον οποίο οι εταιρείες που ελέγχουν τα διόδια αποφασίζουν την ταχύτητα με την οποία μπορεί να κινηθεί κάθε αυτοκίνητο ανάλογα με τα επιπλέον χρήματα που λαμβάνουν – παρά το γεγονός, ότι ο αυτοκινητόδρομος κατασκευάστηκε με έξοδα όλων των φορολογούμενων. Καταστρατηγώντας την λεγόμενη Ουδετερότητα του Διαδικτύου (Net Neutrality), την αρχή δηλαδή ότι κάθε μονάδα πληροφορίας στο διαδίκτυο πρέπει να αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο από τις κυβερνήσεις και τους παρόχους, κάποιοι επιχειρούν να φτιάξουν το «Ιντερνετ των πλουσίων».
Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι τις τελευταίες εβδομάδες ορισμένα από τα σημαντικότερα ιδρύματα ερευνών, που ελέγχονται από μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, έχουν ξεκινήσει μια λυσσώδη εκστρατεία εναντίον της Ουδετερότητας του Διαδικτύου. Το ίδρυμα American Commitment, που φέρεται να ελέγχεται από τον όμιλο επιχειρήσεων Koch, στέλνει εδώ και εβδομάδες δεκάδες χιλιάδες e-mail στα οποία υποστηρίζει ότι το Net Neutrality είναι «συνώνυμο του μαρξισμού» και απειλεί τον ελεύθερο ανταγωνισμό μεταξύ των εταιρειών τηλεπικοινωνιών – επιχείρημα που αναμένεται να αναπαράγουν και οι Έλληνες μουτζαχεντίν του νεοφιλελευθερισμού με τη γνωστή καθυστέρηση δεκαετίας που τους χαρακτηρίζει.
Το πρόβλημα με τα επιχειρήματα του ομίλου Koch είναι ότι ως ένα βαθμό… έχουν δίκιο. Η δυνατότητα πρόσβασης όλων των πολιτών στις ίδιες πληροφορίες του Ιντερνετ ήταν ένα από τα εναπομείναντα πεδία της «αταξικής κοινωνίας» που ευαγγελιζόταν το διαδίκτυο (τουλάχιστον για όσους έχουν πρόσβαση σε αυτό). Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα το Ιντερνετ έρχεται να επιβεβαιώσει τον Κάρολο Μαρξ, που προέβλεπε ότι σε μια κοινωνία η οποία θα στηρίζεται στην πληροφορία (τη γενική διάνοια) ο καπιταλισμός θα αποτελεί εμπόδιο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και συνεπώς θα αρχίσει να πριονίζει το κλαδί στο οποίο κάθεται – όπως έκαναν όλα τα προηγούμενα συστήματα παραγωγής.
Πριν βιαστούμε όμως να καταλήξουμε σε ένα απλουστευτικό σχήμα, σύμφωνα με το οποίο οι κακές εταιρείες απειλούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες μας στο διαδίκτυο, ο ιστορικός Ρόμπερτ ΜακΤσέσνι, ήρθε να μας προσγειώσει στη σύνθετη πραγματικότητα. Εταιρείες όπως η Google, η Ebay, η Amazon αλλά ακόμη και η Microsoft, υποστηρίζει ο ΜακΤσέσνι, δίνουν και αυτές τη δική τους μάχη απέναντι στα μονοπώλια των εταιρειών τηλεπικοινωνίας τα οποία ουσιαστικά οικοδομήθηκαν πάνω στις επενδύσεις και τις υποδομές του δημόσιου τομέα. Δυο διαφορετικά τμήματα, δηλαδή, της αμερικανικής οικονομικής ελίτ, ετοιμάζονται να δώσουν τη μάχη του αιώνα η οποία θα κρίνει σαν παράπλευρη απώλεια (ή ωφέλεια) και μια σειρά ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων. Και όπως πάντα είναι η στιγμή που η αριστερά της εποχής μας (ας την ονομάσουμε ψηφιακή αριστερά) θα κληθεί να αποφασίσει αν θα πραγματοποιήσει μια ανίερη συμμαχία με το διάολο ή θα μείνει στην ιδεολογική της καθαρότητα αποφεύγοντας τέτοιες κινήσεις τακτικής. Είναι η στιγμή που ένας ψηφιακός Λένιν θα έπρεπε να αποφασίσει εάν μπορεί να μετατρέψει έναν ενδοιμπεριαλιστικό πόλεμο, σε εμφύλιο πόλεμο – ουσιαστικά δηλαδή σε επανάσταση στο Ιντερνετ.
Άρης Χατζηστεφάνου
UNFOLLOW Οκτώβριος 2014