Όταν η τουρκική αστυνομία σκότωσε τον 15χρονο Μπερκίν, έγραψε πρόσφατα κάποιος στο τούιτερ, κάποιοι ρώτησαν τι έκανε το παιδί στη διαδήλωση. Για τον 15χρονο Μουράτ που ανασύρθηκε νεκρός στο ορυχείο της Σόμα δεν ρώτησαν τι έκανε εκεί. Για την τουρκική βιομηχανία εξορύξεων, που γνωρίζει λαμπρές ημέρες ανάπτυξης μετά το κύμα μαζικών ιδιωτικοποιήσεων που ξεκίνησε η κυβέρνηση Ερντογάν από το 2004, τα ερωτήματα αυτά έχουν ελάχιστη σημασία.
Σύμφωνα με τους δικούς της υπολογισμούς για κάθε ένα εκατομμύριο τόνους εξόρυξης είναι απόλυτα φυσιολογικό να σκοτώνονται κατά μέσο όρο 7.22 εργάτες, τη στιγμή που ακόμη και στην Κίνα το ανθρώπινο κόστος είναι 1.27 νεκρός εργάτης ανά εκατομμύριο τόνους. Και ο ίδιος ο Ερντογάν άλλωστε θεώρησε απόλυτα φυσιολογικό τον αριθμό των θυμάτων. Ο ίδιος μάλιστα έφερε σειρά παραδειγμάτων από εργατικά ατυχήματα σε ορυχεία της Βρετανίας του 19ου αιώνα – σε μια εποχή δηλαδή που τα μοναδικά μέτρα ασφαλείας των ανθρακωρύχων ήταν τα καναρίνια που είχαν μαζί τους και ψοφούσαν όταν οι συγκεντρώσεις μεθανίου ξεπερνούσαν τα επιτρεπτά όρια.
Οι τουλάχιστον 300 άνθρωποι που βρήκαν τραγικό θάνατο στη Σόμα ήταν λοιπό θύματα μιας προσχεδιασμένης «δολοφονίας» στην οποία δεν συμμετείχαν μόνο οι ιδιοκτήτες τον ορυχείων αλλά και οι ελεγκτικές αρχές, που έδιναν συνεχώς άδειες λειτουργίας στο ορυχείο αλλά και τα μεγάλα συνδικάτα που ελέγχονταν από την εργοδοσία και επέτρεπαν ακόμη και σε 15χρονα παιδιά να δουλεύουν μέσα στις στοές.
Οι αντιδράσεις που ακολούθησαν την «δολοφονία» των εργατών στο ορυχείο της Σόμα φάνηκε να απειλούν τα θεμέλια της κυβέρνησης Ερντογάν. Η φωτογραφία του Τούρκου πρωθυπουργού να κάθεται μόνος δίπλα στον πάγκο με τα αλλαντικά ενός σούπερ μάρκετ, το μοναδικό δηλαδή σημείο που βρήκαν οι σωματοφύλακες του για τον φυγαδεύσουν από τη μανία του πλήθους, έκανε το γύρο του κόσμου παρουσιάζοντας έναν πολιτικό σε απόγνωση. Η δεύτερη φωτογραφία, με τον σύμβουλο του πρωθυπουργού να κλωτσά έναν διαδηλωτή στη Σόμα και ύστερα να δικαιολογείται λέγοντας ότι το έκανε γιατί ήταν… Αριστερός, συνόψισε και τον αυταρχισμό με τον οποίο το καθεστώς προετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τις λαϊκές αντιδράσεις. Μπορούν όμως οι πρόσφατες εξελίξεις και τα επεισόδια που ακολούθησαν σε αρκετές τουρκικές πόλεις να οδηγήσουν σε άμεση έξοδο του Τούρκου πρωθυπουργού;
Είναι γεγονός ότι παρά τη νίκη που σημείωσε τα τελευταία χρ΄νια απέναντι στο στρατιωτικό και το δικαστικό κατεστημένο ο Ερντογάν χάνει σταδιακά σημαντικά στηρίγματα στο εσωτερικό της παράταξής του. Η ανοιχτή, εδώ και μήνες, σύγκρουση με τον θρησκευτικό ηγέτη Φετουλά Γκιουλέν αποτελεί μια ανοιχτή πληγή για το κυβερνών κόμμα δικαιοσύνης και ανάπτυξης. Ο Γκιουλέν, ο οποίος πιστεύεται ότι έφερε στο φως τα τεράστια σκάνδαλα διαφθοράς της οικογένειας Ερντογάν, διατηρεί στενούς δεσμούς με σημαντικά κέντρα χάραξης εξωτερικής πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η σύγκρουση των δυο ανδρών εκφράζει όμως και την αντιπαλότητα διαφορετικών τμημάτων της τουρκικής αστικής τάξης, η οποία μέχρι πρότινος είχε συνασπιστεί πίσω από το πρόσωπο του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Καθώς η τουρκική οικονομία χάνει τους εκρηκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης των τελευταίων χρόνων και όλα δείχνουν ότι το success story αλά τούρκα στηριζόταν σε μια ακόμη φούσκα, αρχίζουν οι τριβές και στο εσωτερικό της οικονομικής ελίτ.
Παράλληλα οι πολιτικές επιλογές του Ερντογάν σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπως η διαρκής απειλή πολέμου με την Συρία και η στήριξη των αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο, τη στιγμή μάλιστα που η Ουάσινγκτον επιχειρούσε μια «αντάντ με το Ιράν και στήριζε τους Αιγύπτιους πραξικοπηματίες, μείωσε αισθητά την αξία χρήσης της Άγκυρας για τις ΗΠΑ. Η περιθωριοποίηση αυτή και οι νέες ισορροπίες στη Μέση Ανατολή μεταφράζονται όμως και σε αναταράξεις για το μεγάλο τουρκικό κεφάλαιο που πρέπει τώρα να ξαναβρεί το βηματισμό του στην προσπάθεια να κυριαρχήσει στην περιοχή.
Θα περίμενε κανείς ότι οι συγκεκριμένες εξελίξεις θα είχαν ήδη οδηγήσει σε ολοκληρωτική κατάρρευση της κυβέρνησης. Τα αποτελέσματα των πρόσφατων δημοτικών εκλογών όμως, στις οποίες οι υποψήφιοι του AKP συγκέντρωσαν το 45% των ψήφων, αποδεικνύουν ότι ακόμη δεν υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν άμεσα την εξουσία του Ερντογάν. Παρά το γεγονός ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός χρησιμοποίησε τον κρατικό μηχανισμό και προχώρησε σε συλλήψεις πολιτικών του αντιπάλων και δημοσιογράφων για να επηρεάσει το αποτέλεσμα των εκλογών κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν θα είχε κερδίσει ούτως η άλλως την εκλογική μάχη – έστω και με μικρότερη διαφορά. Οι αντιδράσεις στην δικτατορική πλέον εξουσία του μπορεί να αυξάνονται μέρα με την ημέρα αλλά ακόμη δεν έχουν αγγίξει τη μεγάλη εκλογική βάση του ισλαμικού κόμματος που θεωρεί ότι ο Ερντογάν τους προσέφερε ένα στοιχειώδες κοινωνικό συμβόλαιο. Ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού είδε πρακτικές αλλαγές όταν οι δαπάνες στο σύστημα υγείας αυξήθηκαν από το 3.9% στο 5.1% στο διάστημα 2004 – 2009 ενώ περίπου δέκα εκατομμύρια Τούρκοι απέκτησαν την πολυπόθητη πράσινη κάρτα που τους εξασφαλίζει δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (το 2003 ο αριθμός τους ήταν μόνο 2.5 εκατομμύρια).
Αυτή η κοινωνική πολιτική όμως στηρίχθηκε εν πολλοίς στην κερδοσκοπική ροή ξένων «επενδύσεων» που μπορεί να ανατραπεί ανά πάσα στιγμή βυθίζοντας και πάλι την τουρκική οικονομία σε βαθιά κρίση. Γνωρίζοντας αυτές τις εξελίξεις το καθεστώς Ερντογάν στηρίζεται όλο και περισσότερο στον αυταρχισμό προετοιμαζόμενο να αντιμετωπίσει τις επερχόμενες λαϊκές αντιδράσεις που δεν θα προέρχονται πλέον μόνο από τα μεσαία στρώματα των μεγάλων αστικών κέντρων.
Το δυστύχημα στο ορυχείο της Σόμα μπορεί να αποτελέσει ένα κομβικό σημείο μόνο αν συμπέσει με τη διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου που είχε πετύχει η κυβέρνηση. Το βέβαιο είναι ότι ο εφτάψυχος Ερντογάν έχασε άλλη μια από τις «ζωές» που του απομένουν.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα ΠΡΙΝ 17/05/2014